Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ο Καπετανάκης


  Ο "Καπετανάκης" είναι ένα τραγούδι σε ρυθμό συρτό, που ακούστηκε πρώτη φορά γύρω στο 1975 από τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο. Έκανε θραύση στα τζουκ-μποξ στα ταβερνάκια και στα μπιλιαρδάδικα αλλά και στους πειρατικούς σταθμούς στα μεσαία, αφού μετά τη χούντα γέμισε η συχνότητα, ενώ τα fm δεν είχαν καθιερωθεί ακόμα στην Ελλάδα.


Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Ο στιχουργός του "Θα πιώ απόψε το φεγγάρι" σε ρόλο ρεμπετολόγου...


  Ο Λε-Πά του λαϊκού μας τραγουδιού, και όχι μόνο... του ελαφρού, του ελαφρολαϊκού, του εντεχνολαϊκού και του εντέχνου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, κυκλοφόρησε ένα ακόμα βιβλίο γιά τους ρεμπέτες, μετά το πολύ καλό, "Να συλληφθεί το ντουμάνι". (Καστανιώτης-2004, είναι στην 6η έκδοση)

Και καλά, είναι μομφή το να έχει γράψει το 1969, τραγουδάκια γιά μιούζικαλ με ελαφρο-νεο-ρομαντικά στιχάκια όπως "Θα πιώ απόψε το φεγγάρι", με έναν Πουλόπουλο σε ρόλο μοιραίου αγοριού με την κιθάρα και τα γυμνά πόδια ή το "Ανοιξε πέτρααα..." με τη Μαρινέλλα, που απογείωσε έκτοτε τη σόλο καρριέρα της;;
(διόρθωση γιά όσους διάβασαν την αρχική δημοσίευση: το "Σε βλέπω στο ποτήρι μου "είναι του Ηλία Λυμπερόπουλου... και η Τζένη Βάνου φυσικά παραμένει η απίστευτη φωνή του ελληνικού τραγουδιού με πολλές προτάσεις από το εξωτερικό που όμως απέριψε...)
Μομφή λοιπόν δεν είναι, αλλά τι να κάνουμε, τα τραγούδια αυτά και το λάϊφ στάϊλ τους έχουν καταγραφεί, και χωρίς ναναι κακά ασφαλώς, απέχουν πόρρω από το ρεμπέτικο και ξενίζει αυτή η ενασχόληση του τόσο πετυχημένου στιχουργού του "Μη μιλάς κινδυνεύει η Ελλάς" και του "Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα" με τους δημιουργούς του "Βρε μάγκα το μαχαίρι σου" ή "Στην Ελλάδα δεν μπορώ".

  Το βιβλίο έχει τίτλο "Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια" και μιλώντας γιά αυτό καθαυτό το περιεχόμενο του, τα κεφάλαια του είναι 15, σύν ένας περιεκτικός πρόλογος. Στο κάθ'ενα κεφάλαιο ο Λ.Π. καταπιάνεται με ένα πρόσωπο του λαϊκού μας τραγουδιού και αν εξαιρεθεί ο Πυθαγόρας, ο Δημήτρης Χριστοδούλου και ο Αλέκος Σακελλάριος, όλα τα άλλα πρόσωπα είναι του ρεμπέτικου, συμπεριλαμβανομένου του Γ.Ζαμπέτα. 
  Το βιβλίο κυλάει ευχάριστα στις 210 σελίδες του, ο Λ.Π. γνωρίζει ότι απευθύνεται στο κοινό του, εννοώντας τους συνήθεις αγοραστές των βιβλίων του, σε ένα χώρο που μάλλον τα πάει καλά τελευταία ενώ στη στιχουργία πλέον δεν παράγει και στο κοινό των τηλεοπτικών του εκπομπών, που αντικειμενικά ήταν καλές.
Επίσης γνωρίζοντας ότι θα το διαβάσουν και οι πλείστοι των ενασχολούμενων με το ρεμπέτικο, που δεν είναι και λίγοι -ίσως γι'αυτό εξακολουθεί να ασχολείται με το αντικείμενο...- ρίχνει τις σποντίτσες του και τα σχόλια του γιά τους γνωστούς "ρεμπετολόγους". Τουλάχιστον είναι ειλικρινής και δεδομένου εκτός του χώρου αυτού, μπορεί να αμφισβητεί ή να προσεταιρίζεται κατά το δοκούν, το είδος...
 Τα πρόσωπα για τα οποία γράφει ο Παπαδόπουλος είναι :
Στέλιος Καζαντζίδης, Κώστας Βίρβος, Παναγιώτης Τούντας, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Ζαμπέτας, Πυθαγόρας, Βασίλης Τσιτσάνης, Ρόζα Εσκενάζυ, Απόστολος Καλδάρας, Ανέστης Δελιάς, Μανώλης Χιώτης, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Τάσος Σχορέλης, Δημήτρης Χριστοδούλου και Αλέκος Σακελλάριος. 

Μέσα από τα προσωπικά του ενθυμήματα γιά όλους εκτός από τους, Δελιά, Τούντα και Χιώτη, μαθαίνουμε ενδιαφέρουσες πτυχές από τα προσωπικά τους βιώματα και μέσω των  διηγήσεων τους επίσης σημαντικά ντοκουμέντα που αφορούν το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι !!

Πρόλογος
[...]Αυτή τη φορά, το κύριο μέρος του βιβλίου προέρχεται από δημοσιευμένα κείμενα μου στο περιοδικό "Οάσις", επίσης από την εφημερίδα όπου δουλεύω, αλλά και από ομιλίες μου. Υπάρχει και ένα ανέκδοτο κείμενο.[...]

Σ.Καζαντζίδης

[...] Ο Καζαντζίδης, ως τραγουδιστικό μέγεθος, είναι ανυπέρβλητος. Και όταν μιλάμε γιά τραγουδιστικό μέγεθος, δεν εννοούμε μόνο φωνή. Εννοούμε και φωτιά που βγαίνει από τα σπλάχνα, εννοούμε λάβα που ξεχύνεται γιά να βγάλει ολόκληρο το αχ της αγανάκτησης και του παράπονου ενός φτωχού, ανυπεράσπιστου, κυνηγημένου και χωρίς ελπίδα ανθρώπου. Ξέρετε τι είπε κάποτε σ'έναν πολύ καλό τραγουδιστή, που δεν έβγαζε, όμως, αυτό το αχ της ταλαιπωρίας και της οργής, ο Καζαντζίδης; "Φίλε μου, είσαι εξαίρετος τραγουδιστής. Δεν θα γίνεις όμως ποτέ μεγάλος. Γιατί δεν έχεις φάει σφαλιάρα από χωροφύλακα! Γιατί δεν βρέθηκες ποτέ στους πέντε δρόμους. Γιατί δεν ένιωσες ποτέ να σου φέρονται σαν να είσαι σκουπίδι".[...]

 
Ας μην μεταφέρουμε άλλα αποσπάσματα, άλλωστε είναι αρκετά φτηνό βιβλίο, μόλις 6 ευρώ (στον Ιανό) και αξίζει να αγοραστεί! Ενδεικτικά, έχουν πολύ ενδιαφέρον οι αναφορές του μπαρμπα Γιάννη Παπαϊωάννου γιά το πως έμαθε μπουζούκι (από το μπαρμπα Θανάση), στην αποθήκη με σανά του Γκινόπουλου, οι αναφορές στον Τάσο Σχορέλη με τον οποίο πήραν μαζί πολλές συνεντεύξεις -κάτι που αποκαλύπτει μόλις τώρα!!- η σκηνή με τον "καυγά" ανάμεσα στο Χριστοδούλου και το Λειβαδίτη παρόντος του Παπαδόπουλου μέσα σε ένα ταξί, αναφορές στο Σακελλάριο και άλλα...

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Κέντρο Ερευνας & Προβολής της Εθνικής Μουσικής, "Σίμων Καρράς"


Η μουσική, και συγκεκριμένα η ελληνική παραδοσιακή μουσική, εκκλησιαστική και κοσμική, είναι ίσως η ραχοκοκαλιά, ο πιο ζωντανός φορέας του πολιτισμού ενός λαού. Η διαρκής έρευνα του συζύγου μου Σίμωνα και οι συνεχείς περιοδείες μας ανά την Ελλάδα ένα σκοπό είχαν· η μουσική αυτή να καταγραφεί, να ερευνηθεί και τελικά να προβληθεί και να διδαχθεί, για να επιστρέψει στον ίδιο τον λαό,ώστε να ζωογονεί διαρκώς την ιστορική, θρησκευτική, ποιητική και μουσικοχορευτική του παράδοση. 

Το 2009, ακολουθώντας τα βήματα του Σίμωνα Καρά, ιδρύσαμε το Κέντρον Ερεύνης και Προβολής της Εθνικής Μουσικής, με σκοπό την διάσωση και την μετάδοση της γνώσης αλλά και του βιώματος γύρω από την ελληνική παραδοσιακή μουσική, τον ελληνικό χορό, τα παραδοσιακά όργανα, τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. 

 Ας αγαπήσουμε λοιπόν την ελληνική μουσική και ας γνωριστούμε μαζί της, συνεισφέροντας καθείς το μεράκι, την γνώση και την αγάπη του. Ο χώρος αυτός εύχομαι να καταστεί κέντρο βίωσης, διατήρησης και μεταλαμπάδευσης του ζωντανού πολιτισμού μας· ενός πολιτισμού που τον έχει ανάγκη τόσο η σημερινή ελληνική κοινωνία όσο και η παγκόσμια πραγματικότητα. 


