Ας μη γελιόμαστε, λαϊκό τραγούδι δεν υπάρχει παρά μόνο ως επιβίωμα και ως εμμονή κάποιων στερνών μονομάχων που το στηρίζουν. Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν λαό νέας κοπής που η ψυχοσύνθεσή του έχει υποστεί ραγδαίες αλλοιώσεις οι οποίες έχουν καταντήσει ακόμη και την πιο πρόσφατη πολιτιστική ταυτότητά του μη αναγνωρίσιμη.
Του Θωμά Κοροβίνη
Η Θεσσαλονίκη υπήρξε για αιώνες ένα πολυπολιτισμικό χωνευτήρι των τεχνών και μια κομβική πόλη-σταθμός, από πολλές πλευρές η δεύτερη σε σημασία μητρόπολη δύο αυτοκρατοριών μετά την Βασιλεύουσα, αργότερα Κονσταντινιγιέ και κατόπιν Ιστανμπούλ. Είναι χτισμένη σε μια θέση, όπου συνυπήρξαν άλλοτε με σχετική ή πλήρη αυτονομία και αυτάρκεια και άλλοτε συνδυαστικά ή αλληλοεπιδραστικά όλα τα μουσικά ρεύματα και οι συρμοί των καιρών.
Η θέση της και η ιστορία της την φέρνουν ποτέ εντελώς μέσα, πάντοτε όμως πολύ κοντά, τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση, άλλο τόσο όμως και στα Βαλκάνια.
Η αείμνηστη δασκάλα μας Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος δίνει μέσα σε λίγες καίριες προτάσεις μια περιεκτική εικόνα της διαχρονικής σημασίας της:
«Μια πόλη, μια κοσμόπολη σαν την Θεσσαλονίκη μοιάζει με μωσαϊκό.Το μόρφωμα της Θεσσαλονίκης αρκετούς αιώνες πριν και για λίγο μετά την ένταξή της στον εθνικό κορμό, δηλαδή μέχρι την συνθήκη της Λωζάνης, θα μπορούσε κανείς να πει ότι συνδυάζει τοπογραφικά, πολιτιστικά, ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, που την κάνουν να προσιδιάζει σ’ ένα παρδαλό άστυ, που μοιάζει αρκετά με την Σμύρνη και λιγότερο με την Πόλη, έχει κάτι από τις μεσογειακές πολιτείες της Ισπανίας και λιγότερο της Ιταλίας ή της Γαλλίας –εδώ έπαιξε έντονα τον ρόλο του το σεφραδίτικο στοιχείο των κατοίκων της- αλλά ταυτόχρονα την διακρίνει κι ένας βαλκανικός αέρας που παρόμοιος κάπως φυσάει σε πόλεις σαν τη Σόφια ή το Βελιγράδι και στην πιο παρακατιανή, τρόπος του λέγειν, εκδοχή, τα Σκόπια.
Η κάθε ψηφίδα της έχει άλλο χρώμα, άλλο σχήμα, άλλη προέλευση. Προέρχεται από μια διαφορετική εποχή ή από μια διαφορετική παράδοση. Όλες αυτές οι ψηφίδες μαζί, ετερόκλητες, φτιάχνουν μια πολύπλοκη σύνθεση που έχει, ωστόσο, τη λογική της.
Η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη πόλη της ελληνικής επικράτειας, είναι ο ιδεολογικός κρίκος που συνδέει την ελληνική αρχαιότητα μέσα από το Βυζάντιο, με την νεώτερη Ελλάδα».
Στην υπόδουλη Θεσσαλονίκη η βυζαντινή παράδοση εξακολούθησε να δίνει καρπούς ιδίως μέσω της ψαλτικής τέχνης την οποία θεραπεύουν με ζήλο οι ιεροψάλτες στους ορθόδοξους ναούς που λειτουργούσαν.
Παράλληλα τραγούδια της τάβλας, καλαματιανά και συρτά, που έρχονται από τα χωριά της επαρχίας ιδίως της κεντρικής και της δυτικής Μακεδονίας αλλά ακόμη μέχρι και από την Ανατολική Θράκη δημιουργούν μια παρακαταθήκη σκοπών και τραγουδιού, δημοτικού, θα λέγαμε ύφους, με κεντρική θεματογραφία την Θεσσαλονίκη, τις ομορφιές της, τα τσαρσιά και τα μπεζεστένια της, τις γυναίκες και τους λεβέντες της. (θέμα που εν πολλοίς έχουν αναδείξει οι μελέτες και οι συλλογές του Γιώργη Μελίκη)
Ταυτοχρόνως σε διάφορες κεντρικές γωνιές της συντελούνται καθημερινώς μικρές μουσικές πανηγύρεις.
Για παράδειγμα, στο Ασλά χαν, εκεί που σήμερα περίπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της εφημερίδας «Μακεδονία», κάθε Παρασκευή λαδωμένοι Τούρκοι πεχλιβάνηδες έκαναν παλαιστικούς αγώνες ενώ τους συνόδευαν κομπανίες Γύφτων με εκκωφαντικούς ζουρνάδες και θεόρατα τύμπανα και η απαραίτητη γύρα με το ταψάκι για το μπαχτσίσι των θεατών και ακροατών.
Ανατολική μουσική με φανερές βυζαντινογενείς επιδράσεις στην διαμόρφωση των μακάμ (των μουσικών δρόμων) παιζόταν και στους μουσουλμάνικους τεκέδες της, στους πιο ξακουστούς ειδικά, σαν εκείνον των Μεβλεβί δερβισάδων έξω απ’ τα τείχη της Άνω Πόλης, το πλουσιότερο ίσως ισλαμικό μοναστήρι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που το σάρωσε ο στείρος ελληνοκεντρικός εθνικισμός- και τον Φετιχιέ τεκέ, απέναντι από τον Άγιο Δημήτριο, που κάηκε στην πυρκαγιά του’ 17.
Τα τάγματα αυτά είχαν θέσει ως σκοπό να διασώσουν την μυστικιστική μουσική που την αποδίδουν σε παράσταση οι ιεροί χοροί «σεμά» των περιδονούμενων δερβισών με την συνοδεία ποικίλων τύπου πλαγίαυλου, του γνωστού νέι ή νάι.Πολλά και αξιόλογα λαϊκά τραγούδια γα τη νέα τους πατρίδα έχουν και οι Θεσσαλονικιοί Εβραίοι Σεφαραδί, κάποια από αυτά, όπως ανέδειξαν μελετήματα του αείμνηστου Αλμπέρτου Ναρ, του Ξενοφώντα Κοκόλη και άλλων, κάποτε συγκλίνουν και με την ατμόσφαιρα γνωστών ρεμπέτικων, μερικά μάλιστα ταυτίζονται, αφού κρατιέται ατόφια η μελωδία και μετατρέπεται απλώς ο στίχος στην ισπανοεβραϊκή γλώσσα.
Υπάρχουν επίσης λίγα δημοτικά ή λαϊκά τραγούδια βλάχικα και ακόμη πιο λίγα τουρκικά που αναφέρονται υμνητικά ή αποτροπιαστικά στην Θεσσαλονίκη.
Η Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη πόλη και το δεύτερο λιμάνι μετά τον Πειραιά που αναθρέφει το ρεμπέτικο. Η Σμύρνη είναι η γιαγιά του, η Σύρα είναι η μάνα του, ο Πειραιάς η δασκάλα του μα επάνω στον οργασμό του η Θεσσαλονίκη είναι η φιλόξενη αγαπητικιά όπου βρίσκει την πιο τρανή υποδοχή για την καλλιέργειά του.Η Θεσσαλονίκη, μετά και την επαίσχυντη και διεθνώς ουδέποτε και ουδαμού γενομένη, συνθήκη της ανταλλαγής, δικαιωματικά μπορεί να φέρει τον τίτλο της «Πρωτεύουσας των προσφύγων», όπως ευφυώς την βάφτισε ο Γιώργος Ιωάννου, ένα άξιο πνευματικό τέκνο της που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην ανάδειξη του μεταπολεμικού πολιτιστικού προσώπου της.
Η πρόσληψη του ρεμπέτικου στους προσφυγικούς συνοικισμούς της υπήρξε ενθουσιώδης.
Η πόλη την δεκαετία του’ 30 και του’ 40 –παρά τα δεινά, -Μεταξική δικτατορία, Κατοχή, Εμφύλιος και μετεμφυλιακές διώξεις του λαού- και, σε μεγάλο βαθμό ίσως εξαιτίας τους- γίνεται σιτοβολώνας του ρεμπέτικου τραγουδιού που καλλιεργείται σχεδόν παράλληλα τόσο στους πολυάριθμους τεκέδες της, όσο και στα μικρά και απομακρυσμένα και αργότερα στα πιο κεντρικά ταβερνάκια, όπου το ρεμπέτικο θεραπευόταν από μικρή ορχήστρα άνευ μικροφώνων, μια παράδοση που συνεχίστηκε και που εξακολουθεί ευτυχώς -κατά κάποιον τρόπο- και παρά την σταδιακή φθορά της να ισχύει σε μικροκλίμακα μέχρι σήμερα.
Πολύ ενδιαφέρουσες παραστατικές μαρτυρίες με αναφορές στην γέννηση και την ακμή του ρεμπέτικου στη Θεσσαλονίκη βρίσκουμε στις αυτοβιογραφίες του Μπίνη και του Βαμβακάρη.Ο Τάκης Μπίνης, γεννημένος το 1923, λίγους μήνες μετά την ανταλλαγή από γονείς Αϊβαλιώτες, μεγαλωμένος στην Τούμπα, γαλουχημένος από πιτσιρίκος στην ατμόσφαιρα των τεκέδων, όπως του Παναγιώτη Μαύρου και των ταβερνείων, όπως του Σουρή και του Μόνου, στην αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Βίος ρεμπέτικος» μιλάει για την γνωριμία του στη Θεσσαλονίκη το 1934 με τον Παπαϊωάννου φαντάρο μα ήδη γνωστό μπουζουξή και αργότερα, το 1940 με τον Τσιτσάνη.
Στο βιβλίο αυτό ανακαλύπτει κανείς πολλές πληροφορίες γύρω από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα πολυάριθμα στέκια της Θεσσαλονίκης την δεκαετία του’ 30, προς το τέλος της οποίας ανεβαίνει και ο Μπίνης στο πάλκο, στο Βαρδάρη, στη Τούμπα, στην Καλαμαριά και αλλού. Ο Μπίνης μαθαίνει το μπουζούκι από αλανιάρηδες γείτονες.
Και εξομολογείται:
«Έπίσημος μπουζουξής με όνομα δεν υπήρχε τότε στη Θεσσαλονίκη και τα λαϊκά συγκροτήματα αποτελούνταν από σαντούρια, βιολιά, ντέφια, ούτια, και πουθενά, μέχρι το 1935, δεν υπήρχε μπουζούκι επαγγελματικά. Υπήρχαν πολλοί ερασιτέχνες που έπαιζαν για το κέφι τους και το κέφι της παρέας σε τεκέδες και κουτουκάκια, στις προσφυγικές συνοικίες και στο Βαρδάρι».Σε άλλες σελίδες του βιβλίου μας δίνει πληροφορίες για την ατμόσφαιρα και παραθέτει τα ονόματα πολλών από τα ξακουστά κέντρα της εποχής, όπου στα πάλκα τους θριάμβευε το ρεμπέτικο.
(τα πιο γνωστά: στην Εγνατία, του «Κουφού» και του «Δημόκα», στην Αριστοτέλους : του Βαγγέλη Φραγκολεβαντίνου, Ερμού και Αγίας Σοφίας : το «Αμπελάκι» που έπαιζε ο Τσιτσάνης κι απέναντι η «Μιμόζα» που έπαιζε ο Γιοβάν τσαούς και ο Καλδάρας, στην Εθνικής Αμύνης: η αντιστασιακή επί Κατοχής ταβέρνα του «Μπούκη», στην Άνω Πόλη : μικροορχήστρες με σαντουρόβιολα, στη Νικηφόρου Φωκά : τα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα, στο Καραμπουρνάκι : ο «Έλατος» και του «Γιόσκα, στο Βαρδάρι : του σκυλόμαγκα και ταγματασφαλίτη «Κέρκυρα», του «Μακρή», του «Κυπαρίσση», του «Σταμπουλού», του αρχινταβατζή «Καφαντάρη» και οι τεκέδες του Τσικρικόνη και του Σαλικουρτζή)
Ο Μάρκος στην «Αυτοβιογραφία» του, πρώτον: αναφέρει πληροφορίες για τα κέντρα και τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκε, (στου Παπάφη με τον Μπάτη, στην Απάνω Τούμπα με τον Μπάτη και τον Παπαϊωάννου, στην οδό Ειρήνης με τον Παπαϊωάννου –και, εδώ, με καθημερινό θαμώνα τον Τσαουσάκη).
Δεύτερον, πλέκει ένα μοναδικό εγκώμιο για την Θεσσαλονίκη της εποχής του’ 30 :
«Η Θεσσαλονίκη μ’ άρεσε πολύ. Ωραία πόλη… Δεν θυμάμαι άλλα μαγαζιά που παίζανε λαϊκά αλλά άκουγα, το τάδε μέρος, το τάδε μέρος…. Αλλά η αγορά της Θεσσαλονίκης μου έκανε εντύπωση. Μεγάλα νταραβέρια, μεγάλα πράματα…. Κόσμος, φτωχόκοσμος έτρεχε ντυμένος καλά. Και οι γυναίκες προπαντός πολύ σικ. Πολύ εντυνόντουσαν και οι άντρες. Δηλαδή πλούσια χώρα. Σα να ήσουνα στην Ευρώπη… Έγραψα τότε και τραγούδι για τη Θεσσαλονίκη:Ωραία την επέρασα μες στη Θεσσαλονίκη,
θυμήθηκα το δώδεκα που πήραμε τη νίκη.
Μικροί μεγάλοι τρέξανε εμένα για να ιδούνε,
ν’ ακούσουνε γλυκιά πενιά και να φχαριστηθούνε.
Πλούσια είναι τα ελέη τους κι αυτά τα χωρατά τους
κι εμένα μ’ αγαπήσανε όλοι με την καρδιά τους.
Τέλος, ο Βαμβακάρης μας δίνει ένα πορτρέτο -της προσωπικής του εκτιμήσεως βέβαια- του διαβόητου Νίκου Μουσχουντή, ζηλωτή κομμουνιστοφάγου μα παραδόξως υψηλού προστάτη του μπουζουκιού και των τεκέδων. (Μια αντικειμενική έρευνα για την ζωή αυτού του ανθρώπου και του κύκλου του θα ήταν πολλαπλά χρήσιμη για την κοινωνιολογικού, πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα διερεύνηση της Θεσσαλονίκης επί Κατοχής και Εμφυλίου)
Η Θεσσαλονίκη παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του Βασίλη Τσιτσάνη και είναι βασική μήτρα της δημιουργίας του για τα νεανικά του χρόνια*.Η μεγάλη Ρόζα Εσκενάζυ τραγουδάει εδώ στα πολύ νεανικά της χρόνια στη δεκαετία του’ 20.
Δεν έχουμε ακριβή στοιχεία για την ύπαρξη καφέ αμάν και καφέ σαντάν, ο Κώστας Τομανάς στα βιβλία του για την Θεσσαλονίκη έχει κάποιες αναφορές, ενώ ο σοβαρός μελετητής Αριστομένης Καλυβιώτης από την Καρδίτσα φέρνει στο φως την ύπαρξη εργοστασίου κοπής δίσκων γραμμοφώνου στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του περασμένου αιώνα παράλληλα με την Πόλη και την Σμύρνη.
Γνωστοί Θεσσαλονικιοί μουσικοί που διαπρέπουν στο πάλκο και συνεργάζονται ιδίως με τον Τσιτσάνη είναι ο παλαιστής Πρόδρομος Τσαουσάκης, ανακάλυψη του Τσιτσάνη, που εξελίσσεται σε κορυφαίο ερμηνευτή ρεμπέτικων τραγουδιών, το ντουέτο Μίγγος – Τσανάκας, αργότερα ο μπουζουξής Κοκοράκι, η τραγουδίστρια Σεβάς χανούμ, οι τραγουδιστές Γιώργος Χατζηαντωνίου και Σταύρος Καμπάνης, η Μαρινέλλα, και άλλοι.Στα τέλη της δεκαετίας του’ 50 και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του’ 60, καθώς το λαϊκό τραγούδι αποενοχοποιείται από το στίγμα των κατωγείων και των ναρκωτικών, χαρακτηριστικά αμαύρωναν την φήμη του προγενέστερου ρεμπέτικου, και ενώ τα σαλόνια ενδίδουν στον -μόλις πριν λίγο καιρό θεωρούμενο από τους ίδιους τους αστούς και την κρατική εξουσία που τον εδίωκε τριτοκλασάτο ήχο του μπουζουκιού-, η Θεσσαλονίκη γεμίζει κοσμικά κέντρα τύπου «Χορτατζήδες», «Ντελίς», «Φάληρο», «Σταυράκης», «Καλαμάκι» και «Καλαμίτσα», «Ταμπάκης», «Φλοίσβος», «Καρεκλάς», «Κουκουνάρες», «Σαπέρας», «Ηλιοβασιλέμματα», και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
Οι πρωταγωνιστές του λαϊκού τραγουδιού που θριαμβεύει στα πάλκα και στην δισκογραφία ανεβαίνουν συχνά στην γλεντζού φτωχομάνα.
Τα γνωστά ντουέτα Μητσάκης-Χρυσάφη, Τσιτσάνης-Νίνου, Χιώτης-Λίντα, Τόλης και Λίτσα Χάρμα, η Μπέλλου η οποία συνδέεται ιδιαίτερα με την πόλη και την επισκέπτεται πολλές φορές το χρόνο ως το τέλος, ο Καζαντζίδης, ο οποίος επίσης συνδέεται συναισθηματικά, τραγουδάει εμβληματικά τραγούδια για την Θεσσαλονίκη, όπως τη «Μεγάλη φτωχομάνα» του Χιώτη και το «Ο Γεντί κουλές στενάζει», ο Τζουανάκος, ο Λαύκας, η Πόλυ Πάνου, ο Αγγελόπουλος, η Γιώτα Λύδια, η Καίτη Γκραίη, ο Μπιθικώτσης, ο Διονυσίου, ο Μενιδιάτης, ο Μαρκάκης και άλλοι.Την ίδια εποχή παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση της ορχήστρας και στην πρόταση εκτέλεσης των τραγουδιών, καθώς προστίθεται και γίνεται απαραίτητο το ακορντεόν και αργότερα η ντραμς ενώ κατά προαίρεσιν οι μαγαζάτορες επιλέγουν να συνοδεύει την ορχήστρα μια φανταχτερή χορεύτρια-τραγουδίστρια-θεατρίνα, νέο είδος που καθιερώνεται από μόδα στις πίστες και τραβάει πελατεία.
Στην δεκαετία του’ 70 και του’ 80 θριαμβεύει κυρίως στο κέντρο «ΜΙΝΟΥΙ», η θρυλική Λιλή-Ζαχαρένια Βαλαβάνη, με τους σπουδαίους παρτενέρ της μπουζουξήδες Γιώργο Καμπουρέλλο και Σωκράτη Θεοδωρίδη.
Τον ίδιο καιρό σημαντική είναι η παρουσία του εξαίρετου ερμηνευτή και σολίστα του μπουζουκιού Στέλιου Κεφάλα –και αργότερα της κόρης του Μαριάνθης-, του θρυλικού Χοντρονάκου ή Στέφανου Κιουπρούλη με τον μπαγλαμά του, που έχει και ωραίες συνθέσεις για την Θεσσαλονίκη στο όνομά του, της Μαριώς που πέρασε πολλά θεσαλονικιώτικα τραγούδια στην δισκογραφία και άλλων.
Όλοι οι προαναφερθέντες καλλιτέχνες συντηρούν με σεβασμό ή συνεχίζουν στο πάλκο ή στις ηχογραφήσεις τον ρεμπέτικο μύθο της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της χώρας.Πολλοί από τους σημαντικούς δημιουργούς που έζησαν ή πέρασαν από δω υμνογραφούν την Θεσσαλονίκη, τις ομορφιές της, τα τοπία της, τα γλέντια, το λαό της, την προσφυγιά της, τους Θεσσαλονικιούς «ξηγημένους, μάγκες και δερβίσια» της, τις γυναίκες της.
Ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Τσαουσάκης, ο Ρούκουνας, ο Γενίτσαρης, ο Καλδάρας, ο Γούναρης, ο Ζαμπέτας, ο Κολοκοτρώνης, ο Καζαντζίδης, ο Γαβαλάς, Ξεχωρίζουν οι συνθέσεις : «Θυμήθηκα το’ 12» του Βαμβακάρη, «Όμορφη Θεσσαλονίκη» του Τσιτσάνη, «Θεσσαλονίκη μου» ή «Φτωχομάννα» του Χιώτη, το ωραιότατο αλέγκρο «Μάγισσα Θεσσαλονίκη» του Γαβαλά, και η νεώτερη «Θεσσαλονίκη» του Ζαμπέτα.Η μυθολογία γύρω από το διαβόητο βυζαντινό Επταπύργιο αποτελεί δυνατή πηγή έμπνευσης για πολλά τραγούδια του εγκλεισμού, της απομόνωσης, των βασανιστηρίων, της καταδίκης, τα οποία άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με τα τραγούδια του τεκέ, μουρμούρικα, χασάπικα, απτάλικα και ζεϊμπέκικα, αδέσποτα ή επώνυμα, με κοινό παρονομαστή την παρανομία, την κλεψιά, το φονικό και κυρίως τη μαστούρα από το χασίσι.
Τα σημαντικότερα από αυτά είναι:
«Πέντε χρόνια δικασμένος» του Σμυρνιού Βαγγέλη Παπάζογλου, εμβληματικό άσμα που έχει κακοποιηθεί έχοντας υποστεί σωρεία κλοπών και νοθεύσεων, «Τα κάστρα του Γεντί κουλέ» και «Βράδιασε και στο Γεντί κουλέ» του Γιώργου Μητσάκη που έζησε στη πόλη από το 1937 ως το 1939, «Κελί μου κατασκότεινο» του Στέλιου Καζαντζίδη, «Αναστενάζει ο Γεντί κουλές» του Σαράντη Κοντομάτη, και το «Γεντί κουλέ» του Βασίλη Τσιτσάνη, σε στίχους της αθάνατης Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, με την συγκλονιστική ερμηνεία του Τσαουσάκη και της Νίνου.Η μυθολογία του Βαρδάρη έχει επίσης αξιοποιηθεί λιγότερο στο ρεμπέτικο και περισσότερο στο νεώτερο τραγούδι σε συνθέσεις του Νίκου Παπάζογλου, του Θάνου Μικρούτσικου πάνω σε στίχους του Νίκου Καββαδία, του Ντίνου Χριστιανόπουλου σε στίχους δικούς του, νεώτερων όπως του Γιώργου Σφυρίδη, του Γιάνη Τσολακίδη και άλλων.
Ενώ, συνεχίζοντας μια παράδοση που συντηρεί τους ποικίλους μύθους της Θεσαλονίκης στο πανελλήνιο, συνθέτες και στιχουργοί, λαϊκοί σαν τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Κώστα Βίρβο, τον Πυθαγόρα, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Λευτέρη Χαψιάδη, την Σώτια Τσώτου, και άλλοι που έχουν χαρακτηριστεί «έντεχνοι» ή «έντεχνοι λαϊκοί», όπως πχ, ο Δήμος Μούτσης, ο Νίκος Ξυδάκης, η Αφροδίτη Μάνου, ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Μηλιώκας, ο Νίκος Γκάτσος, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Μιχάλης Μπουρμπούλης, ο Γιώργος Χρονάς, γράφουν τραγούδια για την Θεσσαλονίκη, αλλά η έμπνευση του Γιώργου Ιωάννου από τον Βαρδάρη και γενικότερα από τους θρύλους της νεώτερης Θεσσαλονίκης μας χαρίζει έναν από τους εξέχοντες δίσκους απάσης της ελληνικής δισκογραφίας του περασμένου αιώνα, το «Κέντρο διερχομένων» σε υποβλητικές συνθέσεις του Νίκου Μαμαγκάκη.
Σημαντικά κέντρα και μουσικές σκηνές όπου έπαιζαν λαϊκή μουσική είναι:το «ΜΠΑΛΚΟΝΑΚΙ», το «ΜΥΣΤΙΚΟ», το «ΤΗΝΕΛΛΑ», το «ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ», η «ΒΑΡΔΙΑ», το «ΠΛΑΤΩ» και η «ΑΙΓΛΗ» ή «ΓΕΝΙ ΧΑΜΑΜ», κλειστή κι αυτή σήμερα, ένας από τους πλέον ατμοσφαιρικούς χώρους σε πανελλήνια κλίμακα. Μεγάλοι χώροι φιλοξενίας μουσικών σχημάτων με διάφορο βαθμό ποιοτικών επιλογών είναι η «ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ», ο «ΜΥΛΟΣ», η «ΒΙΛΚΑ».
Το τραγικό με όλους τους χώρους αυτούς, μεσαίας ή μεγάλης χωρητικότητος, είναι ότι οι νεόκοποι και τυχάρπαστοι συνήθως ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές τους συχνά επιβάλλουν στην ορχήστρα με το στανιό ρεπερτόριο της δικής τους επιλογής με αποτέλεσμα το ουλαλούμ πρόγραμμα και την ηθική μείωση των καλλιτεχνών.
Παραδοσιακές λαϊκές ταβέρνες, θεματοφύλακες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού με ζωντανή ορχήστρα, τζουκ μποξ ή μαγνητόφωνο, και με την ολόψυχη συνδρομή και στήριξη των φανατικών θαμώνων τους, τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν και είναι:«ΣΟΥΕΖ», «ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ», «ΤΖΟΤΖΟΣ» «ΛΟΥΤΡΟΣ», «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ», «ΑΣΥΛΟ», «ΚΟΥΦΟΣ», «ΚΟΚΟΡΑΣ» και άλλες.
Οι μουσικές σκηνές της Θεσσαλονίκης ανέδειξαν μουσικούς-πολλοί είναι εμπειρικοί, άλλοι όμως σπουδαστές ή δάσκαλοι σε ωδεία-, όπως: ο Αγάθων Ιακωβίδης, από τους καλύτερους νεώτερους εκτελεστές του ρεμπέτικου μαζί με τον Γκολέ, τον Κοντογιάννη, τον Ξηντάρη, τον Τσέρτο, οι σολίστες του μπουζουκιού Χρήστος Μητρέτζης, Μανώλης Πάππος, Παύλος Παφρανίδης, και άλλοι ο και συνθέτης Ισίδωρος Παπαδάμου οι κιθαρίστες Γιώργος Χουλιάρας, Δημήτρης Μυστακίδης Γιώργος Λίζος, Σταύρος Κρομμύδας, Αντώνης Κουμανδράκης, Μάκης Πάντσιος,… και άλλοι, οι βιολιστές Κυριάκος Γκουβέντας, Φώτης Σιώτας, Στέργιος Γαργάλας Δημήτρης Θεοδωράκης και άλλοι, οι πιανίστες Γιώργος Καζαντζής, Θανάσης Μπιλιλής, Γιώργος Κοκκινάκης και άλλοι οι ακορντεονίστες Κώστας Βόμβολος (και συνθέτης), Κώστας Τσούκρας, Ηλίας Κρομμύδας, Δημήτρης Τσιολχάς, οι κοντραμπασίστες και συνθέτες Μιχάλης Σιγανίδης, και Κώστας Θεοδώρου καθώς και ο Δημήτρης Γουμπερίτσης, ο Δημήτρης Μπασλάμ και άλλοι, οι κρουστοί Λευτέρης Παύλου, Κατερίνα Παπαδοπούλου, και άλλοι. Εδώ, ας μου επιτραπεί να σημειώσω και την προσωπική μου συμβολή στη σύνθεση, το στίχο, την ερμηνεία δικών μου και καθιερωμένων λαϊκών τραγουδιών.Διάδοχος ίσως του θρυλικού «ΜΙΝΟΥΙ» θα μπορούσε να θεωρηθεί η «ΟΜΟΡΦΗ ΝΥΧΤΑ» του Χουλιάρα, ο περίφημος «ναός», που στην εποχή του, μέχρι το 2005 περίπου που έκλεισε, δεν είχε το ταίρι της ούτε στον Πειραιά και στην Αθήνα.
Ωραία μαγαζιά με ζωντανή λαϊκή μουσική που λειτουργούν ακόμη σήμερα είναι: η κλασική πλέον μουσική ταβέρνα «ΤΟΜΠΟΥΡΛΙΚΑ» του αγωνιστή μπουζουξή και ερμηνευτή Παντελή Χατζηκυριάκου , το κέντρο του «ΠΛΑΣΤΑΡΑ» στα Κάστρα, η λαϊκή μπουάτ «ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ» στο Λευκό Πύργο, και κάποια ταβερνάκια με ζωντανή λαϊκή ορχήστρα άνευ μικροφώνων, όπως το «ΧΑΤΖΗ ΜΠΑΞΕ», το «ΠΗΡΕ ΚΑΙ ΒΡΑΔΥΑΖΕΙ» και κάποια άλλα.Στο μεταξύ σημειώνεται η εμφάνιση αξιομνημόνευτων σχήματα παραδοσιακής μουσικής που έχουν τελευταίως αναδειχθεί στην πόλη, όπως ΟΙ «ΕΝ ΧΟΡΔΑΙΣ» και το συγκρότημα «ΛΩΞΑΝΔΡΑ». Σχεδόν ταυτόχρονα ταλαντούχοι μουσικοί, όπως ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Παύλος Παυλίδης προσεγγίζουν μια γκρίζα ή μαύρη εκδοχή τη Θεσσαλονίκης με εμπνευσμένες ροκ συνθέσεις.
Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί η σημαίνουσα προσφορά ενός –με έναν ιδιαίτερο τρόπο- λαϊκού συνθέτη και ποιητή πρώτης γραμμής, του Θεσσαλονικιού Σταύρου Κουγιουμτζή, για τον οποίο η πατρίδα του αποτελεί βασικό πυρήνα έμπνευσης, συνεργάζεται σχεδόν με όλους τους εξέχοντες λυρικούς ποιητές-στιχουργούς της εποχής μας, ιδιαιτέρως δε με τον σημαντικό ποιητή της Θεσσαλονίκης Γιώργο Θέμελη.
Η στάση ζωής του Κουγιουμτζή αποτελεί μοναδικό παράδειγμα καλλιτέχνη αριστοτεχνικού μουσικού ύφους και ακέραιου ήθους στα μεταπολεμικά μας χρόνια.Ο Διονύσης Σαββόπουλος καταφεύγει νεαρός στην πρωτεύουσα κουβαλώντας μια τεράστια παρακαταθήκη αναμνήσεων από την Θεσσαλονίκη που διαμορφώνουν εν πολλοίς τη βάση των εμπνεύσεων για τη δημιουργία μιας ιδιόμορφης και ιδιοφυούς τραγουδιστικής εποποιίας.
Το ύφος του διακρίνεται από συγκερασμό στοιχείων με καταγωγή από το ρεμπέτικο, το δημοτικό τραγούδι, την καντάδα, τις βαλκανικές ορχήστρες, την σύγχρονη δυτική ροκ κουλτούρα.
Ο λατρεμένος Νίκος Παπάζογλου, με συγγενικές καταβολές σαν εκείνες του Σαββόπουλου, αλλά με πιο επίμονη και πιο συναισθηματικής καταγωγής την κεντρομόλο ροπή του προς την Θεσσαλονίκη και την προσφυγιά της, δημιουργεί άκρως πρωτότυπους και ενδιαφέροντες κύκλους τραγουδιών με βάση το λαϊκό τραγούδι και μια μοναδική ανατολίζουσα –ενίοτε σπαρακτική, άλλοτε παιχνιδιάρικη ερμηνεία.Ο Μανώλης Ρασούλης, ένας λαϊκός δημιουργός και ποιητής αξιώσεων, τόσο μοντέρνος, όσο και παραδοσιακός μαζί, διαλέγει τα τελευταία χρόνια για θετή του πατρίδα την πόλη μας και την υποστηρίζει σθεναρά με την παρουσία του αλλά δεν τυχαίνει να εμπνευστεί ιδιαίτερα απ’ αυτήν (εξαίρεση το σουξέ «Πότε Βούδας, πότε Κούδας».
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες εξακολουθούν να γεννιούνται και να παρουσιάζουν αξιοσημείωτες μουσικές εργασίες -σε ύφος που κατά βάση στηρίζεται στη λαϊκή μουσική παράδοση- με επιτυχία αξιόλογοι δημιουργοί, -πρώτη ταλεντομάννα πανελληνίως η Θεσσαλονίκη- κυρίως τραγουδοποιοί και συνθέτες που δημιουργούν ποιοτικό μουσικό και στιχουργικό έργο, όπως, ο Αργύρης Μπακιρτζής, ο Γιώργος Καζαντζής, ο Γιώργος Ζήκας, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης και άλλοι, καθώς και πολλοί και καλοί ερμηνευτές και ερμηνεύτριες, όπως η Μελίνα Κανά, η Λιζέτα Καλημέρη, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, η Μαρία Φωτίου, η Κατερίνα Σιάπαντα, η Φωτεινή Βελεσιώτου, οι αδερφές Τσαϊρέλη, η Τουρκάλα Ντιλέκ Κοτς, ο Κώστας Μακεδόνας, οι αδελφοί Πρατσινάκη, ο Ανδρέας Καρακότας, ο Παντελής Θεοχαρίδης, ο Δημήτρης Νικολούδης, ο Παναγιώτης Καραδημήτρης και άλλοι. Πολλοί απ’ αυτούς επιλέγουν να εργαστούν στην Αθήνα, δικαίως, αφού η συμπρωτεύουσα έχει αποδείξει ότι δεν διαθέτει τα μέσα, δεν έχει τον τρόπο ή την διάθεση να βοηθήσει στην ανάδειξη της εργασίας των δημιουργούν που διαμένουν εδώ και σχεδόν δε μπορεί πια να τους θρέψει.Είναι δυστυχώς γεγονός ότι μια πόλη που πριν από είκοσι χρόνια διέθετε πολλά ατμοσφαιρικά στέκια του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, σήμερα έχει ορφανέψει από αυτά και οι καλοί μουσικοί και τραγουδιστές βρίσκονται εδώ και αρκετά χρόνια σε διαρκή και απεγνωσμένη αναζήτηση εργασίας.
Φαινόμενο, που αποτελεί επιμέρους χαρακτηριστικό μιας φθίνουσας πορείας του πολιτιστικού προσώπου της πόλης, η οποία τις τελευταίες δεκαετίες είχε γυρίσει τις πλάτες της στις όποιες εξελικτικές διεργασίες της χώρας, προτίμησε το φλερτ με την συντηρητική εσωστρέφεια και αρκέστηκε να συνεχίσει να τραγουδά τον στείρο αμανέ της για την μπαμπέσα Αθήνα, που «όλο της την φέρνει», εξαντλώντας η ίδια την καθωσπρεπίστικη αμηχανία της σε αναπλάσεις διατηρητέων πλατειών όπως τα Λαδάδικα, ή Άθωνος και η Εμπορίου που απευθύνονται σε ανυποψίαστους φοιτητές ή ιλουστρασιόν και λαμέ πελατεία του σαλονικιώτικου νεοπλουτιστάν, -όπως θα’ λεγε και ο αείμνηστος αδελφός Ρασούλης- σκυλοπόπ δημαρχιακές φιέστες και πλαστικολουλουδοπόλεμο στα Σφαγεία.
Τόσο οι ταγοί της, όσο και η πλειοψηφία του λαού της επέλεξαν να την στρέψουν να μιμηθεί τα κακά της Αθήνας αλλά και τα κακά, ας πούμε, της Λάρισας αντί για τα καλά, τα όποια καλά, της εσαεί «ένοχης» υποτίθεται, πρωτεύουσας.
Ας μη γελιόμαστε, λαϊκό τραγούδι δεν υπάρχει παρά μόνο ως επιβίωμα και ως εμμονή κάποιων στερνών μονομάχων που το στηρίζουν. Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν λαό νέας κοπής που η ψυχοσύνθεσή του έχει υποστεί ραγδαίες αλλοιώσεις οι οποίες έχουν καταντήσει ακόμη και την πιο πρόσφατη πολιτιστική ταυτότητά του μη αναγνωρίσιμη.Παρόλα αυτά συν τω χρόνω έχει μαζευτεί μια ισχνή σοδειά για το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι για την Θεσσαλονίκη : μονογραφίες, άρθρα, επιφυλλίδες, συνεντεύξεις, απόπειρες για την παρουσίαση πορτρέτων λαϊκών καλλιτεχνών, που έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί στον περιοδικό τύπο ή σε λαογραφικά και λογοτεχνικά έντυπα και ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις περιοχών του τραγουδιού.
Ακόμη έχουν την αξία τους βιβλία που περιέχουν το κόρπους των δημιουργιών ενός δόκιμου καλλιτέχνη, όπως εκείνα του Σταύρου Κουγιουμτζή και του Διονύση Σαββόπουλου και αυτοβιογραφίες όπως της Σεβάς χανούμ και της Καίτης Γκραίη.
Όλα αυτά μαζί συνδιαμορφώνουν το υλικό για την σύνθεση ενός πρώτου πεδίου έρευνας γύρω από το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι στην πόλη μας.
Να προσθέσω και δουλειές που μου έρχονται στο νου, όπως πονήματα του Ηλία Πετρόπουλου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Γιώργου Ιωάννου, του Τόλη Καζαντζή, και νεώτερων, όπως του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ιδίως με το «Ουζερί Τσιτσάνης» και κάποια αφηγήματα, -δικά μου βιβλία, ιδίως το μυθιστόρημα «Όμορφη νύχτα» και άλλα-, του ακάματου Χρήστου Ζαφείρη, που ετοιμάζει μελέτη για το πρόσωπο του θεσσαλονικιώτικου τραγουδιού, του Άκη Γεροντάκη, και άλλων.Μη βαυκαλιζόμαστε βέβαια. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει τίποτε το ολοκληρωμένο.
Θα χρειάζονταν χρόνια αυτοθυσίας και επίπονης τριβής κάποιων καμικάζι της μελέτης και της έρευνας με πρόσφορο μόνον ένα υλικό δυσεύρετο έως απολεσθέν και βάση την υπάρχουσα ισχνή βιβλιογραφία.Η κατάσταση είναι θλιβερή. Πριν από χρόνια ο Φοίβος Ανωγιαννάκης έκανε θαύματα. Βρέθηκε κάποτε μια ερευνήτρια, η Δέσποινα Μαζαράκη και έγραψε την πολύτιμη μελέτη «Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα».
Υπάρχει βέβαια παλαιά και νέα γενιά ερευνητών που επιμένουν : Ο Κουνάδης, ο Διονυσόπουλος, ο Χατζηδουλής, ο Μανιάτης, ο Λιάβας, ο Καλυβιώτης, ο Κοντογιάννης, ο Μπαλαχούτης, ο Γεωργιάδης, ο Καπετανάκης και άλλοι. Μα αυτοί εργάζονται σε πανελλήνια κλίμακα και πάντως όχι ιδιαίτερα ή σχεδόν καθόλου για την μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης.Είναι τραγικό επίσης που σήμερα δεν κυκλοφορεί στην χώρα μας κανένα περιοδικό για το λαϊκό τραγούδι εκτός από τον «Μετρονόμο» που επιμένει να εκδίδει ο χαλκέντερος νεαρός Θανάσης Συλιβός ιδίοις αναλώμασιν και πωλείται μόνο 4 ευρώ με ελάχιστους μουστερήδες.
Μήπως θα ήταν πιο χρήσιμο για όλους μας αντί να διοργανώνουμε συμπόσια για τέτοια σοβαρά θέματα, υψηλών απαιτήσεων, με ανύπαρκτη βιβλιογραφία, να στρωθούμε στη δουλειά για να διασώσουμε έστω τα έσχατα ψυχία του αστικού μουσικού πολιτισμού ενός λαού ο οποίος, προτού να γονατίσει, είχε ήδη εξόφθαλμα ενδώσει και αλλοτριωθεί;Και πώς άραγε, δηλαδή με τι φόντα, να μιλήσουμε σχετικά με την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού της πόλης μας ή της χώρας μας για ολόκληρο τον περασμένο αιώνα, όταν δεν διαθέτουμε ούτε μια υποτυπώδη μονογραφία της ιστορίας του μπουζουκιού;
Θωμάς Κοροβίνης
Το κείμενο αποτελεί μια πρώτη απόπειρα πρωτεγενούς προσέγγισης ενός μεγάλου κεφαλαίου, του λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη τον 20ο αι. Διαβάστηκε ως εισήγηση, την Τρίτη, 4 Σεπτεμβρίου, στο συνέδριο για την μουσική του Φεστιβάλ «Παρά θιν αλός» της Καλαμαριάς και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μετρονόμος», τεύχος 46-Αφιέρωμα στον Μάνο Λοίζο.
Σημείωση: *(Δεν επεκτάθηκα επ’ αυτού, εκτενώς, επειδή για την σχέση του κορυφαίου συνθέτη με την πόλη μίλησε ο φίλος συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης).
O Θωμάς Κοροβίνης, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, έζησε για μια οχταετία στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους.Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά πολιτιστικού προσανατολισμού.
Έγραψε τα βιβλία: Τουρκικές παροιμίες, Κανάλ ντ' Αμούρ, Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου, Φαχισέ Τσίκα, Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες, Κωνσταντινούπολη – Λογοτεχνική ανθολογία, Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη, Ο Μάρκος στο χαρέμι, Το χτικιό της Άνω Τούμπας, Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα, Οι Ασίκηδες ‒ Εισαγωγή και ανθολογία της τουρκικής λαϊκής ποίησης από τον 13ο αιώνα μέχρι σήμερα, Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, Αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη, Θεσσαλονίκη 2005 – Ρεπορτάζ – Στον αδελφό Γιώργο Ιωάννου πού λείπει 20 χρόνια στην καταπακτή, Σμύρνη, μια πόλη στην λογοτεχνία, Όμορφη Νύχτα ‒ Χρονογραφία-μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη [1985-2005], Ο Καραγκιόζης λαϊκός τραγουδιστής, Ο γύρος του θανάτου, Θεσσαλονίκη 1912-2012 ‒ Μέσα στα στενά σου τα σοκάκια, Το αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου.
Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί. Για το μυθιστόρημά του Ο γύρος του θανάτου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011.Είναι συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών.
Δισκογραφία: Από έβενο κι αχάτη, Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν, Τακίμια, Το Κελί.
Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με το δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
***
Φωτογραφία (Ο Βασίλης Τσιτσάνης με αφιέρωση στον Ηλία Πετρόπουλο), από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, (2009) Ρεμπέτικα τραγούδια, Κέδρος
της Κρυσταλίας Πατούλη
tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου