Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Τα κουρδίσματα του μπουζουκιού και του μπαγλαμά στη δισκογραφία των 78 στροφών

Ενας απο τους πρωτοπόρους του μπουζουκιού, ο Θανάσης Μανέτας. Πρώτη φορά βλέπουμε φωτογραφία του!!

του Σταύρου Κουρούση
(για το διαδικτυακό περιοδικό "Κλίκα")

Για τα κουρδίσματα του μπουζουκιού έχουμε διάφορες πηγές και μαρτυρίες, όπως των Κερομύτη, Γενίτσαρη, Αθανασίου, Μάρκου Βαμβακάρη κ.λπ. Μια αναφορά στα ντουζένια του μπουζουκιού και του μπαγλαμά, όπως αυτά εμφανίστηκαν ελάχιστες φορές στη δισκογραφία 78 στροφών, είναι ωφέλιμη και γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε ότι η παρουσίασή τους κρίνεται απαραίτητη. Με αυτά τα κουρδίσματα γαλουχήθηκαν οι πρώτες γενιές μπουζουξήδων και μουσικών, μερικά ονόματα των οποίων - μέσα από τις μαρτυρίες νεότερων - γνωρίζουμε, όπως: Μιμίκος Μπογιατζής, Γιώργος Σκριβάνος, Θανάσης Μανέτας, Απόστολος Ζυμαρίτης, Ρεγγίνας και πολλοί άλλοι, οι οποίοι ήταν πλανόδιοι μπουζουξήδες γυρολόγοι, και παίζαν για το κέφι τους στις ταβέρνες και στους τεκέδες. Κάποιοι από αυτούς έμαθαν στη φυλακή, καθώς το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς ήταν τα όργανα που εξελίχθηκαν και αγαπήθηκαν πολύ σ’ αυτό το χώρο. Από όλους τους πρώτους μπουζουξήδες του 19ου αιώνα, μόνο ο Θανάσης Μανέτας ηχογραφήθηκε με 3 τραγούδια, μεταξύ 1931 και 1932 σε μεγάλη ηλικία και έγινε ο πρώτος που έγραψε μπουζούκι σε δίσκο στην Ελλάδα.

  • DG-147 WG-233 | «Τα δίστιχα του μάγκα» | μπουζούκι: Μανέτας - κύμβαλο: Λειβαδίτης, Σπαχάνης | Αύγουστος - Σεπτέμβρης 1931
  • DG-147 WG-234 | «Καλέ μάνα δεν μπορώ» | μπουζούκι: Μανέτας - κύμβαλο: Λειβαδίτης, Σπαχάνης
  • DG-203 WG-324 | «Μεμέτης» (Χρ.Μαρίνος) Κώστας Νούρος | μπουζούκι: Μανέτας - κύμβαλο: Λειβαδίτης | αρχές του 1932, πιθανώς


Ξεκινώντας χρονολογικά, ο πρώτος μπουζουξής του οποίου έχουμε δείγματα κουρδισμάτων είναι ο Σαμιώτης Μανώλης Καραπιπέρης (Σάμος 1883 - Νέα Υόρκη, δεκαετία του 1950 πιθανώς). Ηχογράφησε συνολικά 6 τραγούδια, τα 4 από αυτά, μεταξύ 1928 και 1929. Στα τέλη του 1928 ηχογραφεί, με τραγουδιστή το συμπατριώτη του Γιαννάκη Ιωαννίδη, δύο παραδοσιακά ρεμπέτικα της ανώνυμης περιόδου, το «Από κάτω από τις ντομάτες» και το «Τούτοι οι μπάτσοι που’ ρθαν τώρα». Μπουζούκι κανονικό, με ιδιαίτερο όμως κούρδισμα, που ξεκινάει από τη νότα Λα στο καντίνι, όπως και στους ταμπουράδες. Αυτό είναι και ένα στοιχείο που μάς κάνει να πιστεύουμε ότι ο Καραπιπέρης δεν έπαιζε εξ' αρχής μπουζούκι, αλλά ταμπουρά, στην πατρίδα του τη Σάμο και άλλαξε σε μπουζούκι στην Αμερική. Η φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στην έκδοση «Η Σάμος στις 78 στροφές»1 ενισχύει αυτή την άποψη. Βλέπουμε το όργανο να ακολουθεί κλίμακα Αμερικάνικη με βούλα στο 2o τάστο, αντί του τρίτου της ευρωπαϊκής, καθώς επίσης και ο τρόπος με τον οποίο τοποθετεί το δεξί χέρι του ο Καραπιπέρης είναι χαρακτηριστικός για τους παίχτες του ταμπουρά και του σαζ, ακόμα και σήμερα, δηλαδή κρεμαστός σπαστός καρπός στο κράτημα της πένας2.
Μανώλης Καραπιπέρης
Δεκέμβριος 1928 Columbia - Nέα Υόρκη
  • CO-56137F W-206147-2 | «Τούτοι μπάτσοι πού’ ρθαν τώρα» (ρεμπέτικο ζεϊμπέκικο) | Γιαννάκης Ιωαννίδης | ΝΤΟ-ΡΕ -ΝΤΟ κούρδισμα
    Iδιόρρυθμο κούρδισμα για το οποίο δεν έχουμε καθόλου πηγές αναφοράς
  • CO-56137F W-206148-1 | «Από κάτω από τις ντομάτες» (ρεμπέτικο ζεϊμπέκικο) | Γιαννάκης Ιωαννίδης | ΛΑ-ΡΕ-ΛΑ κούρδισμα ανάλογο με το σημερινό ρε-λα-ρε | 29 Απρίλιου 1929 Victor - Nέα Υόρκη | Αϊδίνικο ζειμπέκικο, Αϊβαλιώτικο ζειμπέκικο
    Εδώ ο Καραπιπέρης χρησιμοποιεί το γνωστό τούρκικο Καραντουζένι ή «bozuk douzeni», όπως λέγεται, με δύο ζεύγη μπουργάνας και ψιλής στη δεύτερη και τρίτη χορδή και ένα ζεύγος ψιλής στην πρώτη χορδή. Το συγκεκριμένο κούρδισμα είναι το πιο διαδεδομένο του ταμπουρά σε Τουρκία και Ελλάδα και επίσης πολύ συνηθισμένο σε πολλά όργανα, όπως το λαούτο, λύρα κ.λπ. ΛΑ - ΡΕ (μπουργάνα) - ΣΟΛ (μπουργάνα)
Γιώργος Μπάτης, ή Αμπάτης ή Τσώρος (1886-1967)
Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτό το μεγάλο του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο Γιώργος Μπάτης, ο παλιότερος και ο χαρακτηριστικότερος μουσικός της «Τετράδος της ξακουστής του Πειραιά», υπήρξε σημείο έμπνευσης και αναφοράς για πολλούς μουσικούς του ρεμπέτικου, ειδικά στο ξεκίνημά τους. Μουσικός, κυρίως του μπαγλαμά, με σημαντική προσφορά στην τέχνη, καθώς μάς μεταφέρει πιστά το κλίμα της φυλακής του 19ου αιώνα και του υπόκοσμου τον οποίο γνώρισε από μικρή ηλικία. Πολυτεχνίτης, μικροπωλητής, ενεχυροδανειστής, παλιατζής, χοροδιδάσκαλος και πάνω από όλα ένας εξαίρετος χιουμορίστας, ο Μπάτης ήταν ο πιο χαρακτηριστικός τύπος του Πειραιά. Συλλέκτης επίσης πολλών μουσικών οργάνων, κυρίως μπαγλαμάδων. Μπουζούκι και μπαγλαμά έμαθε στη φυλακή3, αλλά και σύμφωνα με άλλες πηγές από ένα θείο του, παλιό μπουζουξή του 19ου αιώνα, ονόματι Γαβρήλο4.

Στα 16 τραγούδια, που είναι στο όνομά του, και που ηχογράφησε ο ίδιος παίζοντας μπαγλαμά μέχρι το 1936, συμμετείχαν μέλη της «Τετράδος του Πειραιά», με κύριο εκτελεστή το νεαρό Ανέστο Δελιά στο μπουζούκι. Συμμετείχε επίσης και σε άλλα ακόμη κομμάτια της δισκογραφίας, παίζοντας με τον μπαγλαμά του, κυρίως σε δίσκους του Μάρκου Βαμβακάρη αλλά και άλλων. Χαρακτηριστικά είναι τα κομμάτια: «Έφοδος στον τεκέ», «Κορόιδο άδικα γυρνάς» κ.ά. Κάτι που είναι άγνωστο έως σήμερα είναι ότι ο Μπάτης, στα περισσότερά του τραγούδια, χρησιμοποίησε κουρδίσματα όχι μόνο από τα γνωστά ντουζένια, αλλά και άγνωστα κουρδίσματα που τα συναντάμε μόνο στις συγκεκριμένες ηχογραφήσεις. Αυτό ενισχύει πλήρως και την προφορική μαρτυρία του Μιχάλη Γενίτσαρη για ''μπαγλαμαδοντουζένια'' ή, κατά το Μάρκο, ''μπαγλαμαδίστικα'' ντουζένια, δηλαδή ότι ο μπαγλαμάς κουρδιζόταν πάντα σε ντουζένια και όχι τόσο σε ρε-λα-ρε. Η πρώτη ηχογράφησή του έγινε το Νοέμβρη του 1932 για την εταιρεία ''Columbia'', με τα κομμάτια «Μπάτης ο Δερβίσης» και «Σού 'χει λάχει», ένα μήνα πριν το Μάρκο Βαμβακάρη και την ηχογράφηση των «Καραντουζένι» και «Αράπ», στην Parlophone.

Στα πρώτα αυτά κομμάτια έχουμε συνοδεία ιδιόρρυθμης ορχήστρας με μπουζούκι, κάποιο όργανο αγνώστου ταυτότητας, πιθανώς λαούτο, και μπαγλαμά. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο Μπάτης κάνει την παρθενική του είσοδο στη δισκογραφία με αμανέ - πιθανώς ήταν αρκετά συνηθισμένος συνδυασμός κατά το 19ο αιώνα - και επίσης,  μ' ένα κομμάτι  του οποίου τη μελωδία εύκολα μπορούμε  να χαρακτηρίσουμε σαν αδέσποτη, καθώς χρησιμοποιήθηκε και από το Μάρκο Βαμβακάρη στο κομμάτι «Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω» του 1936. Ο μπουζουξής της ηχογράφησης μάς είναι άγνωστος, καθώς δεν αναγράφεται στην ετικέτα κάποιο όνομα, αλλά ούτε ακούγεται κάποιο επιφώνημα κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης που να μας τον προσδιορίζει. Θα μπορούσαμε  να υποθέσουμε ότι είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης ή, το πιο πιθανό, ο Ανέστης Δελιάς. Εδώ, να παραθέσουμε μια σειρά υποθέσεων για το ποιος θα μπορούσε να είναι ο μπουζουξής:
  • Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έχει αναφέρει σε συνέντευξή του ότι στο «Σού 'χει λάχει», ο Δελιάς έπαιξε μπουζούκι, άρα, λογικά και την πίσω πλευρά θα την έπαιζε ο ίδιος.
Δύο άλλες περιπτώσεις επίσης εξετάζονται:
  • Η πρώτη είναι του μπουζουξή Φραγκίσκου Ζουριδάκη, ο οποίος υπήρξε στενός συνεργάτης του Γιώργου Μπάτη και σύμφωνα με τον ίδιο έχουν γράψει μαζί το «Σού 'χει λάχει»5, αλλά ο Μπάτης το εξέδωσε μόνο στο όνομά του, χωρίς να αναγράφεται στην ετικέτα το όνομα Ζουριδάκης, προς απογοήτευση του τελευταίου. Ο Φραγκiσκος Ζουριδάκης ηχογράφησε στην εταιρεία Columbia, το 1936, δυο καταπληκτικά δείγματα πρώιμου μπουζουκιού, τα «Συριανό Χασάπικο» και «Νταχτήρι», αδέσποτα παραδοσιακά κομμάτια. Συγκεκριμένα, η ηχογράφηση τοποθετείται από τον Ιούλιο έως το Δεκέμβριο του έτους 1936, ο δίσκος είναι εξαιρετικά σπάνιος και μόνο 3 αντίτυπά του έχουν βρεθεί έως σήμερα. Πράγματι, το παίξιμο έχει αρκετές ομοιότητες με το ταξίμι στον Αμανέ του Μπάτη. Θα μπορούσε λοιπόν να είναι ο Ζουριδάκης, αν όχι ο Δελιάς.
  • Τελευταία υπόθεση, χωρίς όμως καθόλου στοιχεία, είναι να παίζει ο μαθητής και κολλητός του Γιώργου Μπάτη, ο Νίκος Καρυδάκιας, μέλος της πειραιώτικης παρέας που φέρεται σα συνθέτης ενός τραγουδιού, του ζεϊμπέκικου «Αφότου εγεννήθηκα», ηχογραφημένου το 1940-41. Ιδιαίτερα αγαπητός ο συγκεκριμένος στην εποχή του, από τις παρέες του Πειραιά και κολλητός του Δελιά και του Μάρκου, δυστυχώς δολοφονήθηκε στην Κατοχή το 1941. Δεν έχει σωθεί κάποιο δείγμα παιξίματός του και δεν είναι καθόλου βέβαιο εάν είναι ο ίδιος που παίζει.
Τα κουρδίσματα των ηχογραφήσεων του Γιώργου Μπάτη
Στην πρώτη ηχογράφηση ο Μπάτης χρησιμοποιεί κούρδισμα ρε-σι-σολ (μπουργάνα), αγνώστου ονομασίας κούρδισμα, για το οποίο δεν έχουμε καθόλου αναφορές και μαρτυρίες. Το συγκεκριμένο κούρδισμα συναντάται, εκτός από αυτή την ηχογράφηση, άλλες δύο φορές από τον Μπάτη, μία από το Μάρκο και ακόμα μία στη δισκογραφία των 45 στροφών, πάλι από το Βαμβακάρη. Σίγουρα θα επρόκειτο για ένα διαδεδομένο κούρδισμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν αρκετά εκείνη την εποχή και, αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι ο Μάρκος συνεχίζει να το παίζει 30 χρόνια μετά, το χιτζάζ και το ραστ ταιριάζουν πολύ καλά σ’ αυτό.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει επίσης σε ένα χαρακτηριστικό άγνωστης ονομασίας κούρδισμα, το ρε -λα# -λα# (μπουργάνα), το οποίο συναντάμε 6 φορές στη δισκογραφία του Μπάτη και θα μπορούσε να ονομαστεί ως κούρδισμα ''Μπάτης'' η "Ζωρζ Μπατέ", αν προτιμάτε, αφού ο μουσικός δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση σ’ αυτό το μπαγλαμαδοντουζένι. Στο συγκεκριμένο κούρδισμα, το οποίο δεν συναντήσαμε σε καμία αναφορά, αλλά ούτε και πουθενά αλλού στη δισκογραφία, ταιριάζουν αρκετοί δρόμοι, κυρίως το ραστ, και είναι αρκετά κοντά στο ανοιχτό ντουζένι (ρε-σολ-σολ), με τις δύο απάνω χορδές σε ταυτοφωνία. 

η συνέχεια εδω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

cretan music - mantinades