Μια ξεχασμένη ιστορία από τα ωραία χρόνια της δεκαετίας του ’60 στις
Σπέτσες, όταν τα καλοκαίρια γινόταν το επίκεντρο της καλλιτεχνικής
Αθήνας.
Πάμε στο «Καρνάγιο», την καμάρα ενός ιστορικού κτιρίου των Σπετσών, που μετατράπηκε τη δεκαετία του ’60 σε αυτοσχέδια μπουάτ, να…ακούσουμε Γιώργο Ζωγράφο, Κώστα Χατζή και Ζορζ Μουστακί, παρέα με τη Μελίνα και τον Ζιλ Ντασέν. Του Γιώργου Καλφαγιάννη
Οι Σπέτσες έσφυζαν τότε από ζωή. Παλιές αποθήκες εμπορευμάτων γύρω από το Παλιό Λιμάνι άρχιζαν να παίρνουν ζωή, περνώντας από την ιδιοκτησία του Δημοσίου σε χέρια ιδιωτών. Ποιος να φανταζόταν στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 ότι το επιβλητικό κτίριο με τις τρεις καμάρες, που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες σιτηρών, θα γινόταν 150 χρόνια αργότερα χώρος άνθησης της καλής ελληνικής μουσικής;
Η ιδέα της μπουάτ ανήκει στον Σπύρο Κουρούγενη, ιδιοκτήτη πολλών μπουάτ στην Αθήνα και αλλού, ο οποίος νοίκιασε την μία από τις τρεις καμάρες της παλιάς αποθήκης από την οικογένεια Μπελέση. Η τρίτη καμάρα ξεκίνησε ως ταρσανάς, αφού οι ιδιοκτήτες ήταν, και είναι, καραβομαραγκοί – ναυπηγοί. Γι’ αυτό και η μπουάτ ονομάσθηκε Καρνάγιο, συμβολίζοντας τη συνέχεια της παράδοσης της ναυπηγικής τέχνης, που είναι ταυτόσημη με τους Σπετσιώτες.
Η ιδέα της μπουάτ ανήκει στον Σπύρο Κουρούγενη, ιδιοκτήτη πολλών μπουάτ στην Αθήνα και αλλού, ο οποίος νοίκιασε την μία από τις τρεις καμάρες της παλιάς αποθήκης από την οικογένεια Μπελέση. Η τρίτη καμάρα ξεκίνησε ως ταρσανάς, αφού οι ιδιοκτήτες ήταν, και είναι, καραβομαραγκοί – ναυπηγοί. Γι’ αυτό και η μπουάτ ονομάσθηκε Καρνάγιο, συμβολίζοντας τη συνέχεια της παράδοσης της ναυπηγικής τέχνης, που είναι ταυτόσημη με τους Σπετσιώτες.
Γρήγορα το «Καρνάγιο» άρχισε να συγκεντρώνει την… αφρόκρεμα της οικονομικής και της καλλιτεχνικής ζωής του τόπου, όπως την οικογένεια του ευεργέτη των Σπετσών Σταύρου Νιάρχου, τον Ζιλ Ντασέν, με την αξέχαστη Μελίνα και όλο το επιτελείο του έργου «Ίλια, αγάπη μου», με τη Δέσπω Διαμαντίδου και άλλους μεγάλους ηθοποιούς. Στο πάλκο ο Κώστας Χατζής με την κιθάρα του διασκέδαζε τους θαμώνες για πολλά καλοκαίρια, αφού και αργότερα εμφανιζόταν σε άλλο κέντρο των Σπετσών, τη «Ρουλότα». Εκεί, το πάλκο ήταν μέσα στο σκαρί ενός μικρού καϊκιού (τρεχαντηριού). Όσο έμεινε ο Χατζής στο νησί, πολλοί νέοι Σπετσιώτες, μεταξύ αυτών και ο Δημήτρης Βασιλείου, διδάχτηκαν τα μυστικά της κιθάρας, χρήσιμα για τα πρώτα βήματα της καριέρας τους. Η κολλητή παρέα του ήταν η Μάγια Καλλιγά και οι φίλοι της, όπως ο Νότης Μαντάς, «ο κουρέας», όπως τον έλεγαν λόγω επαγγέλματος.
H μπουάτ ονομάσθηκε Καρνάγιο, συμβολίζοντας τη συνέχεια της παράδοσης της ναυπηγικής τέχνης στις Σπέτσες
Από το «Καρνάγιο» όμως πέρασαν και άλλα μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής, όπως ο Ζορζ Μουστακί, που σκόρπισε τη χαρά με τον ήχο της κιθάρας του και με τους Ολλανδούς και Γάλλους φίλους του, ο Γιώργος Ζωγράφος με τον… Ιρλανδό και τον Ιουδαίο, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Γιώργος Μούτσης, ο Νίκος Ξανθόπουλος, ο Μιχάλης Μαριδάκης, ο Γιάννης Πετρόπουλος, η Έλενα Κυρανά, ο Μανώλης Φωτίου, η Καίτη Χωματά, η Χαρούλα Ντάνου, η Βάσω Μεσηνέζη και πολλοί άλλοι.
Στο κέντρο «Τζώρτζης» των Σπετσών εμφανίστηκαν κατά καιρούς η Καίτη Γκρέυ, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης, η Μιμίκα Καζαντζή, η Φούλη Δημητρίου, ο Ζαγοραίος, όπως και η Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη, το αηδόνι των νησιών, όπως την προσφώνησε ένας αμαξάς. Σε άλλα κέντρα εξάλλου (προς την περιοχή του «Ξενία») τραγούδησαν οι Τσαρμς, οι Άιντολς και οι Σέιλορς με τον Ντέμη Ρούσο και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Στο κέντρο «Τζώρτζης» των Σπετσών εμφανίστηκαν κατά καιρούς η Καίτη Γκρέυ, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης, η Μιμίκα Καζαντζή, η Φούλη Δημητρίου, ο Ζαγοραίος, όπως και η Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη, το αηδόνι των νησιών, όπως την προσφώνησε ένας αμαξάς. Σε άλλα κέντρα εξάλλου (προς την περιοχή του «Ξενία») τραγούδησαν οι Τσαρμς, οι Άιντολς και οι Σέιλορς με τον Ντέμη Ρούσο και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Η ιστορία του κτιρίου
Η ιστορία του κτιρίου, όπου στεγάστηκε το «Καρνάγιο», ξεκινά στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Το κτίσμα αποτελείτο από τρεις καμάρες κτιστές, κατάλληλες για αποθήκες εμπορευμάτων, κυρίως σιτηρών, καθώς στην περιοχή υπήρχαν 5 τουλάχιστον αλευρόμυλοι.
Κάθε καμάρα είχε μία είσοδο και ένα μεγάλο παράθυρο, όπως και τρεις ή τέσσερις φεγγίτες. Οι τελευταίοι ιδιοκτήτες ήταν ο Γιάννης Παπαγιάννης από τη Σίφνο, που είχε παντρευτεί Σπετσιώτισσα, ο οποίος είχε τις δύο καμάρες, τη βορινή και τη νοτιοανατολική, και η οικογένεια Μπελέση, που είχε την τρίτη καμάρα, στην οποία αργότερα στεγάστηκε το «Καρνάγιο», με πρωτοβουλία του Σπύρου Κουρούγενη, που νοίκιασε τον χώρο.
Ο Γιάννης Παπαγιάννης, ο μπαρμπα-Γιάννης Λαϊνάς, όπως τον ήξεραν και τον θυμούνται όλοι οι Σπετσιώτες, πέθανε σε ηλικία 98 περίπου ετών και εξυπηρετούσε το νησί φτιάχνοντας τα λαγήνια του πάνω από τα τρία τέταρτα του 20ού αιώνα. Γνώστης του πηλού και της αγγειοπλαστικής τέχνης –και λόγω καταγωγής, καθώς τα λαγήνια της Σίφνου είναι φημισμένα–, έφτιαχνε λαγήνια από άσπρο πηλό με ένα χερούλι και πλατύ στόμιο, και στάμνες από κόκκινο πηλό, μεγάλες και μικρές. Μερικές φορές έβρισκε χώμα και πηλό σε σημεία των Σπετσών και τα ανακάτευε με τον πηλό της Σίφνου, φτιάχνοντας έτσι ειδικά λαγήνια για τη μεταφορά υγρών (κρασιού, λαδιού κ.ά.). Ακόμη τον θυμάται όλο το νησί για την τέχνη, την εργατικότητα και την υπομονή του.
Η ιστορία του κτιρίου, όπου στεγάστηκε το «Καρνάγιο», ξεκινά στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Το κτίσμα αποτελείτο από τρεις καμάρες κτιστές, κατάλληλες για αποθήκες εμπορευμάτων, κυρίως σιτηρών, καθώς στην περιοχή υπήρχαν 5 τουλάχιστον αλευρόμυλοι.
Κάθε καμάρα είχε μία είσοδο και ένα μεγάλο παράθυρο, όπως και τρεις ή τέσσερις φεγγίτες. Οι τελευταίοι ιδιοκτήτες ήταν ο Γιάννης Παπαγιάννης από τη Σίφνο, που είχε παντρευτεί Σπετσιώτισσα, ο οποίος είχε τις δύο καμάρες, τη βορινή και τη νοτιοανατολική, και η οικογένεια Μπελέση, που είχε την τρίτη καμάρα, στην οποία αργότερα στεγάστηκε το «Καρνάγιο», με πρωτοβουλία του Σπύρου Κουρούγενη, που νοίκιασε τον χώρο.
Ο Γιάννης Παπαγιάννης, ο μπαρμπα-Γιάννης Λαϊνάς, όπως τον ήξεραν και τον θυμούνται όλοι οι Σπετσιώτες, πέθανε σε ηλικία 98 περίπου ετών και εξυπηρετούσε το νησί φτιάχνοντας τα λαγήνια του πάνω από τα τρία τέταρτα του 20ού αιώνα. Γνώστης του πηλού και της αγγειοπλαστικής τέχνης –και λόγω καταγωγής, καθώς τα λαγήνια της Σίφνου είναι φημισμένα–, έφτιαχνε λαγήνια από άσπρο πηλό με ένα χερούλι και πλατύ στόμιο, και στάμνες από κόκκινο πηλό, μεγάλες και μικρές. Μερικές φορές έβρισκε χώμα και πηλό σε σημεία των Σπετσών και τα ανακάτευε με τον πηλό της Σίφνου, φτιάχνοντας έτσι ειδικά λαγήνια για τη μεταφορά υγρών (κρασιού, λαδιού κ.ά.). Ακόμη τον θυμάται όλο το νησί για την τέχνη, την εργατικότητα και την υπομονή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου