Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Django Reinhardt - Swing και Μανώλης Χιώτης



Ο Jean Baptiste ή Django Reinhardt (1910-1953), ήταν τσιγγάνος και γεννήθηκε στο Βέλγιο. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων σε καταυλισμούς των Ρομά κοντά στο Παρίσι, παίζοντας μπάντζο, κιθάρα και βιολί από μικρή ηλικία. Ήδη στα 13 του, ο Ράινχαρντ ήταν σε θέση να βγάζει τα προς το ζην από τη μουσική. 
Στην ηλικία των 18, τραυματίστηκε από πυρκαγιά στο τροχόσπιτο που έμενε με την πρώτη του σύζυγο. Ο ίδιος υπέστη εγκαύματα 1ου και 2ου βαθμού σε πολλά μέρη του σώματός του, ενώ το τρίτο και τέταρτο από τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του έμειναν μερικώς παράλυτα. (παράμεσος & μικρός). Έτσι, αναγκάστηκε να επανέλθει στην οργανοπαιξία με έναν εντελώς νέο τρόπο. Έπαιζε όλα τα κιθαριστικά σόλο του με τα δύο δάχτυλα, και χρησιμοποιούσε τα δύο τραυματισμένα μόνο για την απόδοση συγχορδιών.

Το κουϊντέτο του Hot Club de France αποτελούσαν οι Τζάνγκο Ράινχαρντ, Stéphane Grappelli, Τζόσεφ Ράινχαρντ (αδελφός του Django), Roger Chaput και Louis Vola. Οι πρώτες τους ηχογραφήσεις (Dinah, Tiger Rag, Oh Lady be Good, I Saw Stars) στη μικρή δισκογραφική εταιρεία Ultraphone, προκάλεσαν αίσθηση και προχώρησαν σε δεκάδες άλλες με επιτυχία τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Επαίξαν δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο Coleman Hawkins, ο Benny Carter ή ο Rex Stewart. Το κουϊντέτο θεωρείται το σημαντικότερο σχήμα jazz που βασίστηκε μόνο σε έγχορδα.

Το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, βρήκε το κουιντέτο να περιοδεύει στην Αγγλία. Ο Grappelli παρέμεινε εκεί και ο Τζάνγκο επέστρεψε στην Γαλλία για να συνεχίσει να ηχογραφεί καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, με το κλαρινέτο του Hubert Rostaing να αντικαθιστά το βιολί του Grappelli. Μετά τον πόλεμο ωστόσο, ξανασυναντήθηκαν και ηχογράφησαν πάλι μαζί.
Ο Τζάνγκο, πιθανότατα λόγω της φήμης και του ταλέντου του, κατάφερε να αποφύγει - αν και τσιγγάνος - τη σύλληψη από τους ναζί τα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Το 1949 ηχογραφεί έναν από τους σημαντικότερους δίσκους του, το Djangology.
Το 1951, αποσύρθηκε στο χωριό Samois-sur-Seine, κοντά στο Φοντενμπλό, όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του. Συνέχισε να εμφανίζεται σε τζαζ κλαμπς στο Παρίσι, ενώ ξεκίνησε να παίζει ηλεκτρική κιθάρα, παρά τους αρχικούς δισταγμούς του προς το συγκεκριμένο όργανο. Πέθανε το 1953 σε ηλικία 43 ετών.
Ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που επηρρέασε τη μουσική σκηνή της τζάζ.

Επίσης μπορούμε να πούμε ότι επηρρέασε το Μανώλη Χιώτη στα τέλη του 30, ο οποίος αφού πέρασε έφηβος απο τις χαβάγιες του Μπέζου, έγινε ο καλύτερος μπουζουξής μετά το 1938, ξεπερνώντας σε τεχνική, ακρίβεια και ταχύτητα, ακόμα και τον Περιστέρη και συναγωνιζόμενος σε ευρηματικότητα και φαντασία τον Τσιτσάνη και τον Χατζηχρήστο, που ήδη είχαν ξεχωρίσει απο τους ρεμπέτες σαν κορυφαίοι μπουζουξήδες της εποχής, λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο. 
Το 1946 ηχογράφησε τον "Πασατέμπο" ένα αργό σουίγκ θα λέγαμε, παρά χασάπικο, με φράσεις "κλεμμένες" απο τον Τζάνγκο. Στη συνέχεια μια σειρά απο σουίνγκ- χασαποσέρβικα -ήταν άλλωστε μόδα στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο το φοξ-αγγλέ και το σουίνγκ- όπως "Αγαπούλα μου οκ", "Εσυ είσαι η αιτία που υποφέρω", "Παρτίδες" κ.α. 


Να σημειωθεί ότι το σουίνγκ (κουνιέμαι-κούνια) στις ΗΠΑ ήταν στα πάνω του στα 30ies και παρέμεινε μέχρι το '45 περίπου ενώ η τζάζ απο το '45 και μετά στράφηκε στο bebop, που είναι πιο αυτοσχεδιαστικό, εγκεφαλικό και λιγότερο χορευτικό. Τότε επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο η σάμπα απο τη Βραζιλία, κάτι που μπήκε και στο ρεμπέτικο στιχουργικά μόνο και βλέπουμε  στις ελλην.ταινίες τους πρωταγωνιστές να πηγαίνουν στα καμπαρέ της εποχής μετά το '50 με μεγάλη λαχτάρα για να χορέψουν "σάμπα". Απο δε το '55 και μετά το μάμπο, η ρούμπα, το ροκ εν ρολ και προπαντός το τσα-τσά (το τσά-τσα που λένε οι Αμερικάνοι), επισκίασαν σαν ξένη επιρροή όλα τα άλλα...
Το λατινοαμερικάνικο μπιγκίν (beguine) αντικατέστησε μεταπολεμικά στην ελλάδα το tango oriental (Ζεχρά) και σταδιακά τα ελληνικά ελαφρά μπιγκίν (έχω ακούσει παλιό μουσικό να λέει : πάμε ένα μπικινάκι) δάνεισαν το τέμπο τους στα ανατολίτικου στιχουργικού περιεχόμενου ρεμπέτικα, όπως : Αραπίνες, Σεβιλιάνες, Γκέλ Καϊξή κλπ γιά να εξελιχθούν στη συνέχεια σε μπολέρο, που είναι πιό νωχελικός ρυθμος.
Η ξενομανία αυτή βέβαια συνεχίστηκε και το '60, με το Μάντισον (1962), Χάλλι Γκάλλι, Τουίστ (1963), Μπόσα Νόβα (1963-64) παρόλο που "εφευρέθηκε" το 1959 στη Βραζιλία σαν μία πιό αργή σάμπα και φυσικά το Shake με τους Mπήτλς και του γιεγιέδες (yeah-yeah) το 63-64.
Τώρα για νά 'μαστε εντελώς ειλικρινείς και το δικό μας συρτάκι εισήχθη στην ουσία το 1965 αφού ήδη εξήχθη μέσω της ταινίας "Ζορμπάς", ταινία που έφερε καμμιά 20ριά ακόμα με παρόμοιο περιεχόμενο, την ίδια εποχή που κλαίγαν με τον Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση και αγωνιούσαν με τα αγροτικά πάθη του Ανέστη Βλάχου και της Γκιζέλας Ντάλι...

*Δυστυχώς δεν είναι δυνατή η ενσωμάτωση του βίντεο στο μπλογκ...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

μια ταινία του χιώτη είναι η μερικοί το προτιμούν κρύο και αξίζει να την δείτε

cretan music - mantinades