του Κώστα Μπαλαχούτη
(ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τ. 2, 2001)
Ο Βαγγέλης Περπινιάδης είναι μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Πολύπλευρος χαρακτήρας (ερμηνευτής, συνθέτης, στιχουργός και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού), με χιλιάδες τραγούδια και ανεπανάληπτες επιτυχίες, χαράζει εδώ και 53 χρόνια τη δική του ξεχωριστή ιστορία στο μουσικό στερέωμα του τόπου μας. Τον επισκέφτηκα στο «ησυχαστήριό» του – όπως ο ίδιος αποκαλεί χαρακτηριστικά το κατάλληλα διαμορφωμένο υπόγειο του σπιτιού του σε γραφείο και στούντιο, όπου λίγοι έχουν πρόσβαση – και μαγεύτηκα για μια ακόμη φορά από την απλότητα και το μεγαλείο του. Σε έναν χώρο πλημμυρισμένο από αναμνήσεις, νότες, βραβεία και διακρίσεις, ξανάζησα μιαν άλλη εποχή όπου το λαϊκό τραγούδι κυριαρχούσε και άγγιζε τις ευαίσθητες χορδές των απλών ανθρώπων.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο
Βαγγέλης Περπινιάδης γεννήθηκε την 1η Σεπτέμβρη του 1927 στην Κοκκινιά
Πειραιώς. Πατέρας του ήταν ο θρυλικός τραγουδιστής Στελλάκης
Περπινιάδης, τον οποίο όμως αντίκρισε για πρώτη φορά σε ηλικία 7 ετών,
αφού είχαν ουσιαστικά χωρίσει με τη μητέρα του λίγο μετά τη γέννηση του.
Λέει ο ίδιος : «Η μητέρα μου με ανέθρεψε σαν πριγκιπόπουλο με τίμιο
αγώνα, κόπο και στερήσεις. Με μεγάλωσε, με έμαθε γράμματα και μέχρι που
πήγαινα στο γυμνάσιο με καθοδηγούσε πάντα με εκκλησίες και κατηχητικά
για να γίνω άνθρωπος σωστός και χρήσιμος στην κοινωνία». Από μικρό παιδί
ψέλνει στην Οσία Ξένη της Κοκκινιάς και το 1943 χειροτονείται
αναγνώστης στους Αγίους Αναργύρους, Μητρόπολη της Νέας Ιωνίας, όπου η
μαζί με την μητέρα και την γιαγιά περνούσαν, στο σπίτι του θείου του, τα
δύσκολα κατοχικά χρόνια. Πίσω ακριβώς από τον ναό της Οσίας Ξένης
υπήρχε το ταβερνάκι των αδελφών Τομπούλογλου. Εκεί ο νεαρός Περπινιάδης,
μαζί με φίλους του, τραγουδούσε ερασιτεχνικά σκαλίζοντας την κιθαρίτσα
του. Το 1947 με προτροπή των φίλων του πηγαίνει στα «ταλέντα» του
Τραϊφόρου, στο Άλσος, στο Πεδίο του Άρεως. Όταν πλησίασε στο μικρόφωνο, ο
Μίμης Τραϊφόρος τον ρώτησε ποιό τραγούδι θα ερμήνευε κι εκείνος
απάντησε το «Λίγες καρδιές αγαπούνε». Το κοινό μαγεύτηκε από την φωνή
του και ο τόπος σείστηκε από το χειροκρότημα. Ο λόγος στον Βαγγέλη
Περπινιάδη: «Έτσι ενώ όλα τα παιδιά που συμμετείχαν στο διαγωνισμό
έλεγαν από ένα τραγούδι και έφευγαν, ο Τραϊφόρος μου πρότεινε να πω ένα
ακόμα. Διάλεξα το «Σβήσε το φως κι έλα γύρε κοντά μου», που είχε γράψει ο
ίδιος και το τραγουδούσε η Βέμπο. Πρέπει να σου πω ότι αγαπώ πολύ το
ελαφρό τραγούδι. Φαίνεται ότι άρεσε η ερμηνεία μου γιατί στα παρασκήνια
ήρθε να με βρει ο Νικήτας Πλατής, θιασάρχης στην Αύρα του Κορυδαλλού και
μου πρότεινε να λέω 3-4 τραγούδια ενδιάμεσα στα νούμερα της παράστασης.
Βρέθηκα μαζί με το Νίκο Ρίζο, το Νίκο Φέρμα και με το καλό, για τα
χρόνια εκείνα, μεροκάματο των 30 δραχμών».
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΛΑΪΚΟ ΠΑΛΚΟ
Τα
όνειρα για να γίνει παπάς μπαίνουν στο περιθώριο και σύντομα ξεκινά τις
εμφανίσεις του στα ιστορικά κέντρα Περιβόλας και Κεφάλας, που
βρίσκονταν αντικριστά στην Παναγή Τσαλδάρη στη Νίκαια. Εκεί ο Βαγγέλης
Περπινιάδης θα αφήσει εποχή, αφού θα τραγουδήσει για περισσότερο από δύο
δεκαετίες στα πάλκα τους. Ο ίδιος τονίζει χαρακτηριστικά: «Έγινα
κουμπάρος και με τους δύο ιδιοκτήτες για να μπορώ να τραγουδάω και στα
δύο κέντρα χωρίς να παρεξηγούμαι». Ο λαϊκός κόσμος της Κοκκινιάς
αγκαλιάζει ζεστά το νεαρό καλλιτέχνη. Το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα
Μεσόγεια (Ασπρόπυργο, Κορωπί, Σπάτα, Μαρκόπουλο, Κερατέα, Μαραθώνα), την
Αργοναυπλία και άλλες περιοχές της χώρας, όπου ο Περπινιάδης τραγουδά
στα πανηγύρια τους, στους γάμους και τις χάρες τους και γνωρίζει μεγάλες
δόξες, πλάι στο μεγάλο δημοτικό τραγουδιστή Γιώργο Παπασιδέρη, το
Γιάννη Παπαϊωάννου και τη Ρένα Ντάλια και αργότερα μόνος του σαν
απόλυτος πρωταγωνιστής: «Ακόμα και σήμερα στον Ασπρόπυργο, αν δεν πάω
εγώ πανηγύρι δεν γίνεται. Μια φορά είπα στο διοργανωτή ότι δεν μπορώ να
εμφανιστώ κι εκείνος λιποθύμησε και τον πήγαν στο νοσοκομείο». Το 1953
κάνει τα πρώτα του σεκόντα στην Οντεόν – Παρλοφών του Μίνωος Μάτσα, στο
τραγούδι των Κώστα Καπλάνη – Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου «Σουρουπώνει»,
πλάι στην Άννα Χρυσάφη. Τρία χρόνια αργότερα ερμηνεύει για πρώτη φορά
μία δική του σύνθεση το «Κλάψτε με φίλοι, κλάψτε με» σε δίσκο 78
στροφών, όπου μπουζούκι παίζει ο κορυφαίος δεξιοτέχνης Δημήτρης Στεργίου
ή Μπέμπης, και ο δίσκος γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Ακολουθούν κι άλλες
συνθέσεις που τον κάνουν γνωστό σε όλη την Ελλάδα: «Είμαι μάγκας με
καρδιά», «Άδικα Άδικα», «Να μου ζήσεις Κατινάκι», «Ασ' τα νάζια βρε
Μαρίτσα», «Βρε Μαριώ μου είσαι γλύκα» κ.ά. Τα δύο τελευταία είναι
αφιερωμένα στην σύζυγό του Μαρίτσα, με την οποία είναι παντρεμένος από
το 1953 μέχρι και σήμερα και έχουν αποκτήσει πέντε παιδιά (Σουλτάνα,
Δέσποινα, Στέλιο, Χρήστο και Βαρβάρα). Τραγουδά στου Βλάχου στο Αιγάλεω
με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Στράτο Παγιουμτζή, Σωτηρία Μπέλλου, Γιώργο
Ζαμπέτα, Γιώργο Λαύκα, Μιχάλη Γενίτσαρη, στου Στελλάκη, στην Ιερά Οδό
στα Κουνέλια Χαϊδαρίου –το μαγαζί του πατέρα του– με τους Στελλάκη και
Λουκά Νταράλα (μπουζουξής και συνθέτης, πατέρας του Γιώργου Νταλάρα),
στου Κολοκοτρώνη στην Ιερά Οδό με την νεαρή Ρίτα Σακελλαρίου και πάλι
στου Περιβόλα, στου Κεφάλα... Ήδη οι λεζάντες των κέντρων τον αναφέρουν
ως τον «Βετεράνο του λαϊκού τραγουδιού με το συγκρότημά του»...
Η ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ
Στις
αρχές της δεκαετία του '60 έρχεται η καταξίωση και η καθολική αποδοχή
για το Βαγγέλη Περπινιάδη, αφού τα τραγούδια γίνονται μεγάλα σουξέ και
εκείνος στέκεται επάξια στην ίδια θέση με τους μεγάλους του λαϊκού
τραγουδιού, Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο, Γκρέυ, Γαβαλά κ.ά., στηρίζοντας
στις πλάτες του τη μικρή ακόμα Οντεόν, αφού αυτός είναι ουσιαστικά το
βαρύ πυροβολικό της. Ερμηνεύει τις δικές του δημιουργίες: «Το τάβλι»,
«Μαχαρανή», «Θέλεις να πεθάνω», «Γύρισε κοντά μου», «Τα νέα της
Αλεξάνδρας» του Κώστα Γιαννίδη, «Ένας κούκλος και μιά κούκλα» του
Δημήτρη Γκούτη, «Σε ένα βουνό στην ερημιά» του Θεόδωρου Δερβενιώτη και
τραγούδια των Απόστολου Καλδάρα, Βασίλη Καραπατάκη, Γιώργου Ζαμπέτα,
Κώστα Βίρβου, Παπαϊωάννου κ.ά. Η φιλική του σχέση με τον συνθέτη Μπάμπη
Μπακάλη, ο οποίος τον πήγε στην Οντεόν στα πρώτα του βήματα, θα έχει σαν
αποτέλεσμα μια σειρά μεγάλων επιτυχιών: «Δεν είμαι βράχος ούτε βουνό»,
«Το μεροκάματο του πόνου», «Να ‘μουνα το σεντονάκι», «Με πικραμένη την
καρδιά», «Ούτε τα λεφτά σου ούτε τα καλά σου», «Ο Βαγγέλης ο γιε-γιες»,
«Η γαλιάντρα» κ.ά. Ο Περπινιάδης, χάρη στις απεριόριστες φωνητικές του
ικανότητες, έχει το χάρισμα να σφραγίζει με την ερμηνεία του
επανεκτελέσεις κατά τέτοιο μοναδικό τρόπο, ώστε συχνά να θεωρούνται
κλασικές και καλύτερες από τις πρωτότυπες. Έτσι με τη φωνή του μεγάλα
σουξέ γίνονται τα: «Αν μ' αξιώσει ο θεός», «Τα δυο σου χέρια» (Οι
βεργούλες) και «Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια» του Βαμβακάρη, «Αρχόντισσα»
και «Αχάριστη» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Ο Αντώνης ο Βαρκάρης» των Σπύρου
Περιστέρη – Μ. Μάτσα, «Γιατί γλυκιά μου κλαις» και «Ανεβαίνω σκαλοπάτια»
του Καλδάρα κ.ά. Ο Περπινιάδης λέει για αυτό το ζήτημα: «Περιμέναμε με
τον Μάτσα και μόλις βλέπαμε να κάνουν επιτυχία οι Μενιδιάτης, Ρεπάνης
κ.α από την Κολούμπια αμέσως μπαίναμε κι εμείς στο στούντιο και
ηχογραφούσαμε τα τραγούδια. Η επανεκτέλεση όμως θέλει τέχνη, μαστοριά,
πρέπει να βάλεις τη δική σου προσωπικότητα και σφραγίδα για να
ξεπεράσεις την πρώτη ερμηνεία». Το ταλέντο και η δημοτικότητά τον
φέρνουν να πρωταγωνιστεί και στον ελληνικό κινηματογράφο όπου η
συμμετοχή του δεν περιορίζεται στην ερμηνεία τραγουδιών όπως γινόταν
συνήθως αλλά και στο παίξιμο συμπρωταγωνιστικών ρόλων (Συγχώρεσέ με
αγάπη μου 1964 με τον Χριστόφορο Νέζερ και την Κάκια Αναλυτή , Άγγελοι
του πεζοδρομίου 1962 με τους Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Δέσπω Διαμαντίδου
και Ντίνα Τριάντη). Πολύπλευρος τραγουδιστής γράφει και ερμηνεύει με
επιτυχία δημοτικά τραγούδια, δυνατά ορχηστρικά κομμάτια και κλέβει την
παράσταση στους αμανέδες: «Ο αμανές είναι κάτι το διαφορετικό, δε
διδάσκεται. Εκτός από υψηλή τεχνική απαιτεί και γνώση των παραδοσιακών
βυζαντινών μουσικών δρόμων. Στο «Καρδιά μου μην πικραίνεσαι» η ερμηνεία
μου είναι τέτοια που δεν μπορεί να γίνει από άλλον τραγουδιστή. Φέρει
την υπογραφή Βαγγέλης Περπινιάδης». Μια άλλη μεγάλη στιγμή είναι και οι
ύμνοι για την αγαπημένη του ομάδα, τον Ολυμπιακό Πειραιώς: «Τον πρώτο
ύμνο τον έγραψα για την ΑΕΚ που συμπαθούσα γιατί τα κατοχικά χρόνια τα
πέρασα κοντά στη Φιλαδέλφεια. Ύστερα έγραψα έναν άλλον για τον
Παναθηναικό που τραγούδησε ο Ζαγοραίος. Τον Ολυμπιακό τον αγαπούσα γιατί
ήμουνα Κοκκινιώτης. Όταν ένα βράδυ του 1963 ήρθαν στο σπίτι μου ο
Στράτος Διονυσίου με τον φίλο μου Τάκη Λαζόπουλο, μου είπαν ότι γύρναγαν
από το αεροδρόμιο όπου είχαν πάει για να υποδεχθούν την ομάδα του
Ολυμπιακού, που είχε κατακτήσει το Βαλκανικό κύπελλο νικώντας την
Βουλγαρική Λέφσκι με 1-0 στην Κωνσταντινούπολη. Ο Διονυσίου που ήταν
Παοκτζής αλλά συμπαθούσε την ομάδα του Πειραιά (για άλλους λόγους
κατέληξε να υποστηρίζει τον ΠΑΟ) μου είπε ότι περισσότεροι από 5.000
φίλαθλοι είχαν μαζευτεί στο Ελληνικό και ζητωκραύγαζαν τους παίκτες. Το
μυαλό μου πήρε αμέσως στροφές. Ρώτησα το Λαζόπουλο, που ήταν διαιτητής,
να μου πει τα ονόματα των ομάδων που είχε κερδίσει ο Ολυμπιακός. Έτσι
έφτιαξα το ρεφρέν Ολυμπί- Ολυμπί- Ολυμπιακέ/ Φλαμένγκο Λέφσκι νίκησες/
Σάντος και Ζαγκλεμπιέ. Οταν είδα τις πωλήσει των ύμνων ΑΕΚ 25.000, ΠΑΟ
15.000 και Ολυμπιακός 350.000 δίσκοι έβαλα το χέρι μου πάνω στο
Ευαγγέλιο και ορκίστηκα αιώνια πίστη στην ομάδα του Πειραιά. Ανάλογη
επιτυχία είχε τρία χρόνια αργότερα κι ο επόμενος ύμνος του θρύλου με
τίτλο Του Μπούκοβι την ομαδάρα».
ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ - ΕΝΤΕΧΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ - ΣΗΜΕΡΑ
Η
επιτυχία του Περπινιάδη ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Τα ταξίδια του
στην Τουρκία, τις Η.Π.Α, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την
Αγγλία, τη Γερμανία, την Κύπρο τον έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή και
αγαπητό στους ομογενείς, και όχι μόνον, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα
να περιοδεύει στο εξωτερικό, αφού οι προτάσεις που δέχεται από τους
επιχειρηματίες είναι ιδιαίτερα πιεστικές. Επίσης σε κάθε του ταξίδι τον
τιμούν με διπλώματα και πλακέτες για την προσφορά και το έργο του στο
ελληνικό τραγούδι. Από το 1963 έως και το 1970 στο πλάι του βρίσκεται η
Ρία Νόρμα με την οποία δημιούργησαν ένα από τα δημοφιλέστερα ντουέτα του
λαϊκού τραγουδιού. Μετά το '70 τη θέση της Νόρμας θα πάρει η Γιώτα
Σύλβα. Εκτός από τα στέκια του Περιβόλας, Κεφάλας εμφανίζεται για πολλές
σεζόν στο Φαληρικό στις Τζιτζιφιές, με Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη,
Αγγελόπουλο, Πόλυ Πάνου, Διονυσίου, Ζαγοραίο, Αναγνωστάκη. Το 1965 θα
ερμηνεύσει μία σειρά από τραγούδια του Χρήστου Λεοντή σε στίχους Λευτέρη
Παπαδόπουλου και Μιχάλη Παπανικολάου («Πού να χωρέσει τ' όνειρο», «Θα
‘ρθει το βράδυ βροχερό» κ.ά.) και του Γιώργου Κατσαρού («Κι αν χώρισαν
οι δρόμοι μας», «Από τα σπίτια τα ψηλά») και θα συμμετάσχει στις
συναυλίες των δύο συνθετών σε θέατρα και κινηματογράφους όλης της χώρας.
Το 1967 τραγουδά στο μαγαζί του πατέρα του στο Χαϊδάρι. Κιθάρα παίζει
ένας ταλαντούχος νεαρός με ωραία φωνή, ο Γιώργος Νταλάρας. Ο Περπινιάδης
γνωρίζει την οικογένεια του και αποφασίζει να τον βοηθήσει γράφοντας
δύο τραγούδια που ταιριάζουν στην «κανταδόρικη» φωνή του. Ως ημέρα
φωνοληψίας ορίζεται η 21η Απριλίου... που όπως καταλαβαίνετε ματαιώθηκε.
Ο Περπινιάδης συνεχίζει: «Αμέσως μετά έφυγα για την Αμερική όπου είχα
υπογράψει για έναν κύκλο εμφανίσεων. Χάρηκα που η μοίρα ξεπλήρωσε στο
Γιώργο την ατυχία του και μετά από λίγο διάστημα έγινε γνωστός με το Να
‘τανε το ‘21». Από το 1975 πηγαίνει στην Πάνιβαρ αφού η Μίνως του Μάκη
Μάτσα, με τον οποίο είναι τρεις φορές κουμπάροι και στην οποία έχει
σημειώσει αμέτρητες επιτυχίες, δεν προβάλλει όσο πρέπει τα τραγούδια
του. Και στην Πάνιβαρ οι νέες συνθέσεις και οι επανεκτελέσεις του καθώς
και οι ζωντανά ηχογραφημένοι δίσκοι του θα ακολουθήσουν τα γνώριμα
σκαλοπάτια της επιτυχίας. Η τελευταία του δισκογραφική δουλεία με τίτλο
Δώστε μου τα νιάτα μου, επιβεβαιώνει την άποψη όλων, κοινού και ανθρώπων
του τραγουδιού, ότι η φωνή του παραμένει δυνατή, αναλλοίωτη και
ανέγγιχτη στο χρόνο. Μια φωνή που τη διακρίνει το έντονο πάθος με αέρα,
πατήματα, αναπνοές, ηχοχρώματα από Βυζάντιο, Σμύρνη και Γαλατά, που μαζί
με την πατρική φλέβα δίνουν στις χορδές και το μέταλλό του αποχρώσεις
σπάνιες και ξεχωριστές. Με παράπονο μου είπε: «Δεν υπάρχει σήμερα λαϊκό
τραγούδι, λαϊκό χρώμα, βιώματα και προβληματισμός. Έχουμε πλουτίσει τον
ήχο αλλά έχουμε χάσει την ουσία, το θέμα. Ο κόσμος έχει τόσες
καθημερινές αγωνίες και ανησυχίες και τα περισσότερα τραγούδια μιλούν
για γιούλια, κρίνους, χυδαιότητες και χαζομάρες. Δε θέλουν και οι
εταιρείες που δεν προωθούν το αυθεντικό λαϊκό, αλλά προσπαθούν να
επιβάλλουν θλιβερά υποκατάστατα κάνοντας πλύση εγκεφάλου στον κόσμο».
Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗ
Πρωταγωνιστής
αλλά και εργάτης του λαϊκού τραγουδιού δεν εγκατέλειψε ούτε στιγμή το
πάλκο και την δισκογραφία. Ακόμη και σήμερα ταξιδεύει στο εξωτερικό,
τραγουδά στα πανηγύρια και αρνείται δελεαστικές προτάσεις για εμφανίσεις
σε πολυτελή κοσμικά κέντρα. Ο Περπινιάδης είναι ένας άνθρωπος που έχει
κάνει τον όρο «Λαϊκός τραγουδιστής» πράξη ζωής. Εδώ και τέσσερις σχεδόν
δεκαετίες, ζει στο Χαιδάρι ευτυχισμένος με την οικογένεια του. Για
τέταρτη συνεχόμενη χρονιά εμφανίστηκε φέτος στο κέντρο Λάμψη, στην
Λεωφόρο Πάρνηθος, προσφέροντας στον κόσμο που κατακλύζει το μαγαζί,
γνήσιο λαϊκό τραγούδι και αληθινή διασκέδαση. Εδώ και λίγους μήνες
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Προσκήνιο – Άγγελος Σιδεράτος η
αυτοβιογραφία του με τίτλο Πριν το τέλος, που περιέχει σπάνιο αρχειακό
και φωτογραφικό υλικό και όλη την ιστορία ενός ζωντανού θρύλου του
λαϊκού τραγουδιού. Την έκδοση προλογίζει ο Πάνος Γεραμάνης. Είχα την
τιμή να επιμεληθώ την βιογραφία του σπουδαίου αυτού καλλιτέχνη και
ανθρώπου και μέσα απ' το άρθρο αυτό θέλω να τον ευχαριστήσω για την
εμπιστοσύνη, την αγάπη και την φιλία του και θέλω να του ευχηθώ δύναμη
και υγεία. Για να συνεχίζει να μας προσφέρει μοναδικές κι ανεπανάληπτες
στιγμές όπως λίγοι πια σήμερα ξέρουν και μπορούν να δώσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου