Της Λένας Κισσάβου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας την Δευτέρα, 17 Μαΐου 2010
Κανείς από τους Έλληνες Μικρασιάτες αλλά και οι απόγονοί τους, ξέχασαν τις περιουσίες που χάθηκαν, μετά το διωγμό του 1922, από τη Μικρά Ασία.
Μάλιστα μετά το πρόσφατο γεγονός των αποζημιώσεων που έτυχαν 2.850 κληρονόμοι Ελλήνων Μικρασιατών, από ασφαλιστικά συμβόλαια με αμερικανική ασφαλιστική εταιρία που είχαν από τους προγόνους τους, πριν το 1915, σε κάποιους άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα για πιθανή αποζημίωση και των ακίνητων περιουσιών τους, αν και κάτι τέτοιο θεωρείται σήμερα άπιαστο όνειρο.
Ο ερευνητής-ιστορικός του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, κ. Δημήτρης Καμούζης, υποστηρίζει ότι «όσοι δεν έφυγαν τότε με την καταστροφή αλλά υπό τους όρους της συνθήκης της Λοζάνης, μπόρεσαν να φέρουν μέρος της κινητής περιουσίας τους, ενώ όσοι έφυγαν με την καταστροφή δεν έφεραν τίποτε μαζί τους, αλλά και δεν έλαβαν ποτέ αποζημιώσεις».
Πληροφορίες θέλουν να έχουν κινηθεί κάποιοι Ελληνες Κωνσταντινουπολίτες προς αυτή την κατεύθυνση αλλά είναι άγνωστη η πορεία του θέματος.
Στη Θεσσαλία δε, υπάρχει μεγάλος πληθυσμός απογόνων Μικρασιατών, καθώς σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο κ. Καμούζης «εδώ εγκαταστάθηκαν 34.659 πρόσφυγες που αντιστοιχούσαν στο 2,8% του συνολικού προσφυγικού πληθυσμού. Από αυτούς 2.903 προσφυγικές οικογένειες ή 10.238 άτομα είχαν επωφεληθεί από το πρόγραμμα αγροτικής εγκατάστασης...».
Πολλοί από αυτούς σήμερα, πιθανόν να μην γνωρίζουν τίποτα για τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους οι πρόγονοί τους, αλλά σίγουρα έχουν στη μνήμη τους στοιχεία που τους έχουν αφηγηθεί από τη ζωή τους στη Μικρά Ασία και νιώθουν ότι τους συνδέουν πολλά με αυτό το κομμάτι της ιστορίας του έθνους μας. Μάρτυρας αυτού είναι η ίδρυση ενός Συλλόγου Μικρασιατών και απογόνων αυτών, στη Λάρισα φέτος, με σκοπό να διατηρήσει ζωντανές αυτές τις μνήμες...
Τόσο για τους πρόσφυγες Μικρασιάτες που επέλεξαν να εγκατασταθούν μετά το διωγμό, στη Θεσσαλία και τη δραστηριότητα που ανέπτυξαν, αλλά και για το έργο που επιτελεί χρόνια τώρα το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών στην Αθήνα, η πληρέστερη πηγή πληροφοριών για τους Έλληνες της Μ. Ασίας, μας μίλησε ο κ. Καμούζης φωτίζοντας άγνωστες πτυχές μέρους της ιστορίας μας.
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΑΝ
34.659 ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ
ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Σύμφωνα με τον κ. Καμούζη οι περισσότεροι από εκείνους που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία ασχολήθηκαν με τη γεωργία, χρησιμοποιώντας νέες μεθόδους καλλιέργειας και συμβάλλοντας στη ραγδαία ανάπτυξη της γεωργίας της χώρας γενικότερα.
«Επειδή θέλουν να μπουν γρήγορα στον ανταγωνισμό, υιοθετούν πρώτοι νέες μεθόδους καλλιέργειας και η αγροτική παραγωγή αρχίζει να αναπτύσσεται ραγδαία, λόγω και της «ένεσης» που της έδωσαν οι πρόσφυγες. Μάλιστα σε κάποιες καλλιέργειες είχαν τεράστια πείρα και τις ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό, όπως καπνό, αμπέλια, δημητριακά κ.ά.. Η Ελλάδα, προσθέτει, έπρεπε να απορροφήσει κοινωνικά και οικονομικά 1.300.000 Έλληνες Μικρασιάτες, αριθμός αξιοσημείωτος αν αναλογιστεί κανείς ότι ο πληθυσμός της χώρας ήταν την εποχή εκείνη περίπου 5.000.000
Για να μπορέσει η ελληνική κυβέρνηση να ανταποκριθεί στο εξαιρετικά δύσκολο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων στράφηκε στην Κοινωνία των Εθνών για οικονομική και τεχνική υποστήριξη. Πράγματι στις 23 Σεπτεμβρίου 1923 συστήθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης των Προσφύγων (ΕΑΠ), η οποία είχε ως σκοπό να προωθήσει την ένταξη των προσφύγων σε παραγωγική εργασία και να εφαρμόσει ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα οριστικής επίλυσης του προβλήματος. Τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την εφαρμογή του προγράμματος της ΕΑΠ δόθηκαν υπό τη μορφή δανείων στο ελληνικό κράτος με εξαιρετικά ασύμφορους όρους. Το πρώτο του 1924 ανερχόταν σε 10.000.000 αγγλικές λίρες ενώ το δεύτερο του 1928 ήταν ύψους 6.500.000 αγγλικές λίρες.
Η ΕΑΠ υποστήριξε αρχικά την αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων, καθώς η ενασχόληση με τη γεωργία θα επέτρεπε σε μια οικογένεια να αυτονομηθεί οικονομικά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η αγροτική εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε κυρίως στη Μακεδονία και στην Ανατολική Θράκη.
Η γη που διανεμήθηκε ήταν τριών κατηγοριών: Κρατική γη, γη από απαλλοτριώσεις που εντασσόταν σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης και γη που ανήκε σε ανταλλάξιμους μουσουλμάνους.
Μέχρι το τέλος του 1930, 8.000.000 στρέμματα γης είχαν χωριστεί σε χωράφια και 570.156 πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί στις αγροτικές επαρχίες της Ελλάδας. Στο αγροτικό οικιστικό πρόγραμμα συμμετείχε και η ελληνική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα έως το 1930 να έχουν κατασκευαστεί 129.934 σπίτια, αριθμός εντυπωσιακός για την εποχή.
Ειδικά στην περιοχή της Θεσσαλίας, εγκαταστάθηκαν 34.659 πρόσφυγες που αντιστοιχούσαν στο 2,8% του συνολικού προσφυγικού πληθυσμού. Από αυτούς 2.903 προσφυγικές οικογένειες ή 10.238 άτομα είχαν επωφεληθεί από το πρόγραμμα αγροτικής εγκατάστασης. Η ΕΑΠ στο πλαίσιο ενίσχυσης αυτών των αγροκτημάτων κατασκεύασε δρόμους, γέφυρες, υδραγωγεία και πηγάδια, επέκτεινε το αρδευτικό δίκτυο, δημιούργησε αγροτικούς και κτηνιατρικούς σταθμούς και διένειμε κοπάδια ζώων στις προσφυγικές αγροτικές οικογένειες.
Αναμφίβολα η αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων αποτέλεσε ένα κολοσσιαίο επίτευγμα. Τα θετικά αποτελέσματα φάνηκαν στην παραγωγή των δημητριακών, του καπνού αλλά και του σταφυλιού, στο οποίο οι Μικρασιάτες είχαν ιδιαίτερη πείρα. Κατά συνέπεια το εθνικό εισόδημα από τη γεωργία τη δεκαετία που ακολούθησε τη Μικρασιατική καταστροφή διπλασιάστηκε από 3.171.181 δρχ. σε 6.246.938 δρχ.».
Δημιουργούνται λοιπόν νέα χωριά στη Θεσσαλία με κατοίκους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, στα οποία μάλιστα δίνουν το όνομα οικισμών και πόλεων της Μ. Ασίας αντίστοιχα, γεγονός που σύμφωνα με τον κ. Καμούζη, μαρτυρά «...πρώτα από όλα μια ιδιαίτερη συλλογική ταυτότητα. Ήθελαν να ενισχύσουν την ταυτότητά τους και αυτό εκφράζεται με κάποιους συμβολισμούς, όπως η ονομασία των οικισμών ή των δρόμων, δίνοντας ονομασίες που να τους θυμίζουν τη Μικρά Ασία.
Είναι μεν μια προσπάθεια ενίσχυσης της συλλογικής ταυτότητας αλλά και μια προσπάθεια να διατηρηθεί και στις επόμενες γενιές. Είναι ζήτημα μνήμης...
Μέχρι και σήμερα πάντως αυτή διατηρείται».
Να σημειωθεί ότι το 60% των 165.000 οικογενειών των αστών προσφύγων, όπως αναφέρει ο κ. Καμούζης, συγκεντρώθηκε στις τρεις μεγάλες πόλεις, την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι το 1922 τα μεγάλα αστικά κέντρα διέθεταν περισσότερα σχολεία, θέατρα, ναούς και αποθήκες για να ανταποκριθούν στην ανάγκη προσωρινής στέγασης των προσφύγων.
ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΓΙΑ 2.850
2.850 Έλληνες δικαιούχοι άρχισαν να παίρνουν χρήματα από την ασφάλεια των προγόνων τους, που ξεκινούν από τα 800 δολάρια και φτάνουν τα 5.000 ευρώ αποζημίωσης για τον καθένα.
Αναλυτικότερα: αποζημίωση ελληνικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων για τους κληρονόμους Ελλήνων που ζούσαν στη Μικρά Ασία, πριν το 1915, καλούσε να δώσει αμερικάνικη εταιρία με ανακοίνωσή της το 2008. Η ασφαλιστική εταιρία «New York Life Insurance Company» είχε ανακοινώσει πρόγραμμα προσέγγισης και αποζημίωσης των κληρονόμων των περίπου 1.031 ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής που εκδόθηκαν σε Έλληνες στην Τουρκία (τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία) πριν το 1915.
Η διαδικασία προέβλεπε την υποβολή του συμπληρωμένου εντύπου και αποδεικτικά στοιχεία για τη συγγένεια με τα ονόματα που αναφέρονται σε κατάλογο που είχε εκδώσει.
Εκτός από τους Μικρασιάτες που εγκατέλειψαν τις εστίες τους με την ανταλλαγή πληθυσμών μετά το 1922, στον κατάλογο υπάρχουν πολλοί κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης που είχαν εξαιρεθεί από τις ανταλλαγές σύμφωνα με το σχετικό πρωτόκολλο της Συνθήκης της Λοζάνης.
Η ασφαλιστική εταιρία «New York Life Insurance Company» έχει την έδρα της στην πόλη της Νέας Υόρκης από την εποχή της ίδρυσής της το 1845.
Άρχισε να πουλά ασφαλιστήρια συμβόλαια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1882 και αποσύρθηκε από την περιοχή κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ
ΣΠΟΥΔΩΝ
Αν και αρκετά χρόνια τώρα η χρηματοδότηση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών από το Υπουργείο Πολιτισμού, αντιμετωπίζει δυσκολίες, παρόλα αυτά συνεχίζει το πολύτιμο έργο του, χάρη στο πάθος κάποιων ανθρώπων να το στηρίζουν.
«Η οικονομική ενίσχυση του ΥΠΠΟ δίνεται μεν, αλλά μετά από πολλές πιέσεις...», υποστηρίζει ο κ. Καμούζης, ο οποίος αναφέρει αναλυτικότερα για το έργο του Κέντρου: «Η καταγραφή της μουσικής παράδοσης των προσφύγων συνιστά και τον αρχικό πυρήνα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Με την καταστροφή του 1922, έγινε κοινή συνείδηση στον ελληνικό χώρο η ανάγκη αποτύπωσης του πολιτισμού και της ιστορίας των μικρασιατικών κοιτίδων μέσα από τη μνήμη των προσφύγων.
Τότε, η μουσικολόγος Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ, γέννημα της Θράκης και θρέμμα της Κωνσταντινούπολης και ο Γάλλος σύζυγός της ελληνιστής Οκτάβιος Μερλιέ, τέθηκαν επικεφαλής μιας κίνησης για τη διάσωση της πρόσφατης μικρασιατικής ιστορίας.
Η επιστημονική έρευνα ξεκινάει κατά το μεσοπόλεμο με καταγραφές δημοτικών τραγουδιών σε πανελλαδική κλίμακα. Γι’ αυτό και στην πρώιμη μορφή του το Κέντρο αποκαλείται Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο (1930-1933) και φέρει διαδοχικές επωνυμίες.
Tο ΜΛΑ είναι το ιστορικότερο και αρχαιότερο κέντρο μελέτης της παραδοσιακής μας μουσικής, βυζαντινής, δημοτικής και ρεμπέτικης.
Aπό τότε έως σήμερα, κυρίως χάρη στην έρευνα της Mέλπως Mερλιέ, αλλά και επιφανών συνεργατών της όπως ο Μάρκος Δραγούμης, συγκεντρώθηκε μοναδικό υλικό ανεκτίμητης αξίας, στο οποίο περιλαμβάνονται: Aδημοσίευτα χειρόγραφα και έγγραφα, δισκοθήκη, οργανοθήκη, βιβλιοθήκη, εκδόσεις. Ειδικά από το 1975 ως σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από 50 αποστολές σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπου ηχογραφήθηκαν πολλά τραγούδια, με άγνωστους στο ευρύ κοινό τραγουδιστές και μουσικούς του κάθε τόπου, με σκοπό αφενός τη μελέτη της μουσικής-γλωσσολογικής-λαογραφικής ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης περιοχής και αφετέρου την έρευνα σε σχέση με την επίδραση που υφίστανται ή ασκούν στις μουσικές των άλλων περιοχών, τόσο της Ελλάδας όσο και των γειτονικών λαών.
Παράλληλα, όταν το ίδρυμα αποφάσισε να διευρύνει τους ορίζοντές του και να περάσει από τη λαογραφία στην ιστορία, μεταπολεμικά, οριστικοποιεί μορφή, θέμα και περιεχόμενο ερευνητικών στόχων και τότε ονομάζεται «Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών – Ίδρυμα Μέλπως και Οκτάβιου Μερλιέ».
Το επιστημονικό ενδιαφέρον του ιδρύματος στράφηκε εξαρχής στους εκπατρισμένους. Επί σειρά ετών (1930-1975) έγινε επί τόπου έρευνα στους συνοικισμούς εντός και εκτός λεκανοπεδίου. Καταγράφηκε η προφορική ιστορία 5.000 προσφύγων από όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας, ερευνήθηκαν 1.375 οικιστικές μονάδες και εργάστηκαν για το σκοπό αυτό πάνω από εκατό ερευνητές.
Οι μαρτυρίες συγκροτούν το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης, αρχείο που αριθμεί 300.000 χειρόγραφες σελίδες. Το πλούσιο πληροφοριακό υλικό αναφέρεται στην ειρηνική – την προ της καταστροφής – περίοδο και περιγράφει ολόκληρο τον κύκλο ζωής των μικρασιατικών πληθυσμών στη γενέτειρα. Έχει ταξινομηθεί κατά γεωγραφική περιοχή (Αιολίδα, Ιωνία, Καρία, Λυκία, Παμφυλία, Κιλικία, Πισιδία, Φρυγία, Γαλατία, Λυκαονία, Καππαδοκία, Παφλαγονία, Πόντος, Βιθυνία, Λυδία, Μυσία, Ανατολική Θράκη, Χώρες Τίγρη και Ευφράτη Ποταμού και Καύκασος). Το ταξινομικό σχήμα του αρχείου παρέχει την ευχέρεια να εξεταστούν οι μικρασιατικοί οικισμοί, στο πλαίσιο ευρύτερων γεωγραφικών και κοινωνικών ενοτήτων, στις οποίες είναι ενταγμένοι. Η διερεύνηση κάθε οικισμού, λαογραφική στη βασική σύλληψή της, είναι πολύπλευρη και λεπτομερής, ενώ τα στοιχεία που συλλέχθηκαν καλύπτουν ευρύτατο θεματικό πεδίο. Εξετάζονται μεταξύ άλλων: γλώσσα, γεωγραφία, οικονομία, κοινωνική και θρησκευτική ζωή, εκπαίδευση, τοπική ιστορία.
Το θεματικό εύρος, ο όγκος των πληροφοριών αλλά και η χρονική στιγμή της καταγραφής καθιστούν το προφορικό υλικό μοναδικό στο είδος του. Εκτός από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης, το Κέντρο έχει στην κατοχή του αρχεία ιδιωτικά προσώπων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία, κώδικες ορθοδόξων εκκλησιαστικών κοινοτήτων, εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά έγγραφα, χειρόγραφα Μικρασιατών, πλούσιο φωτογραφικό αρχείο και μια βιβλιοθήκη 15.000 παλαιών και νέων βιβλίων για ζητήματα σχετικά με την ιστορία της Μικράς Ασίας.
Όλο αυτό το ανεκτίμητο υλικό είναι στη διάθεση του ερευνητή και μάλιστα μέρος του υλικού έχει ψηφιοποιηθεί και είναι διαθέσιμο και διαδικτυακά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου