Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Πάνος Κατσιμίχας - Το λαϊκό σε πετυχαίνει στο δοξαπατρί…


Το 1984, έναν χρόνο πριν βγουν τα περίφημα Ζεστά Ποτά, στον ομώνυμο δίσκο του Λεωνίδα Βελή υπήρχε ένα τραγούδι που μουσικά θα έλεγε κανείς πως άνηκε στον Χρήστο Νικολόπουλο:
Μείνε όπως ήσουνα ήταν ο τίτλος του, και μετά τη σόλο εισαγωγή ενός κλαρίνου, συνοδευόμενου από τον ήχο μπουζουκιού, η βαθύχρωμη φωνή του Βελή, πάνω στα πατήματα του Στέλιου Καζαντζίδη, τραγουδούσε: Μη μου ζητάς να μείνουμε φίλοι/Πώς να σε δω με τα μάτια ενός άλλου/Πώς να ξεχάσω τα λόγια που μου είπες/Τα ψεύτικα, όλα τελειώσανε. Συνθέτης και στιχουργός ο -άγνωστος τότε στο ευρύ κοινό- Πάνος Κατσιμίχας, ο οποίος περιέγραφε τον χωρισμό του με λόγια απλά, απευθυνόμενος κατά πρόσωπο στον «θύτη» του: Ό,τι δεν ζήσαμε απόψε με τυλίγει/Έλεγες δώσ’ μου τον καιρό και θα τα βρούμε/Δε σου χρωστάω συμφωνίες και εξηγήσεις/Δε μου χρωστάς, όλα τελειώσανε. Άραγε ήταν ένα απλό παιχνίδι της νεότητας ή μια μουσική φωτοβολίδα; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το πέρασμα του χρόνου εκτός από τα σπουδαία ροκ και έντεχνα τραγούδια των Κατσιμιχαίων έφερε και ορισμένα αμιγώς λαϊκά, ερμηνευμένα είτε από τους ίδιους είτε από άλλους (Γιώργο Νταλάρα, Αντώνη Βαρδή, Μανώλη Λιδάκη κ.ά.) Τραγούδια αξιοζήλευτα για κάθε λαϊκό συνθέτη και στιχουργό όπως τα Αν υπάρχει λόγος, Έτσι κι αλλιώς σε περιμένω, Πέρασε κάποια και φορούσε τ’ άρωμά σου, Δώσ’ μου πίσω το λουλούδι, Η συνέλευση των ποντικών, κ.ά. Βασικός αυτουργός ο Πάνος Κατσιμίχας, ο οποίος για πρώτη φορά στην καριέρα του μας μίλησε αποκλειστικά για τη σχέση του με το λαϊκό τραγούδι. Ένας χείμαρρος λόγου, αναμνήσεων και λαϊκών στιγμών. Μια κατάθεση ψυχής. Τον ευχαριστούμε. Από καρδιάς. Όπως είναι γραμμένα και τα λαϊκά του τραγούδια.

Πώς μπήκε στη ζωή σας το λαϊκό τραγούδι; 

Μαυρομμάτι Θηβών, 1960. Θυμάμαι ακόμα το μακρόστενο ξύλινο τραπέζι, τους άντρες γύρω γύρω αυστηρούς, σοβαρούς, με τα άσπρα πουκάμισα, το κόκκινο κρασί το δικό τους, από τα αμπέλια τους. Στην κεφαλή του τραπεζιού ο παπα-Γιώργης, κάτι σαν αρχηγός και πολέμαρχος του χωριού, ο πιο άγριος απ’ όλους. Δίπλα του ο παππούς μου, ο μπαρμπα-Γιάννης Κατσιμίχας, ο πατερ-φαμίλιας. Μετά ο πατέρας μου, τα αδέλφια του, όλο το σόι. Στο τραπέζι ήταν μόνο άντρες• οι γυναίκες κάπου στο πλάι. Τα αγόρια κυκλοφορούσαν ελεύθερα στην «τελετή». Μας ήθελαν, μας γούσταραν και δίχως λόγια, μάλλον μας μετέδιδαν τα  βασικά: «Έλα ’δω μπινιάρι» (μπινιάρι στα Αρβανίτικα σημαίνει δίδυμος). Χλαπ, ένα κοψίδι στο στόμα, και χλουπ, μια γουλιά κόκκινο κρασί από το βαγένι (το τεράστιο ξύλινο βαρέλι του κρασιού). Γουλιές κατευθείαν από το ποτήρι του παππού. Έπειτα άρχιζαν τα κλέφτικα. Τραγουδούσαν κάτι αρχέγονα, μακρόσυρτα τραγούδια της τάβλας, που δεν τελείωναν ποτέ. Πρώτα ένας και μετά όλοι μαζί. Δεν μπερδεύονταν, δεν έπεφτε ποτέ ο ένας πάνω στον άλλον, ξέρανε πολύ καλά τι έκαμναν.
Τι αισθανόσασταν ακούγοντάς τους ;

Θυμάμαι ακόμα το δέος και την ιερή φρίκη που ένιωθα, έτσι όπως τους έβλεπα όλους μαζί να πίνουνε και να τραγουδάνε. Σαν να ξεπροβόδιζαν τον ήρωα Κατσαντώνη, που θα ’φευγε το βράδυ με τα παλληκάρια του, να πάνε να πολεμήσουν «για την ελευθερία της πατρίδος και του Χριστού την πίστη την αγία». «Ωρέ βγήκεν ο ή-/η-η-η-η-ή-λιος στα βουνάαααα, άιντε Κατσαντώνη μου...» Έχω την εντύπωση ότι πρόλαβα τις αρχαίες τελετές. Έτσι νιώθω ακόμα.

Τραγουδούσαν μόνο κλέφτικα τραγούδια ;

Όχι, έπειτα το γύρναγαν στα αρβανίτικα. Έβγαζε ο παπα-Γιώργης την κουμπούρα από το ράσο του, άρχιζε τα μπαμ μπουμ και γινόταν κόλαση. Heavy και death metal μαζί… Ποτέ, όμως, δεν είδα ένα τέτοιου είδους γλέντι να εκτρέπεται σε οχλαγωγία. Δεν έκαναν πλάκα, κάτι άλλο πολύ σοβαρό έκαναν. Κανενός δεν τάραζε το μάτι, ήταν ήρεμοι, ποτέ δεν έγινε καβγάς. Ο παπάς, ο παππούς πατερ-φαμίλιας, μετά τα αδέρφια, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Υπήρχε κοντρόλ και ιεραρχία.

Ξάδελφός σας ήταν και ο Μιχάλης Πελώνης, τραγουδιστής του Γιώργου Κόρρου…

Ο Μιχάλης ο Πελώνης ήταν κάτι σαν ξάδερφος. Δεύτερος, τρίτος, δεν ξέρω ακριβώς. Στα αρβανιτοχώρια οι μισοί είναι ξαδέρφια ή μακρινοί συγγενείς με τους άλλους μισούς. Κάποια στιγμή, μετά τα μπαμ μπουμ, στο chill out, τον ανέβαζαν στην καρέκλα. Ο Μιχάλης πρέπει να είναι 3 χρόνια μεγαλύτερός μου. Παρότι ήταν παιδί, είχε μια βραχνή παράξενη φωνή, με μεγάλη έκταση (στιβαρές χαμηλές, βελούδινες ψηλές νότες), που τραγουδούσε με την τέχνη και την τεχνική γέρου ανθρώπου. Μεγαλωμένος στο χωριό, είχε πιει κατ’ ευθείαν από την «πηγή»• η φωνή του είχε κάτι από τις αρχαίες μνήμες. Τον θαύμαζα και τον θαυμάζω απεριόριστα. Όταν τον ανέβαζαν στην καρέκλα να τραγουδήσει, θυμάμαι τους γέρους να τον ακούνε με σεβασμό, αυτόν, ένα δωδεκάχρονο παιδί. Αργότερα τον άκουσε ο Κόρρος, του έκανε ένα δισκάκι στην εταιρεία των αδερφών Λαμπρόπουλου, πήγε φαντάρος, παντρεύτηκε, τα παράτησε και έγινε φούρναρης. Τον ίδιο καημό και την ίδια συγκίνηση αισθάνθηκα, χρόνια αργότερα, όταν άκουσα τη Χαρούλα Αλεξίου να τραγουδάει δημοτικά τραγούδια. Μια λέξη μονάχα μπορώ να βρω. Ιέρεια. Τη θυμήθηκα γιατί είναι κι αυτή από τα γύρω μέρη της Θήβας και έχει τον ίδιο συγκλονιστικό τρόπο όταν τραγουδάει δημοτικά.

Πώς ήταν οι ορχήστρες που έπαιζαν;

Εγώ θυμάμαι δύο ειδών ορχήστρες. Η μία ήταν η πιο «ροκ», με λιτή σύνθεση. Νταούλι και ζουρνάς ξεροσφύρι. Στις παραμονές του πανηγυριού της Παναγίας σκάγανε μύτη στο χωριό περιφερόμενοι Γύφτοι, που παίζανε χύμα στον δρόμο• νταούλι και ζουρνάς. Η άλλη σύνθεση ήταν η «επίσημη», να την πω, η πλήρης. Κρουστά, κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαούτο. Πολλοί τραγουδιστές και τραγουδίστριες, και οι φοβερές μικροφωνικές με το γνωστό «βάθος».

Χορεύατε;

Από χορούς θυμάμαι κυρίως δύο. Τους συρτούς και το τσάμικο, ή μάλλον το «καγκέλι», αυτό είναι το αρβανίτικο τσάμικο. Αν δεν έχεις δει την ξαδέρφη μου, την Ιωάννα, να το χορεύει, δεν ξέρεις τι θα πει τσάμικο…

Η βάση σας ήταν, βέβαια, η Αθήνα. Εκεί ποια σχέση είχατε με το λαϊκό τραγούδι;

Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα Αν δεν υπήρχαν αυτές οι ολιγοήμερες διακοπές-επισκέψεις στο χωριό του πατέρα μου πιθανότατα δεν θα ερχόμουν ποτέ σε επαφή με το δημοτικό τραγούδι. Στο δικό μου το «χωριό», τον Άγιο Δημήτριο ή Μπραχάμι, επικρατούσαν άλλες καταστάσεις: Καζαντζίδης-Μαρινέλα, Μενιδιάτης, Μπακάλης, Πάνου, Μοσχολιού, Γαβαλάς-Κούρτη, Χιώτης-Λίντα, κ.λ.π. Όλη, δηλαδή, η σκηνή του λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας του ’60. Αυτά έπαιζε το ραδιόφωνο• αυτά ακούγαμε. Τα καλοκαίρια, όμως, ερχόταν η σειρά του άλλου παππού, από την πλευρά της μάνας μου. Ο παππούς μου ο Παναγιώτης ήταν η άλλη πλευρά του νομίσματος. Ήταν δάσκαλος, λόγιος, καλλιεργημένος. Έπαιζε μαντολίνο και ντυνόταν σαν τον Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ στο «Casablanca». Τον θυμάμαι τα βράδια του καλοκαιριού στο νεοκλασικό σπιτάκι του στην Κόρινθο, κάτω από την κληματαριά, με το μαντολίνο στα χέρια: Εγώ θα κόψω το κρασί.... (δεν το έκοβε με τίποτα...), Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες, Ήρθες αργά στον δρόμο της ζωής μου, αλλά συγχρόνως και Άπονη ζωή, Στο περιγιάλι το κρυφό και ό,τι λυρικότερο είχαν ακούσει τα αυτιά μου μέχρι τότε. Τον άκουγα μαγεμένος και έχω ακόμα το μαντολίνο του κρεμασμένο ανάμεσα στις κιθάρες μου.

Ποια είναι τα δικά σας αγαπημένα λαϊκά τραγούδια;

Είναι τεράστιος ο κατάλογος. Από πού να αρχίσω τώρα και πού να τελειώσω; Θα σου πω, όμως, μερικά, έτσι όπως μου έρχονται αυθόρμητα, χωρίς χρονολογική συνέπεια. Σου ξαναλέω, είναι πολλές εκατοντάδες τα τραγούδια που αγαπάω. Για παράδειγμα:  Στο τραπέζι που τα πίνω, Του κόσμου το περίγελο, Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαδιά, Εφτά νομά, Φέρτε μια κούπα με κρασί, Μες στης Πεντέλης τα βουνά, Μην περιμένεις πια, Αυτή  η νύχτα μένει, Τα δυο σου χέρια πήρανε,  Άσπρο πουκάμισο φορώ, και αν συνεχίσω, φίλε μου Σπύρο, θα χρειαστεί όλο το περιοδικό. Γι’ αυτό θα σου πω: όλα του Βαμβακάρη, όλα του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα, του Παπαϊωάννου, του Πάνου, του Νικολόπουλου και εκατοντάδες ακόμα ρεμπέτικα. Σταματάω εδώ• δεν έχει νόημα να συνεχίσω…

Υπάρχει όμως κάποιο λαϊκό τραγούδι που σας σημάδεψε ξεχωριστά από τα άλλα;

Όταν ήμουν 12 χρονώ άκουσα στο ραδιόφωνο ένα απόγευμα το Χωρίσαμε ένα δειλινό, του Τσιτσάνη, με τη φωνή του ίδιου. Εκείνη ακριβώς ήταν η στιγμή που έφαγα το «ηλεκτροσόκ». Αυτό το τραγούδι το αγάπησα κεραυνοβόλα, και αυτό έστρεψε τις κεραίες μου στο λαϊκό τραγούδι.

Το οποίο και τραγουδούσατε στα φοιτητικά σας χρόνια στη Γερμανία… Μιλήστε μου για αυτές τις πρώτες συναυλίες.

Στο Δυτικό Βερολίνο υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες ξένοι, πολιτικοί πρόσφυγες, φοιτητές, οικονομικοί μετανάστες, άνθρωποι από όλες τις μεριές του πλανήτη. Υπήρχε, λοιπόν, μια πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα και μεγάλη αλυσίδα από μικρά ή μεγαλύτερα folk -pubs, όπου παιζόταν αποκλειστικά φολκλορική μουσική από όλο τον κόσμο. Σε αυτά τα folk pubs παίζαμε κι εμείς. Λεγόμασταν «Trilogie» (Τριλογία) και ήμασταν ο Χάρης, εγώ και, τα τελευταία χρόνια, ο Δημήτρης ο Ζμπέκος (σ.σ. πρώην μέλος Ζιγκ Ζαγκ) μπουζούκι και τραγούδι. Παίζαμε τα πάντα. Πότε με δύο κιθάρες και μπουζούκι, πότε μπουζούκι, κιθάρα και φυσαρμόνικα, πότε τρεις φωνές α καπέλα, μόνο με κρουστά. Από δημοτικά μέχρι ρεμπέτικα, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μαρκόπουλο, Μούτση, Λοΐζο, μέχρι και Νέο Κύμα. Ήταν μεγάλο σχολείο αυτή η θητεία, γιατί εκεί συνειδητοποιήσαμε ποια είναι η ουσία της ελληνικής μουσικής.

Οι «λαικές» συναυλίες συνεχίστηκαν και στην Ελλάδα μαζί με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, σωστά;

Ναι, στα τέλη του ’82, αρχές ’83, αφού είχαν τελειώσει οι σπουδές, αφού είχα ξεμπερδέψει με τον στρατό και αφού είχα πάει στους Αγώνες της Κέρκυρας του Χατζιδάκι, βρέθηκα μπροστά στο εξής δίλημμα: φεύγω πάλι έξω και δεν ξαναγυρίζω ποτέ, ή κάθομαι, το παλεύω και όπου βγει… Δουλειά δεν εύρισκα (σε σχέση με τις σπουδές μου) πουθενά, δεν είχα καμμία προοπτική, δεν υπήρχε καμμία διέξοδος. Οπότε, αποφάσισα να κάνω μια κομπανία. Μαζευτήκαμε τέσσερεις φίλοι από το Μπραχάμι, δύο κιθάρες, μπαγλαμάς, μπουζούκι, και φτιάξαμε τους «Εκτός σχεδίου». Πιάσαμε δουλειά σε μια ταβέρνα (γάμοι-εκδηλώσεις-βαφτίσια) στην Αργυρούπολη, το «Ανώγειο». Παίζαμε τα πάντα. Λαϊκά, ρεμπέτικα, δημοτικά, ό,τι χρειαζότανε η περίπτωση. Ένα σαββατόβραδο, τίγκα το μαγαζί, αρρωσταίνει ο φίλος που έπαιζε μπουζούκι και δεν έρχεται. Απάνω στα «αμάν τι θα γίνει τώρα»  κ.λ.π. κοιτάω και βλέπω σ’ ένα τραπέζι μπροστά μπροστά τον Γεράσιμο Ανδρεάτο. Δεν τον ήξερα, τον είχα δει όμως σε μια ταβέρνα στο Μπραχάμι λίγες μέρες πριν, να παίζει μπουζούκι και να τραγουδάει για την παρέα του. Κατεβαίνω κάτω και του λέω «Ρε φιλαράκο, εσύ δεν έπαιζες μπουζούκι προχθές στο Μπραχάμι;». «Ναι», μου λέει και τα μάτια του λάμπανε. «Μένεις μακριά;», του λέω. «Όχι, εδώ δίπλα». «Πας να φέρεις το μπουζούκι σου, γιατί έχουμε μεγάλο πρόβλημα;» Πήγε, έφερε το μπουζούκι, ανέβηκε στο πατάρι κι από τότε δεν ξανακατέβηκε ποτέ. Δεν πρέπει να ήταν τότε πάνω από 20 χρονώ. Δεν είχε ξαναδουλέψει επαγγελματικά, έκανε άλλη δουλειά, αλλά ήταν θέμα χρόνου και ευκαιρίας γι’ αυτόν να γίνει επαγγελματίας μουσικός και τραγουδισταράς. Μεγάλη φωνή. Θυμάσαι Μάκη;

Πώς προέκυψε πρώτη -ουσιαστικά- δισκογραφική εμφάνιση με λαϊκό τραγούδι στον δίσκο του Λεωνίδα Βελή, το 1984;

Ο Μανώλης Ρασούλης είχε αναλάβει να κάνει μια παραγωγή στην  ΕΜΙ για τον Βελή, και μάζευε τραγούδια. Ήταν το 1982-’83, την ίδια εποχή που λέγαμε πριν για το «Ανώγειο». Με τον Μανώλη είχαμε γνωριστεί το 1976, όταν τραγουδούσαμε μαζί στην παράσταση του Σαββόπουλου «Αχαρνής». Το 1982 κάναμε ακόμα παρέα, οπότε μου λέει μια μέρα «Μήπως έχεις κανένα λαϊκό τραγούδι για έναν καινούργιο τραγουδιστή που του κάνω παραγωγή;» Είχα μερικά και του έδωσα το Μείνε όπως ήσουνα, μια λαϊκή μπαλάντα. Σε ενορχήστρωση του Αντώνη Βαρδή. Όλη αυτή την εποχή τη θυμάμαι με μεγάλη συγκίνηση. Ευτυχώς που δεν έφυγα. Δυο χρόνια μετά έγιναν τα Ζεστά Ποτά, που ήταν έτοιμα στο συρτάρι και περιμένανε.

Υπάρχει περίπτωση να κυκλοφορήσουν περισσότερα λαϊκά τραγούδια που έχετε στο συρτάρι;

Δεν νομίζω. Τα λαϊκά που γράφω εγώ έρχονται κατ’ ευθείαν από την ατμόσφαιρα των ’60ς. Δεν έχουνε καμμία σχέση με αυτό που ονομάζεται σήμερα «λαϊκό τραγούδι», με τις λούπες, τα beat και τις heavy metal διπλοσολιές (εννοώ, φυσικά, αυτό που προβάλλουν τα κανάλια και τα ραδιόφωνα). Γράφω πού και πού σκόρπια για το κέφι μου, ένα κουπλέ ξέμπαρκο εδώ, ένα ρεφρέν εκεί, τα ακούει ο Χάρης και χαμογελάει: «δεν το κόβει η πουτάνα το χούι, ε…», μου λέει. Μένω όμως εκεί. Είναι το χόμπι μου. Υπάρχουν άλλοι άξιοι και πολύ καλύτεροι από ’μένα για να γράψουν και να δημοσιεύσουν λαϊκά τραγούδια. Ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Βαγγέλης Κορακάκης, ο Στέλιος Βαμβακάρης κ.ά. Ας μην μπερδευόμαστε όλοι σε όλα.

Υπάρχει, έστω, ποτέ περίπτωση σήμερα να δούμε και ζωντανά ένα μέρος της λαϊκής σας πλευράς, ως ολοκληρωμένη όμως πρόταση, ή μήπως υπάρχει ο φόβος αντίδρασης από τους σκληροπυρηνικούς σας ;

Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη των σκληροπυρηνικών του κοινού. Απλά, δεν υπάρχει κανένας καλλιτεχνικός ή άλλος λόγος για να κάνω ένα τέτοιο live.

Κλείνοντας, πώς ορίζετε, συνοπτικά, ένα πετυχημένο λαϊκό τραγούδι;

Πετυχημένο λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που σε βρίσκει με τη μία στην καρδιά• στο «δοξαπατρί». Μπαμ και κάτω.

Του Σπύρου Αραβανή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

cretan music - mantinades