 Αγγελική Καρά 


 Το κέντρο γιά την παραδοσιακή μουσική που ίδρυσε ο Σίμων Καρράς, διατηρείται και συμμετέχει  στις πολιτιστικές δράσεις του σήμερα. Στον ιστότοπο που βρίσκουμε στο διαδίκτυο, υπάρχει πλήρης ενημέρωση γιά τις δράσεις αυτές. 

Μαθήματα χορών, μουσικής, οργάνων
Δισκοπωλείο 
Διαδικτυακά σεμινάρια (!!!) 
Διαδικτυακά μαθήματα  ;-)

(γιά βιβλία δεν είδαμε κάτι...)


http://simonkaras.com/

Τεχνικές για τη ρεμπέτικη και λαϊκή κιθάρα



Ένα ενδιαφέρον βιβλίο βρήκαμε στο διαδίκτυο, γιά τη ρεμπέτικη και λαϊκή κιθάρα, του πολυ-μουσικού Κώστα Κουκουλίνη, από τα 1997. Πιστεύουμε ότι θα είναι καλό...
Οι σχετικές πληροφορίες: 

Συγγραφέας : Κουκουλίνης, Κώστας 
Εκδότης : Fagotto
Έτος Έκδοσης : 1997 

 Στις παλιές κομπανίες δεν υπήρχε αρμονική και ρυθμική βάση (μπάσο και κρουστά). Έτσι, το ρόλο τους αναλάμβανε να αναπληρώσει η κιθάρα, δίνοντας το ρυθμό και το μπάσο (μπασοκίθαρο). Στο βιβλίο αυτό αναλύονται οι ιδιαίτερες αυτές τεχνικές της κιθάρας, που χρησιμοποιούνται στην εκτέλεση λαϊκών, δημοτικών και ρεμπέτικων τραγουδιών.

"Εν Μοσχάτω"


Ο Ηρακλής Βαβάτσικας θα βρεθεί ξανά «Εν Μοσχάτω»,
για μια ακόμα Πέμπτη, στις 25 Απριλίου 2013,
μαζί με τον Γιάννη Παπαβασιλείου - Βλάχο,
τη Ράνια Γκικοπούλου και την προσθήκη του Νώε Ζαφειρίδη, σε μια σπάνια μουσική συνεύρεση.


Κρατήσεις 210 4828810

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Στον αστερισμό του Χαρούλη...


  Εντάξει δεν είναι κακός ο Χαρούλης, ένας μέτριος εκτελεστής, ένας καλός μίμος του Ξυλούρη και ένας απίστευτα καλος διαχειριστής της όποιας εντεχνο-παραδοσιακής εικόνας του. Αυτό που μας εκπλήσσει είναι η τρελλή αποδοχή που έχει από το χώρο του εντεχνο-σοβαρού τραγουδιού της χώρας, που άλλοτε "έσκυψε" σε ένα Λοϊζο, ένα Μούτση, ένα Μαμαγκάκη... γιά να μην πάμε στους μεγάλους Μίκη και Μάνο...

Με όλη μας την αγάπη στο συμπατριώτη και όλο το σέβας στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και των καταξιωμένων δημιουργών του...

Πρώιμα ρεμπέτικα


Το ρεμπέτικο σαν ξεχωριστό είδος μουσικής διαμορφώθηκε γύρω στο 1930. Αλλοι τοποθετούν την έναρξη του στα 1925 όταν εμφανίζονται στην Αθήνα τα πρώτα μάγκικα τραγούδια ή τραγούδια με ουσίες στους στίχους τους, κάποιοι άλλοι στο 1932 όταν έγινε η πρώτη ηχογράφηση ρεμπέτικου τραγουδιού με το Μάρκο Βαμβακάρη, άλλοι στο 1922 όταν ήρθαν οι Μικρασιάτς πρόσφυγες, άλλοι στο 1920 όταν η κυρία Κούλα και η Μαρίκα Παπαγκίκα έχουν πλέον ηχογραφήσει πολλά τραγούδια στις ΗΠΑ από αυτά που αργότερα θα υπαχθούν στα ρεμπέτικα ενώ άλλοι στο 1910 όταν παρουσιάζεται σε παραπάνω από ένα δίσκους η λέξη "ρεμπέτικο".

Το Rebet Cafe σε αυτή την πολυφωνία τοποθετείται περισσότερο στο 1930 σαν έναρξη του ρεμπέτικου, σαν αποτέλεσμα μουσικών και κοινωνικών διεργασιών που ανάγονταν στο πρόσφατο ή απώτατο παρελθόν (μάγκες, κουτσαβάκια, φυλακές, χρήση ουσιών, αμανές, μπουζούκι, ταμπουράς, καφέ-αμάν κλπ). Από το 1930 και μετά προσανατολίζεται αφενός η μουσική παραγωγή στο είδος αυτό των μάγκικων, που δεν είναι τραγούδιου του ευρύτερου λαού, αν και έχουν στοιχεία μικρασιάτικου και πολίτικου ήχου, αλλά προσετερίζονται τα μουρμούρικα των φυλακών της Αθήνας, του Ναυπλίου, του Γεντί Κουλέ, του Ιτζεδίν, του Ηρακλείου και της Πάτρας, όπου δανείζονται τη φρασεολογία και την εθιμοτυπία ενώ αφετέρου η εξάπλωση του μπουζουκιού στα στέκια του Πειραιά κυρίως και της Αθήνας αρχίζει να ταυτίζει το μπουζούκι με το μάγκικο τραγούδια και τους χορούς : ζεϊμπέκικο και χασάπικο.
  
Όμως ψήγματα ή και μεγαλύτερα "κομμάτια" του κορμού που απετέλεσε το ρεμπέτικο βρίσκουμε ψάχνοντας πιό πίσω, όπως τα ζεϊμπέκικα που ακούγονται σε ηχογραφήσεις πριν το '30 -μέχρι και το 1900 έχει βρεθεί τέτοια ηχογράφηση-, τα χασάπικα επίσης, στίχους που απαντώνται μέχρι και το 1860 σε βιβλία έφημερίδες και άλλες αναφορές, εικόνες με μοναχικούς παίκτες ταμπουρά ή μπουζουκιού, που σχεδόν κατα κανόνα παίζαν μόνοι όχι σε κομπανία (αυτό είναι κάτι που πρέπει να εμπεδώσουν όλοι οι ενασχολούμενοι περί το ρεμπέτικο) μέχρι και τη δεκαετία του 1820-'30, τους αμανέδες της Μικρασίας και της Πόλης και άλλα πολλά...

Ας δούμε εδώ ποιά τραγούδια πριν το 1930 έκαναν την απαρχή και σηματοδότησαν τις μετέπειτα εξελίξεις της δημιουργίας ενός πραγματικά νέου μουσικού είδους στη χώρα, μιά χώρα που στη δεκαετία του 1910-20 τριπλασιάστηκε εδαφικά ενώ την επόμενη δεκαετία δέχτηκε ως πρόσφυγες τους έλληνες από την αντίπερα όχθη μέχρι τα όρια της Αρμενίας, ένα είδος που εξέφρασε αρχικά τη λούμπεν και χαμηλή οικονομικά τάξη και σταδιακά όλο και παραπάνω τη λαϊκή τάξη που αποτελούσε το 80 % του πληθυσμού, με την "προσθήκη" της κανταδόρικης πλευράς του, με τρεις τουλάχιστον μεγάλους λαϊκούς συνθέτες, με καταγωγή από τρία διαφορετικά σημεία της επικράτειας (Πόλη, Θεσσαλία, Σμύρνη), εννοώντας τους Παπαιωάννου, Τσιτσάνη και Χατζηχρήστο και στη συνέχεια να πάρει την εξέλιξη που ξέρουμε.



Ενα παραδοσιακό χορευτικό τραγούδι από τη Μικρά Ασία, το "Ελενάκι", ηχογραφεί στα 1916 στις ΗΠΑ, η Κυριακή Αντωνοπούλου ή κυρία Κούλα, ενώ μέχρι τότε ελάχιστα τέτοια τραγούδια έχουν ηχογραφηθεί στη Σμύρνη και στην Πόλη, μεταξύ των πολλών ηχογραφήσεων που έγιναν εκεί μεταξύ 1906-1912.

 

Ενα συγκλονιστικό τραγούδι και μία συγκλονιστική ερμηνεία και εκτέλεση!! Περιεχόμενο στίχων μάγκικο, της φυλακής, χασικλίδικο, σε ρυθμό ζεϊμπέκικο. Όλα τα συστατικά γιά να θεωρηθεί ρεμπέτικο, πλήν της ορχήστρας που είναι κάπως σμυρνέϊκη, κάπως έντεχνη. Βιολί ο Ναύτης, τσίμπαλο ο Κώστας "Γκας" Παπαγκίκας, τσέλο ο Σιφνιός και καστανιέτες. Ηχογράφηση στις ΗΠΑ από μία τραγουδίστρια που από το 1910 περίπου εργάστηκε σαν επαγγελματίας τραγουδίστρια και αφομίωσε το μουσικό καμβά της εποχής άσχετα με το πότε ηχογράφησε το καθετί. Τραγούδησε εξίσου βλάχικα, κλέφτικα, αμανέδες, σμυρνέϊκα, μάγκικα, ελαφρά και ότι άλλο!!

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Η ανυπολόγιστη συμβολή του Θόδωρου Χατζηπανταζή στην έρευνα του ρεμπέτικου


  Με το βιβλίο του "Της Ασιάτιδος Μούσης ερασταί..." (εκδόσεις Στιγμή-1986), ο καθηγητής θεατρολογίας του Παν/μίου Κρήτης, αναδιφώντας στην περίοδο 1870-1910 και κυρίως στον τύπο της εποχής αλλά και σε μεταγενέστερες αναφορές, αποκαλύπτει και φέρνει στο φως στην κυριολεξία, συμβάντα και καταστάσεις που καθόρισαν την μετέπειτα εξέλιξη των μουσικών πραγμάτων στην Αθήνα και ευρύτερα, στο πλαίσιο της λαϊκής μουσικής των πόλεων, που από τότε άρχισε να διαφοροποιείται σε σχέση με αυτήν της επαρχίας και της υπαίθρου, που λίγο ως πολύ διατήρησαν ή εξέλιξαν αναλόγως τα τοπικά ιδιώματα.

  Οι αρχικές επισημάνσεις του είναι σοβαρές και θεμελιώδεις γιά κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με το ρεμπέτικο, μία έννοια που με τη φήμη και τη φόρα που έχει πάρει, σε λίγα χρόνια θα τη βρίσκουμε σε κονκάρδες, ευζωνάκια, μπιμπελό και οτιδήποτε άλλο είδος κιγκαλερίας...
Οι πληροφορίες του Χατζηπανταζή είναι λίγο "τηλεγραφικές", σταχυολογήματα μάλλον, μιάς ευρύτερης έρευνας που κάνει πάνω στο αντικείμενο του, το θέατρο, το κωμειδύλλιο, την οπερέτα, την επιθεώρηση και συμπληρωματικά τον καραγκιόζη. Από τις κάπως "χύδην" (με όλο το θράσος) πληροφορίες, ο αναγνώστης και ο ερευνητής πρέπει να συγκρίνει, να κατατάξει, να καταχωρήσει και προφανώς να ερευνήσει περαιτέρω!!
Τα σχόλια του είναι καίρια και δείγμα του πόσο μεθοδικά έχει ψάξει το αντικείμενο και οι παραπομπές του τέτοιες που δεν αφήνουν κενά ή περιθώρια να "αγκομαχήσει" έστω και μιά στιγμή ο αναγνώστης. 

Όμως και σε όλη την έκταση του πονήματος, των 133 μόνο σελίδων (χωρίς τα παραρτήματα), ακόμα και στα σχόλια, δεν παύει να σχολιάζει να τοποθετείται απέναντι σε στρεβλώσεις και λάθος θεωρήσεις του "σημερα" και να τακτοποιεί ανακρίβειες κάνοντας τεκμηριωμένες και εύστοχες επισημάνσεις!!
Κυριότερη η διόρθωση αρκετών λάθος αναφορών της Δέσποινας Μαζαράκη, στο βιβλίο της "Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα" (Αθήνα 1959), στο οποίο [...]χρησιμοποίησε ως αποκλειστική πηγή πληροφοριών της την προφορική παράδοση της συντεχνίας των λαϊκών μουσικών του κλαρίνου, την "ιστορία των λαικών εκτελεστών, καθώς σώζεται στη μνήμη των συναδέλφων και των απογόνων τους"[...] 

Νέο Φάληρο - Η παραλία του Νέου Φαλήρου γύρω στα 1875. Διακρίνεται το ξενοδοχείο του σταθμού και λίγο πιο πίσω το υπαίθριο θέατρο, έργο του αρχιτέκτονα Ι. Δεδέ. Χτίστηκε το 1881 και κατεδαφίσθηκε το 1904. Το ξενοδοχείο "Ακταίον" δεν έχει κτιστεί ακόμα...

 Στο βιβλίο του Χατζηπανταζή γίνονται αρκετές αναφορές γιά τον ταμπουρά και το μπουζούκι. Επίσης γιά άλλα όργανα όπως : βιολί, σαντούρι, λαγούτο (και όχι λαούτο), κλαρίνο, κανονάκι, ζουρνάς, σουραύλι, νταούλι, ντέφι, τουμπελέκι, ζίλια, κιθάρα, κοντραμπάσο, κόπιτσες και το γερμανικό όργανο Zyther.
Αναφέρονται τα ονόματα μουσικών, τραγουδιστών και χορευτριών που εντοπίζονται σε γραπτές αναφορές της περιόδου αυτής. Πολλοί είναι από την αντίπερα πλευρά του Αιγαίου, από την Πόλη και τη Σμύρνη, αλλά και αρμένηδες, άραβες, εβραίοι, ρουμάνοι και ευρωπαίοι :

Μπουζούκι : Πανάγος Μελισιώτης (φουστανελοφόρος κουρέας της πλατείας Ομονοίας) (σελ.98)
Βιολί : Δημήτριος Ρόμπος ή Ρόμβος, Πανανός Βογιατζής, Κοκόλης Σιλάλης, Ζορμπάδες, Γιοβανίκας ή Γιοβανάκης ή Γιοβανέλης, Εμμανουήλ Ζαράκης, Μιχ.Παπαναστασίου, Κώστας Παπούτσας, Π.Ζορμπανάκης, Ηλία Μοντρογκάντι (ρουμάνος), Μαρίνος, Μιχαλάκης, Βελή-Εφέντης, κυρ-Αντωνάκης, Παναγιώτης, Τζώρτζης
Σαντούρι : Κυριάκος Τσορβάς, Ειρήνη, Γεωργής Ρόμπος, Λάμπης, Γ.Χιώτης
Κλαρίνο : Παντελής Γκούμας, Γιάννης Κυριακάτης
Λαγούτο : Δημήτριος Βογιατζής, Αριστοτέλης Μουραμπάς
Κανόνι : Αρτεμησία
Τραγουδιστές : Βασίλειος Κονταξής, Αναστάσης Βελέντζας, Κοκκινάκη (σμυρναίος), Οβανέζης (σμυρναίος), Δαβίδ (εβραίος), Βούρκος (σουλιώτης)
Αμανετζήδες καραγκιοζοπαίχτες : Παναγιώτης Γριμίνας, Χρήστος Κόντος (Πολίτες), Καράμπαλης (Μόλλα)
Τραγουδίστριες : Φωτεινή Κονδυλάκη ή χανεντέ Φώτω, (πολίτισσα), Κιόρ Κατίνα ή Κατίγκω (σμυρνιά), Ελένη (απο το Κιρκά Αγάτς), Καλλιόπη, Ευθαλία Δημητρίου (απο τη Σμύρνη), Ελένη (σμυρναία), Μέλπω, Κούλα (ηπειρώτισσα), Σουλτάνα (μικρασιάτισα), Ειρήνη

Ιστορικό

Η ιστορία ξεκινάει τη δεκαετία του 1870-80. Στα 1871 κάνει την εμφάνιση του, σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, το πρώτο καφέ-σαντάν της Αθήνας, στις όχθες του Ιλισού -τότε που διέσχιζε την Αττική χωρίς να σκεπαστεί- με όνομα "Άντρο των Νυμφών" εννοώντας ασφαλώς τις γερμανίδες τραγουδίστριες (Νύμφες)..(αποφύγετε παραλληλισμούς με τη Μέρκελ...) που προσέφεραν διασκέδαση στους αθηναίους θαμώνες (σελ.26). Η πρώτη αγγελία λειτουργίας καφέ-σαντούρ είναι δύο μόλις χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1873, [...]διατυπωμένη σαν να πρόκειται γιά παραλλαγή του ωδικού καφενείου ευρωπαϊκού τύπου[...]. Ονομάστηκε έτσι γιά προφανείς λόγους και το πρώτο από αυτά βρίσκονταν παρά την Αγ.Τριάδα, στην Ιερά Οδό. Μέχρι το 1876 η μουσική προσφορά του χαρακτηρίζεται στις εφημερίδες "πρωτοφανής" και "νέον είδος τέρψεως". Είναι απίθανο να απέχει χρονικά -συμπληρώνει ο Θ.Χ.- η εισαγωγή του θεσμού από τη χρονολογία της πρώτης γνωστής καταχώρησης στον Αθναϊκό τύπο! Η ονομασία καφέ-αμάν θα δοθεί αρκετά αργότερα, το 1886.

Χώροι διασκέδασης στη νέα πρωτεύουσα

Το θέμα μας καίει πραγματικά και στο βιβλίο αυτό δυστυχώς δεν γίνονται οι αναφορές που θα μας έλυναν τις απορίες. Πράγματι μετά το 1834 όταν η Αθήνα των 14.000 κατοίκων  αποφασίστηκε να γίνει νέα πρωτεύουσα, του πρωτοσύστατου ελληνικού κράτους, του πρώτου από τα συσταθέντα κράτη μετά τη Ρωμαϊκή-Νέα Ρωμαϊκή (Βυζάντιο) και Οθωμανική Αυτοκρατορία- οι γκάγκαροι και όλοι αυτοί που εποίκησαν την πόλη, δεν είναι τόσο καθαρό σήμερα το πώς διασκέδαζαν και πως σταδιακά διαμόρφωσαν τις κοινωνικές τους εκδηλώσεις τις επόμενες δεκαετίες. Ξέρουμε ότι πολλοί οπλαρχηγοί κατέφθασαν και άλλοι πήραν μία καλή σύνταξη και έφτιαξαν σπίτια, άλλοι συμμετείχαν ενεργά στον πολιτικό βίο μέχρι τα γεράματα τους έχοντας και αυτοί συμμετοχή στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα ενώ άλλοι εξαθλιωμένοι πολεμιστές προσπάθησαν να επιβιώσουν στον όλο και πιό ευρωπαϊζουσα Αθήνα.
Το καφενείο έχουμε την πληροφόρηση ότι είναι "εφεύρεση"- του 19ου αιώνα εκεί γύρω στο 1850. Ενας άλλος χώρος συναθροίσεων υπήρξε ο ταμπακ-χανές, που μάλλον προέρχεται από τη Μικρασία και την Πόλη. Στον ταμπακ-χανέ από τις πληροφορίες που έχουμε σερβιρίζονταν αργιλές και λίγοι μεζέδες, μάλλον δεν υπήρχε ο καφές σαν συμπληρωματικό του (ν)αργιλέ. Επίσης καθιερωμένος χώρος συνάθροισης ήταν το καπηλειό. Ο όρος μάλλον προέρχεται από τη λέξη κρασοπουλειό ή "κασαπηλειό" (ο όρος διασώθηκε στην Κρήτη και σημαίνει χασάπικο) και όχι από την αρχαία ελληνική λέξη "καπηλεύω" όπως από κάποιους θεωρείται. Καπηλειό είναι η ταβέρνα και η συγκεκριμένη εθιμοτυπία καθιερώνεται μάλλον πριν ακόμα την οθωμανική κυριαρχία. Η λέξη ταβέρνα δεν γνωρίζουμε πότε μπαίνει στην ελληνική γλώσσα, υπάρχει και σήμερα σε εκτεταμένη χρήση και όλοι μας προλάβαμε τις παλιές αυθεντικές ταβέρνες και γνωρίζουμε πως είναι. Ετυμολογικά πρέπει να προέρχεται από τη λατινική λέξη cavern=cave=σπηλιά, όπου το "κ" παραφθάρηκε σε "τ". Είναι άλλωστε γνωστό το Cavern Club στο Λίβερπουλ στα 1962. Δεν πρέπει να μας προξενεί εντύπωση πως δανειζόμαστε τόσο εύκολα μία "ευρωπαϊκή" λέξη γιά να εκφράσει μία λειτουργία καθημερινή και μία χρήση επαγγελματική, όταν είδαμε στη δεκαετία 1980 ο έλληνας να οικοποιείται τη λέξη "πάμπ" που οι βρεττανοί χρησιμοποιούσαν αιώνες πριν, γιά να δώσει όνομα σε συγκεκριμένους χώρους συνάθροισης, που καμμία σχεδόν σχέση δεν είχαν με τις πάμπ του Λονδίνου ή κάποια παραδοσιακή πάμπ της Οξφόρδης που είχα την τύχη να βρεθώ το 1984. Οι πάμπ περισσότερο μοιάζουν με τα παλιά ελληνικά ουζερί. Χαρακτηριστικό τους η χλιαρή μπύρα, οι απίστευτες άγνωστες φίρμες μπύρας, κάποιοι μεζέδες που ένας έλληνας δύσκολα μπορεί να φάει ευχάριστα, ο χαβαλές και οι φωνές των θαμώνων και οι ατελείωτες ώρες που περνάνε οι βρεττανοί εκει!!
Το παλιό ελληνικό ουζερί -πρόλαβα του κυρ Κώτσου στην Ξάνθη- είχε ένα πάγκο αρκετά ψηλό, περίπου μέχρι εκεί που φτάνουν οι αγκώνες και είχε πολλά ράφια στους τοίχους με τα μπουκάλια και τους μεζέδες που σέρβιρε. Τα καραφάκια με το ούζο στον πάγκο, ενώ στη μέσα μεριά η βρύση, τα ποτήρια και ο χώρος παρασκευής του μεζέ. Οι πελάτες κατά κανόνα όρθιοι και ζήτημα να υπήρχαν δύο τραπεζάκια με δύο καρέκλες το καθένα.


(συνεχίζεται)



Παλιότερη δημοσίευση rebet cafe

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Μουσική παράδοση της Σύρας - 2

(συνέχεια)

Απ. : Αυτό το γνωρίζεις σίγουρα...



Ερ. Ναι ! Τον είχα δει πιτσιρικάς εδώ... σε φεστιβάλ ΚΝΕ.
Μπορώ να υποθέσω ότι οι συριανοί με το να είσαστε πιο κοσμικοί κλπ την εποχή της μπελ-επόκ, απαρνηθήκατε τα παλιά παραδοσιακά. Γι'αυτό και "ξεχάστηκε" το συρτό αυτό...ή το 'βγαλε κάποιος συριανός και δεν έγινε ευρύτερα γνωστό στο νησί.

Απ. : Ναι. Αλλά οι "Συριανοί" που ήρθαν από Χίο, κλπ. Όχι οι γηγενείς!!! Όχι οι "Φράγκοι" κατά τ' άλλα... Οι "φραγκοσυριανοί" συρτά και ζεϊμπέκικα χόρευαν. Ακόμα και τώρα! Οι Ερμουπολίτες ακούνε μόνο όπερα!

Ερ.: Βρήκα ένα κείμενο από το Δήμο ή κάποιο φορέα :
[...]  Αλλά και η Μουσική ήταν από τις αγαπημένες ασχολίες των Συριανών, αφού καλλιεργείται έντονα η μουσική παιδεία μέσα από φιλαρμονικές εταιρίες και συλλόγους και αξιόλογους δασκάλους. Στα 1894 δημιουργείται μάλιστα η περίφημη μπάντα της πόλης που έδινε υπαίθριες εμφανίσεις στο κοινό της Ερμούπολης από το μόνιμο στέκι της, στο μαρμάρινο αίθριο της κεντρικής πλατείας, εκεί που δεσπόζει ακόμα και σήμερα αν και σιωπηλό.
Επίσης υπήρξε ανάπτυξη του Θέατρου Σκιών με αξιόλογους καραγκιοζοπαίχτες, η ξυλογλυπτική, οι εικαστικές τέχνες αλλά και η τέχνη της λαϊκής επιγραφής.

Σε αντίθεση, στην Άνω Σύρο και την συριανή ύπαιθρο, κυριαρχούσαν οι μουσικοί ήχοι της παράδοσης που επέζησε μέσα στους αιώνες με την συνοδεία των παραδοσιακών μουσικών οργάνων όπως η τσαμπούνα και το τουμπί. Ήχοι που ακόμα και σήμερα ακούγονται να παίζουν ξέφρενα στους ρυθμούς του συρτού και του μπάλου στα διάφορα πανηγύρια, στα χοιροσφάγια ή στο Καρναβάλι της Χώρας. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εδώ γεννήθηκε και ανδρώθηκε ένα μεγάλο μέρος της ρεμπέτικης μουσικής με την μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα. Μην ξεχνάμε ότι πριν τα 1922 το ρεμπέτικο ως λαϊκό μουσικό είδος αποτελούσε την έκφραση ενός περιθωριακού και αντιδραστικού τρόπου έκφρασης των φτωχών λαϊκών στρωμάτων του περασμένου αιώνα, στην προσπάθεια τους να εκφράσουν και να αντιμετωπίσουν τις σκληρές συνθήκες ζωής τους.
Ο λαϊκός βάρδος της Σύρου Μάρκος Βαμβακάρης, ο συνθέτης της περίφημης «Φραγκοσυριανής» είναι αυτός που με την δουλειά του μέσα από τις επιδράσεις της συριανής λαϊκής παράδοσης και των βυζαντινών και ανατολίτικων ακουσμάτων, ανέδειξε το ρεμπέτικο σε μουσικό είδος με πανελλήνια απήχηση. [...]


Απ.: Ακριβώς! Άλλο οι Ερμουπολίτες και άλλο οι Συριανοί!Οι πρώτοι πρόσφυγες ήρθαν το 1822 μετά την καταστροφή της Χίου. Το τελευταίο κύμα ήρθε το 1922!!!

Ερ.: Οπότε μιλάμε γιά πολλούς χιώτες που διαμόρφωσαν μια κατάσταση...

Απ.: Βέβαια! Αλλά μόνο στην Ερμούπολη!
Χιώτες, Κασιώτες, Ψαριανούς και ... Κρητικούς!!

Ερ.: Ίσως οι χιώτες φέραν ζειμπέκικα πχ;

Απ.: Όχι! Οι Χιώτες, επειδή ήταν έμποροι, άρα ανήκαν στην αστική τάξη, ήθελαν να έχουν Δυτικά ακούσματα και γενικότερη κουλτούρα!

Ερ.: Οπότε να βγάλουμε συμπέρασμα ότι τα ζεϊμπέκικα ήρθαν απο μικρασία και τα χασάπικα απο Πόλη; Συν τα "οργανάκια"... που λέει ο Μάρκος, οι μικρές ρομβίες.

Απ. : Σωστό συμπέρασμα κατά την άποψή μου...
Ναι. Αυτές ήρθαν από την Πόλη και όχι από τη Γαλλία!

Ερ. : Τα οργανάκια ε; Κάποτε είχα βρει ένα σάιτ ενός ολλανδού που είχε κάνει διατριβή ολόκληρη... Ήτανε εφεύρεση εκεί γύρω στα 1900, ίσως και νωρίτερα...
Είχανε μικρούς κυλίνδρους, δεν ήταν όμως φωνόγραφοι, είχαν μελωδία γραμμένη πάνω.

Απ.: Ο Albert Ketenjian ο μάστοράς που μου φτιάχνει τα ακκορντεόν (κουρδίσματα, κλπ), μου είπε ότι οι ρομβίες είχαν μεγαλύτερο κύλινδρο από τις λατέρνες και άρα χωρούσαν περισσότερα τραγούδια...
Επίσης, επισκεύασε και μια ΠΙΑΝΟΛΑ, ένα πιάνο όρθιο, του 1880, το οποίο παίζει "μόνο του" διαβάζοντας χάρτινους κυλίνδρους!
 Αυτό ήταν και το πρώτο σύστημα ηχογράφησης, ας πούμε, του πιανίστα που το έπαιζε!

Ερ.: Ναι, σαν αυτά του φαρ-ουεστ!!

Απ.:  Όχι. Εκείνα έχουν μεταλλικό κύλινδρο σαν της λατέρνας!  Αυτό έχει έναν κύλινδρο όπου γύρω του ξετυλίγεται ο κύλινδρος -ρολό- ο οποίος έχει το χαρτί με τις τρύπες!
Το επισκεύαζε 4 χρόνια, κατόπιν δωρεάς μιας εγγονής Συριανού αστού (Ηπιώτης) στο Δήμο Ερμούπολης! Οι κύλινδροι που βρίσκονται ξεχωριστά σε άλλο ντουλάπι, δίπλα από το πιάνο, φέρουν και το όνομα του οργανοπαίχτη που εκτέλεσε το συγκεκριμένο κλασικό πάντα έργο!
Ξεφύγαμε από το θέμα όμως...

Ερ.: Είναι ενδιαφέρον! Μπορούσε κανείς να "γράψει" δλδ λάιβ; Σε χαρτί ειδικό;

Απ.: Παίζοντας το λευκό χαρτί γέμιζε από σημάδια, τα οποία ύστερα ο τεχνικός τα τρυπούσε κατάλληλα...

Ερ.: Πιανόλα είπες είναι με χαρτί;

Απ.: Ναι. Πιανόλα.Ιταλικό όργανο! Όταν έρθεις στη Σύρα θα το δεις στο Θέατρο "Απόλλων", στην είσοδο.

Ερ. : Ωραία. Σχετικά τώρα με τους παλιούς σκοπούς. Λέμε το Aρκεσίνι; ή η Aρκεσίνη;

 Απ.: Η Αρκεσίνη είναι ένα χωριό της Αμοργού (αρχαίας προέλευσης) καμιά δεκαριά ή λίγο παραπάνω χιλιόμετρα από τη Χώρα της Αμοργού.

Ερ.: Οπότε αυτός ο σκοπός να υποθέσω, θεωρείται αμοριανός!!

Απ.: Ναι. 

Αυτά από μιά πρώτη κουβέντα με το συριανό μουσικό Δημήτρη Μαραγκό, που και αυτός ερευνά ακόμα την παράδοση της Σύρας. Είναι ακόμα γεροντήδες στα χωριά που ξέρουν πολλά από τα παλιά έθιμα του νησιού και με προσκάλεσε να τα ψάξουμε μαζί ει δυνατόν. Μακάρι να γίνει και όσο το δυνατόν συντομότερα... Γιά τον Μάρκο έχω ξεκινήσει- όσο είναι δυνατόν- μία έρευνα και ελπίζω να μπορέσω να τη συνεχίσω.
Πολλά ευχαριστώ στο Δημήτρη!!

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Ο Παναγιώτης Στεργίου στο Γιώργο Τσάμπρα


  Σήμερα στην εκπομπή του ο Γιώργος Τσάμπρας, στο ραδιόφωνο της ΕΡΑ, στο δεύτερο, είχε φιλοξενούμενο τον Παναγιώτη Στεργίου, τον κορυφαίο σολίστα του 4χορδου μπουζουκιού. Δεν άκουσα την εκπομπή από την αρχή αλλά πήρα μιά καλή εικόνα, μιάς και δεν ήξερα πολλά γιά τον Στεργίου.

  
  Γεννήθηκε το 1962 και μεγάλωσε στη Γερμανία. Ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία 14 χρονών και στα 14μισυ το 1977 έπαιξε γιά πρώτη φορά επαγγελματικά, σε μιά εμφάνιση με τη Μαρίζα Κώχ. Στη συνέχεια δούλεψε στο "Σούρουπο", το κέντρο που μετά έγινε "Όμορφη νύχτα". 

Επηρεάστηκε να μάθει μπουζούκι όταν μικρός είδε το Γιώργο Ζαμπέτα !! Μπουζούκι και θεωρία έμαθε κοντά στον Θέμη Παπαβασιλείου και τον Αλέξανδρο Αινιάν.

  Ο Χρήστος Νικολόπουλος το 1985 τον κάλεσε και έπαιξαν μαζί με άλλους σε κάποια συναυλία (δεν  συγκράτησα σε ποιά) και μετά από λίγο του πρότεινε να παίξει στο δίσκο του Πασχάλη Τερζή. Ήταν ο τρίτος δίσκος του Τερζή, οι άλλοι δύο γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη, αυτός ήταν ο πρώτος που γράφτηκε στην Αθήνα. Μάλιστα θυμάται ότι, ο Τερζής πήρε το αυτοκίνητο μετά που τέλειωσε το πρόγραμα στο μαγαζί στη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε Αθήνα γιά την ηχογράφηση του δίσκου.
  Στη συνέχεια ο Βασίλης Ηλιάδης τον κάλεσε το 1987 να παίξει δεύτερο μπουζούκι στο δίσκο του Στέλιου Καζαντζίδη "Ο δρόμος της επιστροφής" κάτι που θυμάται με συγκίνηση, δείχνοντας μεγάλο θαυμασμό στο Στέλιο!!
Ενα τραγούδι του είπε η Πόλυ Πάνου γιά την οποία επίσης εκφράστηκε με θαυμασμό. όταν τη γνώρισε στο στούντιο.
  Το τραγούδι που τον "απογείωσε παικτικά", όπως είπε, ήταν το "Κέρνα" μία ρούμπα του Χρήστου Βλαχάκη που αρχικά γράφτηκε γιά τον Καζαντζίδη σε ρυθμό τσάμικο και τελικά τραγούδησε η Γιαγκούση. Επαιξε δοκιμαστικα το σόλο και την ίδια στιγμή ο ηχολήπτης τον έγραφε. Τελικά το σόλο άρεσε και έμεινε!!
Μπουζούκι παίζει επίσης σε τραγούδια του Κυριάκου Παπαδόπουλου που τραγούδησε ο Νίκος Κουρκούλης, μεταξύ των οποίων το "Τόσα δειλινά".
Πράγματι τα δύο αυτά τραγούδια είναι ίσως και τα μόνα που το μπουζούκι έχει τον πρώτο ρόλο, απο τη βιομηχανία των σουξε της ελληνικής δισκογραφίας της  δεκαετίας του 1990.

Ο Γ.Τσάμπρας έδωσε την υπόσχεση ότι θα τον ξανακαλέσει στο στούντιο, οπότε αναμένουμε...

Φέτος ο Παναγιώτης Στεργίου συμμετέχει σε βραδυές με παλιό λαϊκό τραγούδι που οργανώνει ο Κώστας Μπαλαχούτης.

Η παραδοσιακή μουσική της Σύρου - Συζήτηση με το Δημήτρη Μαραγκό



  Δεν ξέρω πως, κάποιους μήνες πριν και χωρίς να ξέρω τι ετοιμάζει ο συριανός ποιητής Μάνος Ελευθερίου -δημιουργός της "Θητείας" ένα από τα αγαπημένα μου έργα της έντεχνης μας μουσικής- είχα την περιέργεια και άρχισα να ψάχνω τη μουσική παράδοση της Σύρας. Ακόμα και σήμερα η Σύρα είναι φημισμένη γιά τα ναυπηγεία της και έχει ακόμα κάτι από την αίγλη του παρελθόντος.
Τα ψήγματα ιστορίας που μαθαίνουμε στην υποχρεωτική και μέση εκπαίδευση, δεν μας αφήνουν πολλά στη μνήμη και πρέπει κάποιος να πάρει γνώσεις διαβάζοντας ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Και ωραία, να διαβάσεις... αλλά τι;; Στο χαμό των πολλών πράγματι εκδόσεων, τι να πρωτοδιαβάσεις και τι να πρωτοδιαλέξεις;; Από σκόρπια κείμενα και όλα αυτά που κατα καιρούς έχουν γράψει οι ερευνητές του ρεμπέτικου και της παραδοσιακής μας μουσικής, βλέπουμε ότι η Σύρος ήταν μία ευημερούσα πόλη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ενας συριανός ακόμα περισσότερο θα παίνευε τον τόπο του αλλά αν το δούμε αντικειμενικά από πληροφορίες που θα αντλήσουμε, σίγουρα μπορούμε να το βεβαιώσουμε αυτό!
  Αν θυμάμαι καλά σε ένα από τα πολύ ωραία και ψαγμένα ντοκυμανταίρ της σειράς "Στη μηχανή το χρόνου" άκουσα πρόσφατα και το κράτησα, ότι η Σύρος ήταν η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη του ελληνικούς κράτους στα χρόνια της δημιουργίας του Ελληνικού κράτους, μετά το 1830!!
 [...] Το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους (γνωστό και ως Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830) υπογράφτηκε από τις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία στις 3 Φεβρουαρίου του 1830. Ήταν η πρώτη επίσημη, διεθνής διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, το οποίο θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. [...] 
   Είναι μιά πληροφορία που αν τη μεγεθύνει κανείς βγάζει πολύτιμα συμπεράσματα! Το ελληνικό κράτος που έφτανε  ως τον Αχελώο και τον Σπερχειό, είχε σαν μεγαλύτερες πόλεις την Αθήνα και τη Σύρο. Αν το φέρουμε στο σήμερα, η Σύρος ήταν μέχρι το 1912, ότι είναι σήμερα η Θεσσαλονίκη, ένα αστικό κέντρο με πολλούς πρόσφυγες από τη Χίο και άλλα μέρη της νησιωτικής κυρίως επικράτειας.

   Στις 6 Γενάρη φέτος, ρώτησα το συριανό μουσικό Δημήτρη Μαραγκό γιά το θέμα. Ο Δημήτρης παίζει ακκορντεόν, γεννήθηκε στην Αθήνα απο συριανούς γονείς και τα τελευταία 6μισυ χρόνια ζει στη Σύρο. 

Ερ. : Πες μου Δημήτρη γιά την παραδοσιακή μουσική της Σύρου, έχει σχέση με τις υπόλοιπες Κυκλάδες;;

Απ. : Παλαιότερα υπήρχαν τσαμπούνες (ζαμπούνες τις λέμε εδώ) και τουμπάκια! Επίσης υπήρχαν λύρες (τύπου Κασιώτικης λύρας). Ο πατέρας του Μάρκου, Δομένικος ήταν  τσαμπουνιέρης. Υπάρχουν επίσης και Συριανά τραγούδια! Επίσης, υπήρχαν και κλαρίνα εδώ! Δυστυχώς δεν υπάρχουν παλιές καταγραφές. Ούτε καν νέες...
Ο παππούς ο Μήτσος έπαιζε κλαρίνο.
Υπάρχουν σήμερα γέροι αλλά και νέοι που παίζουν και τραγουδούν αυτά τα τραγούδια! Συρτά, μπάλλοι και καλαματιανά. Για παράδειγμα, το Θερμιώτικο (συρτό) είναι κατουσίαν Συριανό. Έτσι μάλιστα αναγράφεται σε μια εκτέλεση της Αμερικής, με κλαρίνο: "Συριανό Συρτό". 
Οι μελωδίες είναι περίπου καμιά 15αριά... Οι στίχοι όμως είναι εκατοντάδες!!  Ο Μάρκος ουσιαστικά τα ενσωμάτωσε στα τραγούδια του- και τα βαλσάκια και τα ελαφρά (ευτυχώς!!). 
Οι τσαμπουνιέρηδες το χειμώνα βγάζουν τις ζαμπούνες από το σάκο με το λίπος όπου τις "κρύβουν" το καλοκαίρι... Εν τω μεταξύ η παράδοση υπάρχει ζωντανή ακόμα -και όχι μουσειακή- στα γλέντια...

Ερ.: Τα συριανά ζεϊμπέκικα υπάρχουν;

Απ. : Συριανά ζεϊμπέκικα και χασάπικα. Υπήρχαν... Τώρα οι μουσικοί δεν τα γνωρίζουν...
Επίσης, υπάρχει και το ντουζένι το Συριανό! Ρε - Σιb - Σολ (ρε η μπασα χορδή στο 3χορδο)
Μπορεί να παίξει χουζάμ και σεγκιά (με ακκόρντο Σιb).

Ερ. :  Τονική σι μπεμολ;

Απ. : Ναι, αλλά η αρχή της κλίμακας του μακαμιού είναι το ρε. Μάλλον παλιό είναι, αλλά εδώ τώρα δεν το ξέρει κανείς!!!
 Ο παππούς μου στο κλαρίνο έπαιζε εκτός από συρτά, και ζεϊμπέκικα και απτάλικα... Τώρα τι τραγούδια ήταν αυτά δεν γνωρίζω!

Ερ. : Εχω ένα οργανικό ζεϊμπέκικο, που παίζει ο Βασίλης Ταρραίος, το "Τζιώτικο"...

Απ. : Ναι το ξέρω. Δεν είναι Τζιώτικο. Έτσι το λένε. Συριανό είναι αυτό, σύμφωνα με παλιούς τσαμπουνιέρηδες...

Ερ. : Εσυ τοχεις απο αλλη πηγη;

Απ. :Ναι. Αλλά από κάποιους Θερμιώτες* που παίζουν σ' ένα δίσκο. Τον έχω στην Αθήνα όμως... Δεν θυμάμαι το όνομα του βιολιτζή...
Το "Θερμιώτικο συρτό" αναγράφεται στον παλιό δίσκο 78 στρ. ως "Συριανό Συρτο". Επίσης, το λεγόμενο "Συριανό" που παίζουν στην Αμοργό ΔΕΝ είναι Συριανό. Δεν το γνωρίζουν εδώ!!! Δυστυχώς ΚΑΝΕΝΑΣ δεν έχει κάνει επισταμένη έρευνα μουσικολογική.

*Από την Κύθνο (Θερμιά)

Ερ. : Πάντως η Σύρα ήτανε ανεπτυγμένη απο το 1850 και μετά και εδώ ειναι το ζήτημα, απο που πήρε τα ζεϊμπέκικα; Απο τη Σμύρνη; Τα είχε; Είχανε ίσως διαδοθεί πιό παλιά... στα 12νησα όμως που ήτανε δίπλα ήτανε ελάχιστα...

Απ. : Όχι από τη Σμύρνη! Από την Πόλη κυρίως!! Υπήρχε θαλάσσια επικοινωνία και από πιο πριν.

Ερ. : Απο που βγαινει αυτο;

 Απ. : Βέβαια! Από ιστορικά βιβλία. Υπάρχουν αρκετά εδώ, από εντόπιους συγγραφείς.
 Επαφή και με τη Σμύρνη αλλά και με την Πόλη
  ....

 αυτό εδώ επιβεβαιώνει αυτό που έλεγα παραπάνω:

 

Επίσης, στην Αμοργό:

 

Στο βίντεο που γράφει "Αρκεσίνη", ακούγεται πρώτα το γνωστό "Συλιβριανό" συρτό και αμέσως κατόπιν, το "Συριανό", όπως το παίζουν και το αποκαλούν οι Αμοργιανοί!! Όχι οι Συριανοί!

Ερ. : Ποιό στίχο έχει συνήθως; 

Απ :  Το Θερμιώτικο έχει στίχο : "Πάντοτε και παντοτινά θα σου παραπονιούμαι.....Γιατί δε ρώτησες ποτέ που βρίσκομαι και πού 'μαι..."."
Στο "Αρκεσίνη" είναι το λεγόμενο "Συριανό", αλλά για τους Αμοργιανούς!!!
Στη Σύρα δεν το έχουμε ως δικό μας...

Ερ. : Έχει στίχο αυτό;

Απ. :  Όχι. Παίζεται οργανικό μόνο στην Αμοργό!

Ερ. : Εσείς ποιόν λέτε Συριανό;

Απ. :  "Εμείς" εδώ στη Σύρα, δε λέμε κανέναν "Συριανό"!

συνεχίζεται...

Η Σύρος του Βαμβακάρη με τα μάτια του Μάνου Ελευθερίου

«''Μαύρα μάτια - μαύρα φρύδια - κατσαρά μαύρα μαλλιά, 14 άλφα'' το γράφει. ''Ο Σικελιανός τα έκανε κάτι τέτοια, κι απ' τη χαρά τα μάτια της - είναι διπλά ανοιχτά'' ή τ' άλλο, ''τη θάλασσα πάσα, 5 άλφα...''».


Η Σύρος του Βαμβακάρη με τα μάτια του Μάνου Ελευθερίου
Στο σπίτι του με τα δοκίμια του καινούργιου βιβλίου του που θα βγει τον Μάρτιο απ' το «Μεταίχμιο». Με το φασκόμηλο «που έπινε κι ο Μάρκος» να ευωδιάζει στον χώρο και να μετράμε τα άλφα! Ο Μάνος Ελευθερίου δεν κάνει τίποτε με τις ευκολίες του, ψάχνει τα πάντα, θεατρικά και μουσικά προγράμματα, εκλογικούς καταλόγους, εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Τριγύρω μας η περίφημη εκείνη συλλογή του με τα μελανοδοχεία, βιβλία σπάνια, η αγάπη του για το γενέθλιο νησί του, τη Σύρα, το τραγούδι και φυσικά ακριβώς εκεί στο κέντρο, ο Μάρκος Βαμβακάρης. «Τον θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους πρίγκιπες της ελληνικής μουσικής, δεν είμαι μουσικολόγος ούτε ειδικός της μουσικής» επισημαίνει σεμνά «αλλά με ευφραίνει η μουσική του. Και όπως λέει κι ο Κοροβίνης στην αρχή του βιβλίου, με καίει, κυριολεκτικά».
Ο τίτλος στο καινούργιο βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου είναι «Μαύρα μάτια: Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905 - 1920» κι ο στόχος διπλός. Τα πρώτα χρόνια του Μάρκου στη Σύρα και οι αντιφάσεις που υπήρχαν, οι ιστορικές συγκυρίες εκείνης της εποχής στο νησί. «Στη Σύρα συνέβαιναν οι ίδιες καταστροφές, οι ίδιες ελλείψεις που μπορούσε κανείς να συναντήσει τότε σε όλα τα μεγάλα λιμάνια, τις ''έφαγα'' όλες τις εφημερίδες της εποχής. Ο Θωμάς Δρίκος ευτυχώς μου βρήκε το παράρτημα των εφημερίδων που πουλούσε ο Μάρκος το 1913 - 14, νεαρός, τα γράφει αυτά.
Δηλαδή με βάση τα όσα λέει ο Μάρκος στην ''Αυτοβιογραφία'' του, αναζητώ τα όσα έγιναν στη ζωή του και στο νησί εκείνη ακριβώς την εποχή. Με κάποιες υπερβάσεις χρόνου. Για Συναντήσεις που, ενώ θα έπρεπε, δεν έγιναν, αυτά τα μυστηριώδη του Μάρκου. Πρέπει να πέρασε τρομακτικές μέρες σε απόλυτη ένδεια.
Η Σύρος του Βαμβακάρη με τα μάτια του Μάνου Ελευθερίου
Αλλά το κακό είναι αλλού, αυτή την απόλυτη ένδεια που πέρασε στα παιδικά του χρόνια, τη βίωσε και σε μεγάλη ηλικία, που του ήταν αδύνατον και με το άσθμα να βγει στους δρόμους. Και δεν ήθελε και πολλά λεφτά, ήθελε μόνο το ψωμί του και το ψωμί της οικογένειάς του. Αλλά παρότι μεσουρανούσε στον Μεσοπόλεμο, μετά τον πόλεμο άλλαξαν όλα και με την άνοδο του ελαφρού τραγουδιού άρχισε και πάλι για τον Μάρκο μια τραγική εποχή». Βέβαια αν είχε μείνει στη Σύρα «θα είχε πάει χαμένος», ο Μάνος Ελευθερίου δεν το αμφισβητεί. Εξάλλου και το νησί τον αγάπησε κάπως αργά.
Υπήρξε «το μαύρο πρόβατο», ειδικά για τους θρησκόληπτους μετά την αυτοβιογραφία, μόνος του τα 'λεγε, «χασισοπότης και νταβατζής». Η Κόλαση προσωποποιημένη! Ούτε ν' ακούσουν δεν ήθελαν τη μουσική του. Αλλά πια τον αγάπησαν και τον θαύμασαν οι δύο τελευταίες γενιές.
H φωτογραφία που θα κοσμήσει το εξώφυλλο του βιβλίου «Μαύρα μάτια - Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905 - 1920» του Μάνου Ελευθερίου.
H φωτογραφία που θα κοσμήσει το εξώφυλλο του βιβλίου «Μαύρα μάτια - Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905 - 1920» του Μάνου Ελευθερίου.
Ακμή και παρακμή
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, χοροεσπερίδες που θυμίζουν τον υπέροχο «Καιρό των χρυσανθέμων», επαγγέλματα και ταξικές αντιθέσεις, οι καθολικοί της Ανω Σύρας και οι ορθόδοξοι της Ερμούπολης, η παιδική εργασία «τα κορίτσια τα παρέδιδαν για υπηρετικό προσωπικό οι ίδιοι οι γονείς σε ηλικία έξι χρονών», οι απεργίες των κλωστουφαντουργών και οι κατασχέσεις των αγαθών, η δεκαπενθήμερη φυλάκιση της μητέρας του Βαμβακάρη με τον Μάρκο μαζί της στη φυλακή μικρό, τα εργατικά ατυχήματα και βεβαίως ο Μάρκος. Οταν γεννήθηκε, όταν δούλευε ως μικρός εφημεριδοπώλης, όταν έφυγε ο πατέρας για τον στρατό...

Η Ανω Σύρα στα 1920. Αυτόν ακριβώς τον τόπο εγκατέλειψε ο Μάρκος με ό,τι δείχνει και όπως ήταν.
Η Ανω Σύρα στα 1920. Αυτόν ακριβώς τον τόπο εγκατέλειψε ο Μάρκος με ό,τι δείχνει και όπως ήταν.
Ολο το φως και το σκοτάδι της εποχής και του νησιού, η ακμή και η παρακμή του και το φως ιλαρό και άσβεστο που βγήκε από την τέχνη και από την απόλυτη σκοτεινιά. «Κανένας άλλος δεν έλαμψε τόσο βγαίνοντας μέσα απ' αυτή τη λάσπη» μονολογεί ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες, σπάνιες φωτογραφίες, έχοντας ήδη ολοκληρώσει ένα σαγηνευτικό διπλό πορτρέτο των παιδικών χρόνων του Μάρκου και της Σύρας της εποχής.
Ως ποιητής ελκύεται εξάλλου από τραγικά πρόσωπα που θυμίζουν αρχαία τραγωδία, το έκανε ήδη με την Ελένη Παπαδάκη «για την ανθρωποθυσία» στο βιβλίο του «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές». Το κάνει και τώρα, για τον «πρίγκιπα» που εξακολουθεί με τη μουσική του να σε «καίει». Οπως κι η γλώσσα του συγκεκριμένου βιβλίου. Εκείνη η έξοχη εναλλαγή καθαρευούσης των εφημερίδων και δημοτικής του Μάρκου, μέσα από την ποιητικότητα της ματιάς του Μάνου Ελευθερίου.
Tα γράμματα του Μάρκου. Λίγα, ελάχιστα. Είναι μια φράση που τυπώθηκε σε φέιγ βολάν, το 1971. «Παιδιά μου ελάτε να με ακούσετε στη Μαργώ με παλιά και νέα μου τραγούδια. Μάρκος Βαμβακάρης».
Tα γράμματα του Μάρκου. Λίγα, ελάχιστα. Είναι μια φράση που τυπώθηκε σε φέιγ βολάν, το 1971. «Παιδιά μου ελάτε να με ακούσετε στη Μαργώ με παλιά και νέα μου τραγούδια. Μάρκος Βαμβακάρης».
Μικρά αποσπάσματα Τα πρώτα μουσικά ακούσματα του Μάρκου, το μπουζούκι του μπάρμπα και η γκάιντα του πατέρα

«Αυτό που με βασανίζει είναι ο Μότσαρτ που δολοφονείται μέσα σε κάθε άνθρωπο» -Σεντ Εξιπερί

Οι πρώτες μουσικές ακροάσεις των παιδικών χρόνων του Μάρκου Βαμβακάρη στη Σύρα είναι όσες άκουγε καθώς «τον έτρεφε γλυκά το γάλα της μητρός του». Είναι εικόνες και ήχοι πανηγυριών, γάμων, διασκεδάσεων και φυσικά οι θρησκευτικοί ύμνοι με το αρμόνιο στις εκκλησίες της Ανω Σύρας.
H Φιλαρμονική Μουσική Εταιρεία της Σύρου.
H Φιλαρμονική Μουσική Εταιρεία της Σύρου.
Ασφαλώς κράτησε πολλά από κείνα τα χρόνια. Υπολογίζω ότι εκεί στα πέντε του χρόνια θα τον κυρίευσε το πάθος της μουσικής χωρίς να το θέλει και χωρίς να το ξέρει, καθώς βρέθηκε ανάμεσα στην «πρωτόγονη» μουσική ερασιτεχνών συγγενών του και, λίγο αργότερα, στην «έντεχνη», είτε την άκουγε μέσα από τα στοιχειωμένα σπίτια της Ερμούπολη είτε από τα γραμμόφωνα και τις λατέρνες που είχαν κατακλύσει το νησί.
Σ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε οπωσδήποτε και όσα άκουγε, λίγο αργότερα, από τις μουσικές κομπανίες, και ιδίως από τις συναυλίες των «Φιλόμουσων Σύρου» στη μαρμάρινη μουσική εξέδρα της κεντρικής πλατείας της Ερμούπολης.
Τα πρώτα όργανα που ονομάζει στη σπαρακτική «Αυτοβιογραφία» του είναι η γκάιντα και το μπουζούκι. Γκάιντα έπαιζε ο πατέρας του και μπουζούκι κάποιος μπάρμπας του. Αμέσως μετά εμφανίζεται η φυσαρμόνικα. Επαιζε κάποιος συγγενής του. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά, θα επαναφέρει στο μυαλό του το αρμόνιο, που βέβαια τις πρώτες του μελωδίες τις άκουσε στις συριανές καθολικές εκκλησίες της Ανω Σύρας.
Ο καημός του: «Είχαμε ωραία τροπάρια, καθολικά δηλαδή, όμως δεν μπόρεσα να τα μάθω, δεν πρόκανα να τα μάθω. Εφυγα». Μα δεν έφυγε μωρό. Εφυγε από τη Σύρα 14 -15 χρονών και είχε όλο τον καιρό να τα μάθει. Απλώς μαζί με όλα τα άλλα εγκατέλειψε και την εκκλησία. Πρόλαβε όμως να συνομιλεί με τους αγγέλους...
Πούλαγε εφημερίδες
... Αυτές όλες τις ομορφιές, την επίδειξη, τη σπατάλη και τον πλούτο ούτε τα είδε ούτε και θα τα ονειρεύτηκε ο Βαμβακάρης, αφού κανένας από τους γνωστούς του ή από τους συντοπίτες του, της Απάνω Χώρας, δεν παρευρέθηκε ποτέ σε τέτοια σύναξη. Και αμφιβάλλω αν την περίοδο, αργότερα, που πουλούσε εφημερίδες μικρό παιδί στην Ερμούπολη θα είχε την περιέργεια καθώς ξεκουραζόταν, όπως λέει, να διαβάσει στις εφημερίδες που του απόμειναν απούλητες τέτοιες απολαύσεις της συριανής κοινωνίας.

Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να τα διάβαζε και να τα ξέχασε αμέσως. Μέσα του όμως έμειναν για πάντα. Το είχε χωνέψει, απ' αυτή την ηλικία, ότι άλλος ήταν αυτός ο κόσμος, κι ας βρισκόταν δίπλα του.
Δύο μήνες μετά τη γέννηση του Βαμβακάρη, και συγκεκριμένα την 1η Ιουλίου 1905, δημοσιεύεται και τούτη η συνταρακτική είδηση για κάτι που θα είχε αργότερα, και για πολλά χρόνια, άμεση σχέση με τη μουσική σταδιοδρομία του μεγάλου συνθέτη: «Από της παρελθούσης εβδομάδος έκαμε την εμφάνισίν του εις την πόλιν μας εν ωραιότατον και πολύ δυνατόν γραμμόφωνον"!".
Το οποίον εμφανίζεται μόνο το εσπέρας εν τοις ξενοδοχείοις και μετά εν τη πλατεία. Παίζει δε πολλά και πολύ ωραία κομμάτια από μελοδράματα. Ατινα ευχαριστούσιν τους φιλόμουσους Συριανούς μας. Το δε δισάκι του πάντοτε είναι πλήρες από πεντάρες».
Οι παλιοί Συριανοί μουσικοί με τα στριφτάρια

  • Στην «Αυτοβιογραφία» του ο Βαμβακάρης αναφέρει μερικά ονόματα συριανών μουσικών, τα οποία δυστυχώς, είναι άφαντα, αφού δεν υπάρχουν ούτε στους Εκλογικούς Καταλόγους. «Στη Σύρα που ήμουνα παιδί (δηλαδή όταν ήταν τουλάχιστον δέκα χρονών, το 1915) επρόκανα τα στριφτάρια (''διά χορδάς μουσικού οργάνου'') που έπαιζε ο Στραβογιώργης (αναφέρεται στον τυφλό μουσικό Γ. Αθαν. Σπέλλα, τον οποίο θυμάμαι κι εγώ πολύ καλά, ως παιδάκι, να παίζει σε καφενεία μαζί με δύο άλλους γύρω στα 1948, και ο θάνατός του πέρασε στις ειδήσεις της εφημερίδας Θάρρος ως εξής: ''Την 1 Δεκεμβρίου 1952 απεβίωσεν ο συμπαθής τυφλός μουσικός Γεώργιος Σπέλλας''), ένας Μαούτσος (Νίκος, ο οποίος έπαιζε μπουζούκι και είναι περίεργο πώς δεν «ανακάλυψε» τότε ο Βαμβακάρης τη γλυκύτητα του μπουζουκού' ο Νίκος Μαούτσος πέθανε στην Κατοχή, ήταν από τη γενιά των «καταραμένων ποιητών», απόκληρος και ολομόναχος, χωρίς οικογένεια, με συντροφιά μόνο δύο σκυλιά' έμενε στην περιοχή της σημερινής Δόξας), ένας Μανόλης Στρατοδεσίου.
  • Τους πρόκαμα αυτούς με τα στριφτάρια. Αυτά ήταν τα τσιβούρια. Αυτοί είναι παλαιοί μπουζουξήδες. Επαίζανε, είχανε μια κομπανία, στις ταβέρνες γυρίζανε, όπως γύριζα και εγώ με τον πατέρα μου, Αλλοι τραγουδάγανε και άλλοι όχι». Την 1 Νοεμβρίου 1874 καταδικάστηκαν δυο μουσικοί από το δικαστήριο της Ερμούπολης διότι «έπαιζον τσιβούριον και ετραγώδουν αισχρά άσματα εις καφενείον». Και αργότερα πολλά παρόμοια περιστατικά: «Έπαιζαν μουσικά όργανα περιφερόμενοι εις τα οδούς της πόλεως», «εντός του κατά την θέσιν Βαπόρια οινοπωλείου», συνελήφθησαν αρκετοί πολίτες «πίνοντες και άδοντες...»
Δουλειά στο Κλωστήριο Η μητέρα μου έπαιρνε 3,5 δρχ. την ημέρα και εγώ 3,5 δρχ. τη βδομάδα
Αυτοβιογραφία: «Εφτασε και το 1912. Τότε επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη (ο Βαμβακάρης 7 χρόνων, που σημαίνει ότι τότε σταμάτησε το σχολείο). Με παίρνει εμένα η μάνα και πάμε να πιάσουμε δουλειά σ' ένα κλωστήριο, του Δεληγιάννη (το σωστό: Κ. Δηληγιάννης & Χ. Μουχτόπουλος). Αρχισε τη δουλειά στο βαφείο του κλωστηρίου κι εγώ έκανα πακέτα τα νήματα. Η μάνα μου έπαιρνε τρισήμισι δραχμές την ημέρα κι εγώ τρισήμισι δραχμές τη βδομάδα»...
... Δεν ξέρουμε πόσα χρόνια εργάστηκε η μητέρα του στο εργοστάσιο Δηληγιάννη. Το εν λόγω εργοστάσιο όμως, όπως του Μουτζουρόπουλου, στο οποίο εργάστηκε για λίγο καιρό ο μικρός Βαμβακάρης, και τα υπόλοιπα που ανέφερα, πρέπει να ήταν σε άθλια κατάσταση από άποψη υγιεινής.
Η επιθεώρησή του στα ερμοπουλίτικα εργοστάσια έγινε τον Μάιο 1917. Είναι κι αυτό ένα ελάχιστο δείγμα όχι μόνο της ερμοπουλίτικης κοινωνίας, αλλά και όλων των ελληνικών βιομηχανικών πόλεων εκείνου του καιρού. Ακόμα και ως τις μέρες μας η κατάσταση εξακολουθεί να είναι σχεδόν ίδια. Ο «μικρός πρίγκιπας» που μας ενδιαφέρει δεν κάνει νύξη για τέτοιες καταστάσεις...
Παιδική εργασία και ξυλοδαρμοί παιδιών
Αυτοβιογραφία: «Στα 1915 (10 χρόνων) πήγα στο υφαντήριο του Μουτζουρόπουλου και με κράτησαν αμέσως για βοηθό μέσα».

Το εργοστάσιο του Πάνου Μουτζουρόπουλου ιδρύθηκε το 1904 και το 1917 απασχολούσε 78 εργάτες και εργάτριες. Η ημερησία παραγωγή του ήταν 50 τεμάχια, προφανώς τόπια υφάσματος. Οπως με πληροφόρησε η ιστορικός Χριστίνα Αγριαντώνη, την περίοδο 1912?1918 έγινε ριζική ανανέωση των αργαλειών του. Εκλεισε το 1937.
Το 1976 μια ηλικιωμένη κυρία, η Αννα Α., μου εξομολογείτο ότι, όταν εργαζόταν ως υπηρέτρια σε πλούσιο σπίτι της Ερμούπολης σε ηλικία οκτώ χρόνων, η «κυρία» της κλείδωνε με κλειδί το ψωμί σε συρτάρι της κουζίνας μην τύχει και το αγγίξει. Ωσπου το έμαθε ο σύζυγος, καθύβρισε τη γυναίκα του και μόνο τότε άρχισε η κυρία να της δίνει κανονική μερίδα τροφής και ψωμιού!
Θα μπορούσα να αναφέρω περιληπτικά το δυσώδες περιστατικό εις βάρος της ανήλικης «δούλης». Θα 'μοιαζε όμως με ξεθυμασμένη μυρωδιά σ' ένα μπουκαλάκι αρώματος. Προτίμησα τη δημοσιογραφική γραφή εκείνων των χρόνων, όπως σε πολλά άλλα κείμενα του παρόντος βιβλίου, δεδομένου ότι γράφτηκε εν θερμώ και με αγανάκτηση.
Ωστόσο κρύβει μέσα του και κάτι άλλο. Δείχνει και ένα άλλο μέρος της σήψης των ηθών δίπλα σε όλα τα άλλα που συνέβαιναν και στη συριανή κοινωνία. Να μη ξεχνάμε ότι ήταν χρόνια πολέμων, έλλειψη αγαθών ιδίως για την εργατική τάξη, η οποία αντιπροσώπευε το 80% του πληθυσμού, όπου ανάμεσά ους ήταν και η οικογένεια και ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης. Δυστυχώς για κείνον η εφιαλτική στέρηση των παιδικών του χρόνων τον επισκέφτηκε ? κι αυτόν- αυτοπροσώπως και σε μεγάλη ηλικία, τουλάχιστον λίγα χρόνια πριν πεθάνει, το 1972, σε ηλικία 67 μόλις χρόνων. Ευτυχώς τα τελευταία του χρόνια εισέπραξε από τα τραγούδια του κάμποσα χρήματα κι δεν χρειάστηκε να γυρνάει ξανά στις γειτονιές του Πειραιά παίζοντας στις ταβέρνες μπουζούκι και ένα του παιδί να ζητάει με «πιατάκι» τον οβολό των θαμώνων...

Ελένη Γκίκα

ethnos

cretan music - mantinades