Με την καθιέρωση
της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεαρού
Βασιλείου της Ελλάδος μαζί με τον νεοκλασικισμό θα εισαχθεί από την Ευρώπη και
η μόδα των καφενείων. Σύντομα τα ευρωπαϊκού τύπου καφενεία θα αντικαταστήσουν
τους τουρκικούς καφενέδες και θα παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην νεώτερη
αθηναϊκή ιστορία. Τα πρώτα ευρωπαϊκά καφενεία θα κάνουν την εμφάνιση τους αρχικά στην οδό Αιόλου, όπου και το καφενείον "Η Ωραία Ελλάς" των σχολικών μας βιβλίων. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου αλλά και μεταπολεμικά την
σκυτάλη θα πάρουν τα βουλεβάρτα της Αθήνας, τα οποία θα κοσμήσουν με την παρουσία τους
καφενεία που θα εξελιχθούν σε κοσμικά και λογοτεχνικά στέκια. Από τα θρυλικά
αυτά στέκια σήμερα ελάχιστα επιβιώνουν, καθώς τα περισσότερα έκλεισαν και τα
κτήρια που τα στέγαζαν κατεδαφίστηκαν, όμως τα έργα των θαμώνων τους συνεχίσουν
να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του νεοελληνικού πολιτισμού.
Από τις αρχές του
εικοστού αιώνα το βουλεβάρτο της Πανεπιστημίου φιλοξενούσε πλήθος εστιατορίων,
καφενείων και ζαχαροπλαστείων όπως το «Πανελλήνιον», το «Ηνωμένα Βουστάσια» και
το ζαχαροπλαστείο του «Πετρίτση», το οποίο απαθανάτισε σε πίνακα του ο Παύλος
Μαθιόπουλος. Τόσο κατά το Μεσοπόλεμο όσο και κατά τις δεκαετίας του ‘50 και του
’60, η κοσμική Αθήνα θα συνεχίσει να συγκεντρώνεται στα πολυτελή εστιατόρια και
ζαχαροπλαστεία της Πανεπιστημίου όπως το «Ιντεάλ», και το «Piccadilly», του οποίου την κόκκινη φωτεινή
επιγραφή από νέον είχαν αποκαθηλώσει οι φοιτητές σε διαδήλωση για το Κυπριακό,
μετονομάζοντας το σε «Κύπρος». Άλλα γνωστά ζαχαροπλαστεία ήταν το «Ρωσικόν»
στην Πανεπιστημίου και το «Πέτρογραδ» στην Σταδίου (αρ. 29) τα οποία είχαν
ανοίξει κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου από ρώσους πρόσφυγες. Το Πέτρογραδ άνοιξε
το 1935 από τον πατέρα του γνωστού συνθέτη και πιανίστα Νίκυ Γιάκοβλεφ, και τους
τοίχους του διακοσμούσαν έργα Ελλήνων αλλά και ξένων ζωγ-
ράφων. Έκλεισε το 1969 όταν το κτήριο όπου στεγαζόταν (ιδιοκτησίας ΤΣΑΥ) κατεδαφίσθηκε.
τοίχους του διακοσμούσαν έργα Ελλήνων αλλά και ξένων ζωγ-
ράφων. Έκλεισε το 1969 όταν το κτήριο όπου στεγαζόταν (ιδιοκτησίας ΤΣΑΥ) κατεδαφίσθηκε.
Ο Λουκιανός
Κηλαηδόνης στο τραγούδι του «The Fucking Fifties» (μια άριστη τοπογραφία της αστικής Πανεπιστημίου του 1950) αναφέρει
μαζί με το «Ρωσικόν» και το «Ζαχαροπλαστείο του Τσίτα». Ο «Τσίτας» ιδρύθηκε το
1888 στην οδό Σταδίου και το 1906 μετακομίζει στην Πανεπιστημίου (αρ. 43). Τόσο
κατά τον Μεσοπόλεμο, όσο και κατά τη δεκαετία του 1950, ο «Τσίτας» απασχολούσε
συνολικά 180 άτομα, ενώ ο εξοπλισμός που διέθετε (μηχανές εσπρέσο, αποχυμωτές,
ζυμωτήρια) ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Ανάμεσα στις πρωτοπορίες του
Τσίτα ήταν και τα τσιπς, τα οποία πωλούνταν σε τεράστιες σακούλες. Ο «Τσίτας»
έκλεισε μετά την παρακμή του που ακολούθησε η έντονη φημολογία για την ανεύρεση
από την Υγειονομική Υπηρεσία ενός τρωκτικού μέσα σε μία κατσαρόλα με σιρόπι.
Την μοίρα του Τσίτα θα ακολουθήσουν τα περισσότερα παλιά αθηναϊκά
καφεζαχαροπλαστεία που θα κλείσουν το ένα μετά το άλλο στα τέλη της δεκαετίας
του ’60, με πολλά από τα κτήρια που τα στέγαζαν να κατεδαφίζονται.
Λογοτεχνικά Καφενεία, από το Πανεπιστήμιο μέχρι την
πλατεία Συντάγματος
«Στα γυμνά μαρμαρένια τραπέζια του τ'
ανήσυχα νιάτα σχεδιάζανε την πορεία τους»1
Το καφενείο «Μαύρος Γάτος» βρισκόταν στη συμβολή
των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού, δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, και σε χώρο
ημιυπόγειο. Ιδρύθηκε το 1917 από τον
Κερκυραίο Ιωάννη Σπαταλά, αδελφό του ποιητή Γεράσιμου Σπαταλά (1887-1971) και
ονομάσθηκε έτσι από το αντίστοιχο φιλολογικό καφενείο του Παρισιού το «Chat
Noir». Το καφενείο έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του την περίοδο 1918-1919 και
ταυτίστηκε με τον αθηναϊκό μποεμισμό, καθώς εκεί σχεδιάζονταν εκδόσεις, γίνονταν
παρουσιάσεις βιβλίων, καλλιτεχνικές και πολιτικές ζυμώσεις. Ο «Μαύρος Γάτος» άρχισε
να αστυνομεύεται, καθώς εκεί συναντιόταν
τα μέλη της πολιτικής οργάνωσης «Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθηνών», για να
κλείσει οριστικά. Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Τέλλος Άγρας, Δημοσθένης Βουτυράς,
Φώτος Γιοφύλλης, Κλέων Παράσχος, Λάμπρος Πορφύρας, Σωτήρης Σκίπης, Δ.
Ταγκόπουλος, Ρώμος Φιλύρας, Κώστας Βάρναλης, και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης.
«Βρήκαμε την ευκαιρία σε ένα χώρο ουδέτερο,
χωρίς καμία ατμόσφαιρα, να καθόμαστε και με την συζήτηση να δημιουργούμε
ατμόσφαιρα»2
Οι Αδελφοί
Λουμίδη άνοιξαν το γνωστό «Πατάρι του Λουμίδη» το 1938 ως
συμπλήρωμα του καφεκοπτείου
που βρίσκονταν στο ισόγειο του κτηρίου, στο νούμερο 38 της οδού Σταδίου,
δίπλα στην στοά Νικολούδη. Σύντομα το πατάρι συγκέντρωσε τον
καλλιτεχνικό, τον λογοτεχνικό και τον δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας,
αφού
βρισκόταν σε επίκαιρη θέση, κοντά σε γραφεία εφημερίδων, θέατρα και
δίπλα
ακριβώς στο «Βιβλιοπωλείον της Εστίας».
Στο πατάρι, τα τραπέζια ήταν διατεταγμένα σε σχήμα πι (στα αριστερά
κάθονταν οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι επιθεωρησιογράφοι, ενώ οι
συγγραφείς μαζεύονταν στο βάθος). Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Οδυσσέας Ελύτης,
Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις, Μίλτος Σαχτούρης, Μιχάλης Κατσαρός, Μικης
Θεοδωράκης, Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης,
Ανδρέας Εμπειρίκος, Ελένη Βακαλό,
Τάκης Σινόπουλος κ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου