Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

3 λαλούν και 2 χορεύουν.. συνενόηση μπουζούκι...

Ψάχνοντας στο διαδίκτυο κανείς για τη λύρα και το βιολί στην Κρήτη, απλά πιστοποιεί τις χαώδεις διαφορές και τις απύθμενες εμμονές των θαυμαστών ή και οπαδών των δύο οργάνων, όπως και την ατολμία των ειδημόνων να δώσουν τέλος στο θέμα με ρηξικέλευθες τοποθετήσεις και παράθεση ικανών ιστορικών στοιχείων -που σίγουρα έχουν στην κατοχή τους- ώστε να διευθητηθεί έστω κάπως.. το ζήτημα!!!

Απο τη σελίδα "ΞΈΝΙΟΣ ΚΡΗΣ - Πανελλήνιο σχολικό δίκτυο", του δάσκαλου Μανώλη Χετζογιαννάκη αντιγράφουμε :

Ο γνωστός Νταντάλας (σε μας άγνωστος...)
  
Η λύρα


Η έλευση του βιολιού στην Κρήτη κατά τα τέλη του 16ου αιώνα (είτε μέσω των Ενετών ή μέσω των Τούρκων), ενός οργάνου με πολύ περισσότερες τεχνικές και εκφραστικές δυνατότητες, δεν κατάφερε να επικρατήσει έναντι της λύρας όπως συνέβη στο πλείστο των περιοχών του ελλαδικού χώρου. Ίσως η μορφολογία του εδάφους, τα πολλά απομονωμένα ορεινά χωριά, αλλά και η μεγάλη έκταση του νησιού συνέβαλαν στην διατήρηση της λύρας ως κυρίαρχο μουσικό όργανο των Κρητικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το  χωριό Όλυμπος της Καρπάθου, όπου η παραδοσιακή λύρα κατέχει ισχυρότατη θέση καθώς το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε μόλις το 1981 ενώ ο αγροτικός δρόμος ανοίχθηκε το 1979. Όπως προαναφέραμε, η λύρα στην Κρήτη αρχίζει από τη δεκαετία του 1930 και μετά να υπόκειται σε σταδιακές αλλαγές με αποκορύφωμα των εμφάνιση στην δεκαετία του 1940 στο νησί της βιολόλυρας (με τέσσερις χορδές). Ο πρώτος τύπος αχλαδόσχημης κρητικής λύρας, το λυράκι και η κατάλληλη για γλέντια ανοιχτού χώρου βροντόλυρα εκτοπίζονται.
Η λύρα της Κρήτης κατασκευάζεται από μονοκόμματο ξύλο κάποιας ηλικίας (τουλάχιστον 10 ετών) και συνήθως χρησιμοποιείται ασφένταμος, καρυδιά και μουρνιά. κ.α. Η σκάφη, το κοίλο σκαφτό σώμα της λύρας λέγεται και καύκα ή καυκί. Το καπάκι (εμπρόσθιο μέρος) είναι αυτό που επιρεάζει άμεσα τον ήχο του οργάνου και ιδανικό υλικό για την κατασκευή του θεωρείται το κατράνι (υλικό ηλικίας άνω των 300 ετών που προέρχεται από δοκάρια παλαιών κτισμάτων). Παλιά οι χορδές ήταν εντέρινες και το δοξάρι είχε τρίχες από ουρά αλόγου που συνήθως έφερε μια σειρά από σφαιρικά κουδουνάκια, τα λεγόμενα γερακοκούδουνα, μία ακόμα απόδειξη της βυζαντινής καταγωγής του οργάνου. Σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως δοξάρι βιολιού.


Το βιολί

Όργανο με παγκόσμια απήχηση όπου εμφανίστηκε με τη σημερινή του μορφή στα τέλη του 16ου αιώνα. Το συναντάμε κυρίως στα αστικά κέντρα της Κρήτης όπου κατέφθασε τον 17ο αιώνα[1]. Το βιολί ήταν αρκετά διαδεδομένο στα δυτικά του νομού Χανίων αλλά και στο ανατολικό άκρο της Κρήτης (Σητεία, Ιεράπετρα) όπου παίζει ακόμα σημαντικό ρόλο. Τετράχορδο όργανο με νότες Μι-Λα-Ρε-Σολ, έχει σίγουρα μεγάλες δυνατότητες. Στρατής Καλογερίδης, Δερμιτζογιάννης, Αβυσσινός, Μπαρινταντωνάκης, Περάκης, Κοτσάκης, μερικοί από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες που ήκμασαν ή συνεχίζουν ακόμα αυτή την παράδοση στην ανατολική Κρήτη. Στεφ.Τριανταφυλλάκης (Κιόρος), Ματζουράνας, Κων/νος Μπουλταδάκης (Καναρίνης), Γ.Μαριάνος, Χάρχαλης, Φελεσογιάννης,  Ν.Σαριδάκης (Μαύρος), Κ.Παπαδάκης (Νάυτης), Μιχ.Κουνέλης, Φ.Κατράκης, μερικοί βιολιστές που έδρασαν ή συνεχίζουν ακόμα το έργο τους στην δυτική Κρήτη. Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ότι το βιολί έπεσε σε χέρια πολλών και μεγάλων μουσικών που σφράγισαν με την παρουσία τους την Κρητική μουσική παράδοση. Αρκετοί νέοι αξιόλογοι μουσικοί με αρκετή επιτυχία συνεχίζουν σήμερα την παράδοση του βιολιού και στα δύο άκρα του νησιού.

 Η έλευση του βιολιού στην Κρήτη κατά τα τέλη του 16ου αιώνα (είτε μέσω των Ενετών ή μέσω των Τούρκων), ενός οργάνου με πολύ περισσότερες τεχνικές και εκφραστικές δυνατότητες, δεν κατάφερε να επικρατήσει έναντι της λύρας όπως συνέβη στο πλείστο των περιοχών του ελλαδικού χώρου. Ίσως η μορφολογία του εδάφους, τα πολλά απομονωμένα ορεινά χωριά, αλλά και η μεγάλη έκταση του νησιού συνέβαλαν στην διατήρηση της λύρας ως κυρίαρχο μουσικό όργανο των Κρητικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το  χωριό Όλυμπος της Καρπάθου, όπου η παραδοσιακή λύρα κατέχει ισχυρότατη θέση καθώς το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε μόλις το 1981 ενώ ο αγροτικός δρόμος ανοίχθηκε το 1979. Όπως προαναφέραμε, η λύρα στην Κρήτη αρχίζει από τη δεκαετία του 1930 και μετά να υπόκειται σε σταδιακές αλλαγές με αποκορύφωμα των εμφάνιση στην δεκαετία του 1940 στο νησί της βιολόλυρας (με τέσσερις χορδές). Ο πρώτος τύπος αχλαδόσχημης κρητικής λύρας, το λυράκι και η κατάλληλη για γλέντια ανοιχτού χώρου βροντόλυρα εκτοπίζονται.


Απο την κριτική του Λάμπρου Λιάβα για τον δίσκο "Le Violon En Crete Occidentale (1999)" στο in.gr, αντγράφουμε :

 Στην παράδοση του λαϊκού βιολιού της δυτικής Κρήτης είναι αφιερωμένος ο δίσκος αυτός. Παρουσιάζεται η τέχνη ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους "βιολάτορες" των Χανίων, του Κώστα Παπαδάκη ή Ναύτη. Σύμφωνα με τη σύγχρονη μουσικολογική έρευνα, το βιολί έχει εισαχθεί στην Κρήτη ήδη από την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος αιώνας έως 1669) κυρίως στα πολυπληθυσμιακά αστικά κέντρα του νησιού (Χανιά, Ρέθυμνο, Χάνδακας). Ήταν η εποχή που στη Δύση μεσουρανούσε ο Κρητικός ζωγράφος Ελ Γκρέκο και στη Βενετία εκδιδόταν ο Ερωτόκριτος. Ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, οι δεξιοτεχνικές και εκφραστικές δυνατότητες του οργάνου να αξιοποιηθούν και να δομηθεί με την πάροδο των χρόνων ένα ρεπερτόριο ανάλογο με αυτό των άλλων λιμανιών τής τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από την άλλη, στοιχεία για τη λύρα εντοπίζονται μόλις το 17ο-18ο αιώνα. Όργανο που συγγενεύει οργανολογικά με το ραμπάμπ φτάνει στο νησί μέσα από τους δρόμους των Αράβων και υιοθετείται κυρίως στις μη αστικές περιοχές. Όργανο με περιορισμένες δυνατότητες σε σχέση με το βιολί, ήλθε να προσαρμοστεί, και να συμπορευτεί, με παλαιότερα "αγροτικά" όργανα όπως η ασκομαντούρα (νησιώτικος άσκαυλος). Στο δίσκο αυτό περιλαμβάνονται δείγματα από το ρεπερτόριο της δυτικής Κρήτης, όπως αυτό εκφράστηκε μέσα από το βιολί: το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν "τα συρτά" (τα οποία λόγω καταγωγής ονομάστηκαν "χανιώτικα"), χορός που η παράδοση θέλει να "ανακαλύπτεται" στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα. Τα κομμάτια ονομάζονται ανάλογα με το χωριό ή την περιφέρεια από όπου προέρχονται, ενώ τα σύγχρονα με το όνομα αυτού που τα συνέθεσε. Υπάρχουν επίσης "κοντυλιές", μικρές αυτόνομες μελωδικές φράσεις που με τη διαδοχή τους σχηματίζεται μια ενότητα. Στις κοντυλιές κατατάσσουν και το Μαλεβυζιώτη. Είναι ένας χορός που στηρίζεται σε φράσεις-κοντυλιές από παλαιότερους τύπους χορών και "εξελίχθηκε" χάρη στα περιθώρια που δίνει το βιολί για δεξιοτεχνικό παίξιμο. Μπορούμε επίσης να ακούσουμε μερικά δείγματα από "ταμπαχανιώτικα" (κρητικά ρεμπέτικα), τραγούδια που ενοποιούν τα λιμάνια της Κρήτης με αυτά της Μικράς Ασίας και του Πειραιά... Η έκδοση συνοδεύεται από ένα περιεκτικό ένθετο φυλλάδιο, όπου υπάρχουν σημειώματα για τα όργανα, το ρεπερτόριο, τις ηχογραφήσεις και τους μουσικούς που συμμετέχουν. Την επιστημονική επιμέλεια της έκδοσης είχε ο Ιταλός μουσικολόγος Roberto Leydi, ο οποίος, μαζί με το Στέλιο Λαϊνάκη που συνοδεύει το Ναύτη στο λαούτο, ερεύνησαν την παράδοση των βιολιών της δυτικής Κρήτης από το 1978 έως το 1992. Οι ηχογραφήσεις από τεχνικής άποψης είναι ερασιτεχνικές. Το υλικό πάντως είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς αποτελεί μια σημαντική καταγραφή του ρεπερτορίου αλλά και της αισθητικής που το περιβάλλουν -ιδιαίτερα στις μέρες μας, που η παράδοση των λαϊκών βιολιών της Κρήτης τείνει να εκτοπιστεί τελείως από το παγκρήτιο ρεπερτόριο, που ως όχημα έχει το νέο τύπο της κρητικής λύρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

cretan music - mantinades