1η Ιουλίου 1893
....Εκείνο το βράδυ διανυκτέρευσα σε χάνι των Βρυσών. Μπαίνοντας μέσα αντίκρισα καμιά τριανταριά άτομα να κάθονται κυκλικά. Άλλοι ήταν απασχολημένοι με το να κάνουν το νερό στους ναργιλέδες να γουργουρίζει και άλλοι με το να στρίβουν τσιγάρα, στη μέση ένας νεαρός τραγουδούσε με την συνοδεία κρητικής λύρας. Ήταν από εκείνα τα τραγούδια που αποκαλούνται μαντινάδες. Το μουσικό θέμα ήταν τελείως απλό και η απόδοση του στηριζόταν σ ένα ανακάτωμα ένρινων και μεταλλικών ήχων. Όμως οι στίχοι ήταν πράγματι όλο πάθος και χάρη. Το τραγούδι αυτό έλεγε :
-Άνοιξε πόρτα τση ξανθής, ξανθής και μαυρομάτας
-Ποιος είσαι, πως σε κράζουνε, τι παρανόμι έχεις;
-Εγώ ‘μια αυτός που σου 'φερνε τα ψάρια, τσι ντομάτες
και τα σταφύλια τα γλυκά κι εφίλιεσε στα χείλη.
-Πες μου σημάδι της αυλής να κατεβώ ν΄ανοίξω.
-Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ροζακί, κάνει κρασί μοσχάτο
κι όποιος το πιεί τονώνεται και πάλι αναζητά το.
-Ψώματα λες, μαριόλου γιέ, η γειτονιά σου τα΄πε.
Πες μου σημάδια του κορμιού ν' ανοίξω να 'μπεις μέσα.
-Έχεις ελιά στο μάγουλο, ελιά 'χεις και στην πλάτη
και εις τη μέση τω βυζώ τ' αστρη και φεγγαρι.
-Σκλάβες, γλακάτε, ανοίξετε ούλες τσι πόρτες να 'μπει
και συ βάγια ετοίμασε το νυφικό κρεβάτι.
Χριστέ μην κράξει πετεινός και μη χαράξει η μέρα,
για να 'χω στην αγκάλη μου την άσπρη περιστέρα.
Μετά το τραγούδι ακολούθησε χορός. Τρείς άντρες πιασμένοι από τα χέρια άρχισαν να γυρνούν αργά στο δωμάτιο εκτελώντας άλματα με τελετουργική σοβαρότητα, ενώ η κρητική λύρα συνέχισε να βουίζει σαν κουνούπι κολλημένο στο τζάμι. Ένας υπέροχος γέροντας, μια φυσιογνωμία βγαλμένη από πίνακα του Τιτσιάνο, ήταν ο επικεφαλής της ομάδος των χορευτών. Κάθε τόσο απομακρυνόταν από τους υπόλοιπους και ακλουθώντας αντίστροφη κίνησης τον κύκλο, απευθυνόταν προς αυτούς με μεγαλοπρεπείς χειρονομίες...επιβεβαίωση ότι όλα ήταν μνήμες μιας πανάρχαιας θρησκευτικής τελετή
ΒΙΤΟΡΙΟ ΣΙΜΟΝΕΛΛΙ
-Άνοιξε πόρτα τση ξανθής, ξανθής και μαυρομάτας
-Ποιος είσαι, πως σε κράζουνε, τι παρανόμι έχεις;
-Εγώ ‘μια αυτός που σου 'φερνε τα ψάρια, τσι ντομάτες
και τα σταφύλια τα γλυκά κι εφίλιεσε στα χείλη.
-Πες μου σημάδι της αυλής να κατεβώ ν΄ανοίξω.
-Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ροζακί, κάνει κρασί μοσχάτο
κι όποιος το πιεί τονώνεται και πάλι αναζητά το.
-Ψώματα λες, μαριόλου γιέ, η γειτονιά σου τα΄πε.
Πες μου σημάδια του κορμιού ν' ανοίξω να 'μπεις μέσα.
-Έχεις ελιά στο μάγουλο, ελιά 'χεις και στην πλάτη
και εις τη μέση τω βυζώ τ' αστρη και φεγγαρι.
-Σκλάβες, γλακάτε, ανοίξετε ούλες τσι πόρτες να 'μπει
και συ βάγια ετοίμασε το νυφικό κρεβάτι.
Χριστέ μην κράξει πετεινός και μη χαράξει η μέρα,
για να 'χω στην αγκάλη μου την άσπρη περιστέρα.
Μετά το τραγούδι ακολούθησε χορός. Τρείς άντρες πιασμένοι από τα χέρια άρχισαν να γυρνούν αργά στο δωμάτιο εκτελώντας άλματα με τελετουργική σοβαρότητα, ενώ η κρητική λύρα συνέχισε να βουίζει σαν κουνούπι κολλημένο στο τζάμι. Ένας υπέροχος γέροντας, μια φυσιογνωμία βγαλμένη από πίνακα του Τιτσιάνο, ήταν ο επικεφαλής της ομάδος των χορευτών. Κάθε τόσο απομακρυνόταν από τους υπόλοιπους και ακλουθώντας αντίστροφη κίνησης τον κύκλο, απευθυνόταν προς αυτούς με μεγαλοπρεπείς χειρονομίες...επιβεβαίωση ότι όλα ήταν μνήμες μιας πανάρχαιας θρησκευτικής τελετή
ΒΙΤΟΡΙΟ ΣΙΜΟΝΕΛΛΙ
Το ανέβασε ο φίλος Ονειροθέρης -απο την Κίσαμο- στο facebook.
Βρύσες μάλλον εννοεί στον Αποκόρωνα το κεφαλοχώρι γιατί είναι και στην Κυδωνία στα Χανιά. Σύμπτωση, σήμερα το φαγητό μου το συνόδευσα με Βρυσιανό κρασί...
Simonelli, ένας απο τους πολλούς περιηγητές που άφησαν στα γραπτά τους για τον παλιό τρόπο ζωής των Κρητικών και των Ελλήνων, πράματα που μας φαίνονται τόσο μακρυνά πιά... αφου καθημερινά βελάζουμε σαν τα πεινασμένα ριφάκια και τρέχουμε να πάρουμε τα φώτα της αμερικάνας "μαμάς" μας...
Ψέμματα ;; Για πηγαίνετε στους σινεμάδες να δείτε τι γίνεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου