Του Αλέξη Βάκη
Τα χρόνια της χούντας -και παράλληλα με το πολιτικοκοινωνικό αντιστασιακό και δημοκρατικό κίνημα της εποχής- αναπτύχθηκε μια ιδιότυπη αισθητική τάση, που στις μέρες μας είναι ένα ισχυρό, διακριτό και δημοφιλές μουσικό ρεύμα.
Τα χρόνια της χούντας -και παράλληλα με το πολιτικοκοινωνικό αντιστασιακό και δημοκρατικό κίνημα της εποχής- αναπτύχθηκε μια ιδιότυπη αισθητική τάση, που στις μέρες μας είναι ένα ισχυρό, διακριτό και δημοφιλές μουσικό ρεύμα.
Τότε, όμως, το να μιλάς για το προπολεμικό ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου οι δίσκοι ήταν για χρόνια καταργημένοι και βρίσκονταν μόνο στα παλιατζίδικα, δεν ήταν και η ευκολότερη υπόθεση. Τα χρόνια εκείνα ήταν που σχηματίστηκαν οι πρώτοι πυρήνες συλλεκτών, χάρη στο μεράκι των οποίων -και ανεξάρτητα από τις όποιες επιμέρους ενστάσεις για τον ρόλο τους- σήμερα κυκλοφορεί η συντριπτική πλειονότητα των παλιών τραγουδιών, και επίσης σχηματίστηκαν οι πρώτες ρεμπέτικες κομπανίες. Το πρώτο τέτοιο σχήμα που φτιάχτηκε, και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση της αναβίωσης του ρεμπέτικου, ήταν αυτό που αποτέλεσαν ο -δικηγόρος σήμερα- Μανώλης Δημητριανάκης, ο -συνταξιούχος δημοσιογράφος και εκδότης του περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι- Γιώργος Κοντογιάννης, και ο -τραγουδιστής- Δημήτρης Κοντογιάννης.
Μανώλης Δημητριανάκης: Με τον Γιώργο Κοντογιάννη γνωριζόμαστε από το καλοκαίρι του 1968. Ήμουν φοιτητής της Νομικής και παράλληλα έπαιζα μπουζούκι στην μπουάτ Απανεμιά, στην Πλάκα. Εκεί ήταν και ο Αλέκος Σταματέλης, ένας πολύ ωραίος τραγουδιστής, ξυλογλύπτης το επάγγελμα, ο οποίος τραγουδούσε Μάρκο. Στην Απανεμιά, που εκείνη την εποχή την είχε ο -συμφοιτητής μου στη Νομική- Νίκος Λαπαθιώτης έπαιζε πιάνο ο Βασίλης Βιολάρης και τραγουδούσαν ο ζωγράφος Νίκος Χουλιαράς, η Μαρία Σολδάτου και η Έφη Παναγιώτου. Το πρόγραμμα ήτανε 10 με12, ενώ τα Σάββατα κάναμε δύο προγράμματα, 10-12 και 12-2. Ένα βράδυ ήρθε ως πελάτης ο Γιώργος και, όταν τελειώσαμε, έπιασε την κιθάρα του Χουλιαρά και παίξαμε. Από ’κείνο το βράδυ κολλήσαμε.
Μανώλης Δημητριανάκης: Με τον Γιώργο Κοντογιάννη γνωριζόμαστε από το καλοκαίρι του 1968. Ήμουν φοιτητής της Νομικής και παράλληλα έπαιζα μπουζούκι στην μπουάτ Απανεμιά, στην Πλάκα. Εκεί ήταν και ο Αλέκος Σταματέλης, ένας πολύ ωραίος τραγουδιστής, ξυλογλύπτης το επάγγελμα, ο οποίος τραγουδούσε Μάρκο. Στην Απανεμιά, που εκείνη την εποχή την είχε ο -συμφοιτητής μου στη Νομική- Νίκος Λαπαθιώτης έπαιζε πιάνο ο Βασίλης Βιολάρης και τραγουδούσαν ο ζωγράφος Νίκος Χουλιαράς, η Μαρία Σολδάτου και η Έφη Παναγιώτου. Το πρόγραμμα ήτανε 10 με12, ενώ τα Σάββατα κάναμε δύο προγράμματα, 10-12 και 12-2. Ένα βράδυ ήρθε ως πελάτης ο Γιώργος και, όταν τελειώσαμε, έπιασε την κιθάρα του Χουλιαρά και παίξαμε. Από ’κείνο το βράδυ κολλήσαμε.
Γιώργος Κοντογιάννης: Ήταν λίγους μήνες που είχα μπει στη δημοσιογραφία, αλλά ήμουνα θαμώνας από το ’66 στις μπουάτ• πήγαινα συχνά. Αυτό που θυμάμαι από εκείνη την πρώτη βραδιά που βρεθήκαμε με τον Μανώλη είναι ότι πήγαμε μετά στο Ελυζέ, ένα ξενυχτάδικο στην Πλατεία Συντάγματος.
Μ. Δ.: Εκεί που ήταν τα λουλουδάδικα μετά, κάτω από την Όθωνος.
Γ. Κ.: Κάτσαμε, λοιπόν, μέχρι τις οκτώ το πρωί -είχε βγει ο ήλιος κανονικά- και μιλάγαμε. Υπήρχαν πολλοί ρεμπετόφιλοι στις παρέες τότε, αλλά με τον Μανώλη ταιριάξαμε γιατί του άρεσε και το λαϊκό τραγούδι, ο Καζαντζίδης, κ.λ.π. Μάλιστα, είχε βγει τότε το τραγούδι Να χαρείς τα μάτια σου καλέ, του Στέλιου Ζαφειρίου, με τον Χρηστάκη, το οποίο άρεσε και στους δυο μας. Το αναφέρω αυτό διότι οι πουρίστες του καθαρού ρεμπέτικου δεν γουστάρανε καθόλου τέτοια πράγματα. Θέλω, δηλαδή, να πω ότι τα βρήκαμε γενικώς με τον Μανώλη, όχι μόνο σε σχέση με το ρεμπέτικο.
Τότε ήταν που ξεκινήσατε να παίζετε μαζί;Μ. Δ.: Ναι, στην αρχή μάλιστα παίζαμε οι δυο μας, ο Γιώργος κιθάρα και εγώ μπουζούκι. Κατά καιρούς βρισκόμασταν με τον Γιώργη Χριστοφιλάκη, με τον τραγουδιστή Γιάννη Κυριαζή, κ.ά. Αυτά συμβαίνουν γύρω στο ’70-’71.
Γ. Κ.: Τον Χριστοφιλάκη τον γνώρισα από τον Μανώλη. Πηγαίναμε καμμιά φορά στο σπίτι του και παίζαμε. Κάποια εποχή παραγγείλαμε δυο μπαγλαμάδες στον Θοδωρή τον Μουντάκη, οπότε άρχισε να παίζει και ο Χριστοφιλάκης λίγο μπαγλαμά.
Τι τραγούδια παίζατε τότε;
Γ. Κ.: Ρεμπέτικα κυρίως, αλλά και κάναν Καζαντζίδη, κάναν Γαβαλά• τέτοια.
Γ. Κ.: Ρεμπέτικα κυρίως, αλλά και κάναν Καζαντζίδη, κάναν Γαβαλά• τέτοια.
Τι έγινε στη συνέχεια;
Γ. Κ.: Στις αρχές του ’73 απολύθηκε από τον στρατό ο αδελφός μου ο Δημήτρης και κατέβηκε στην Αθήνα. Μπήκε στην παρέα και γίναμε τρίο. Την ίδια εποχή παίζαμε, όμως, και με άλλους: με τους αρχιτέκτονες Γαβρίλο Αηδονόπουλο και Αντώνη Νουκάκη, με τον συμμαθητή μου από τη Λιβαδειά Γιώργο Θωμόπουλο (ο οποίος τώρα κατασκευάζει κλασικές κιθάρες), κ.ά.
Γ. Κ.: Στις αρχές του ’73 απολύθηκε από τον στρατό ο αδελφός μου ο Δημήτρης και κατέβηκε στην Αθήνα. Μπήκε στην παρέα και γίναμε τρίο. Την ίδια εποχή παίζαμε, όμως, και με άλλους: με τους αρχιτέκτονες Γαβρίλο Αηδονόπουλο και Αντώνη Νουκάκη, με τον συμμαθητή μου από τη Λιβαδειά Γιώργο Θωμόπουλο (ο οποίος τώρα κατασκευάζει κλασικές κιθάρες), κ.ά.
Ποια ήταν τα στέκια σας; Πού μαζευόσασταν και παίζατε;
Μ. Δ.: Στην αρχή πηγαίναμε στο «Ασχημόπαπο», στα Πετράλωνα, που το είχε ένας τύπος ο οποίος ήτανε στο θέατρο, ο Αντουάν. Μετά πηγαίναμε στο δεύτερο υπόγειο της ταβέρνας «Η Φωλιά Της Όπερας», πίσω από τον σημερινό Άρειο Πάγο, στις παλιές φυλακές Αβέρωφ. Πηγαίναμε εκεί μέχρι που φύγανε, το ’80 περίπου.
Μ. Δ.: Στην αρχή πηγαίναμε στο «Ασχημόπαπο», στα Πετράλωνα, που το είχε ένας τύπος ο οποίος ήτανε στο θέατρο, ο Αντουάν. Μετά πηγαίναμε στο δεύτερο υπόγειο της ταβέρνας «Η Φωλιά Της Όπερας», πίσω από τον σημερινό Άρειο Πάγο, στις παλιές φυλακές Αβέρωφ. Πηγαίναμε εκεί μέχρι που φύγανε, το ’80 περίπου.
Εκεί ήταν που ερχότανε -τα χρόνια της μεταπολίτευσης- ο Ανδρέας Παπανδρέου και έριχνε ζεϊμπεκιές υπό τους ήχους των πενιών σας;
Γ. Κ.: Εγώ τον ήξερα λόγω δουλειάς. Ο Ανδρέας, άλλωστε, είναι γνωστό πως έκανε παρέα με τους δημοσιογράφους. Συχνά, λοιπόν, μου έλεγε «Πάρτε με ένα βράδυ εκεί που πάτε και παίζετε». Έτσι, ένα βράδυ πήρε τον Αλευρά, τη γυναίκα του και κάποιους άλλους και ήρθανε στη «Φωλιά Της Όπερας». Χόρεψε όντως ένα ζεϊμπέκικο, αλλά δεν θυμάμαι ποιο ήταν.
Γ. Κ.: Εγώ τον ήξερα λόγω δουλειάς. Ο Ανδρέας, άλλωστε, είναι γνωστό πως έκανε παρέα με τους δημοσιογράφους. Συχνά, λοιπόν, μου έλεγε «Πάρτε με ένα βράδυ εκεί που πάτε και παίζετε». Έτσι, ένα βράδυ πήρε τον Αλευρά, τη γυναίκα του και κάποιους άλλους και ήρθανε στη «Φωλιά Της Όπερας». Χόρεψε όντως ένα ζεϊμπέκικο, αλλά δεν θυμάμαι ποιο ήταν.
Ήσασταν φιλόδοξοι ως κομπανία; Ας πούμε, θέλατε να ηχογραφήσετε δίσκο;
Γ. Κ.: Όχι, καθόλου. Όμως έτυχε να μας ακούσει ο Τάσος Φαληρέας (που ήτανε φίλος μου από άλλες παρέες) και μια μέρα μας ανακοίνωσε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις «Σας έχω κλείσει ήδη στούντιο. Το Σάββατο στις δέκα το πρωί ηχογραφείτε στο Action, με ηχολήπτη τον Γιάννη Τριφύλλη». Κάναμε, λοιπόν, δυο-τρεις πρόβες μέσα στη βδομάδα και πήγαμε και γράψαμε τον πρώτο μας δίσκο, στον οποίο παίξαμε οι τρεις.
Γ. Κ.: Όχι, καθόλου. Όμως έτυχε να μας ακούσει ο Τάσος Φαληρέας (που ήτανε φίλος μου από άλλες παρέες) και μια μέρα μας ανακοίνωσε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις «Σας έχω κλείσει ήδη στούντιο. Το Σάββατο στις δέκα το πρωί ηχογραφείτε στο Action, με ηχολήπτη τον Γιάννη Τριφύλλη». Κάναμε, λοιπόν, δυο-τρεις πρόβες μέσα στη βδομάδα και πήγαμε και γράψαμε τον πρώτο μας δίσκο, στον οποίο παίξαμε οι τρεις.
Μ. Δ.: Ήρθε και ο Ανδρέας Τσεκούρας, ο οποίος έπαιξε ακορντεόν σε δυο-τρία κομμάτια.
Γ. Κ.: Ο δίσκος αρχικά ήταν να βγει στην Columbia, γιατί ο Φαληρέας ήταν εκεί. Όταν ανέλαβε γενικός διευθυντής της Columbia ο Άγγλος Jameson είχε πάρει τον Τάσο ως σύμβουλο, γιατί ο άνθρωπος δεν ήξερε τίποτα από ελληνικό τραγούδι. Και, όπως καταλαβαίνεις, έκανε ό,τι ήθελε ο Τάσος. Αυτός ήτανε που ξανάφερε τον Τσιτσάνη στην Columbia• τον είχε διώξει ο Λαμπρόπουλος. Εκείνο τον καιρό, όμως, έτυχε να φύγει από την Columbia και να ξαναγυρίσει στη Lyra, όπου τον ήθελε πολύ ο Πατσιφάς. Οπότε ο δίσκος βγήκε τελικά στη Lyra.
Μ. Δ.: Αν και ηχογραφήθηκε τέλη του ’73 με αρχές του ’74, ο δίσκος κυκλοφόρησε μετά την πτώση της χούντας, τον χειμώνα του ’74. Στο μεσοδιάστημα είχαμε πάει και στον Μάτσα, στη Minos, αλλά εκείνος μας καθυστερούσε. Έτσι, αποφασίσαμε να βγάλουμε τον δίσκο στη Lyra.
Η μεταπολίτευση, μια εποχή δηλαδή που όλοι άκουγαν Θεοδωράκη και τα συναφή, δεν ήταν μάλλον «ακατάλληλος» χρόνος για να κυκλοφορήσει ένας δίσκος με επανεκτελέσεις παλιών ρεμπέτικων;
Γ. Κ.: Η ρεμπετομανία είχε αρχίσει από τα πρώτα χρόνια της χούντας, απλώς δεν είχε πάρει διαστάσεις ακόμα.
Γ. Κ.: Η ρεμπετομανία είχε αρχίσει από τα πρώτα χρόνια της χούντας, απλώς δεν είχε πάρει διαστάσεις ακόμα.
Μ. Δ.: Εμείς παίζαμε τότε ρεμπέτικα σε ταβέρνες και μαζεύαμε πολύ μεγάλες παρέες, Θυμάμαι, μια φορά είχαμε πάει σε μια ταβέρνα στον Διόνυσο, ώστε να μπορεί να έρθει και ο Γιάννης Κυριαζής ο οποίος νοσηλευόταν σε ένα κοντινό σανατόριο, και μαζευτήκαμε 60-70 άτομα. Γέμισε η ταβέρνα. Υπήρχε και η παλιότερη μαγιά, από τα χρόνια που πηγαίναμε στον Τσιτσάνη και τον Παπαϊωάννου. Ή στην Μπέλλου, στην «Ωραία Νήσο Ύδρα», του Αλάογλου, του «Κουράδα» που λέγανε. Ο Αλάογλου ήτανε ζόρικος• δεν ήταν παίξε-γέλασε.
Γ. Κ.: Τον θυμάμαι που φόραγε κάτι μπλε παπούτσια, γυαλιστερά. Ήταν πάντως ένα από τα τελευταία γερά μαγαζιά αυτό, πολύ παλιό. Παίζανε μόνο ρεμπέτικα Από ’κεί περάσανε η Μπέλλου, ο Καπλάνης, ο Καραπατάκης, διάφοροι παλιοί.
Πώς προέκυψαν ως τίτλος του πρώτου δίσκου Τα Μπλε Παράθυρα;
Γ. Κ.: Από το ομώνυμο τραγούδι του Μάρκου, το οποίο περιλαμβανόταν στο δίσκο. Κι αν δεν κάνω λάθος, ο Σαββόπουλος ήταν αυτός που μας είπε να τον βγάλουμε έτσι.
Γ. Κ.: Από το ομώνυμο τραγούδι του Μάρκου, το οποίο περιλαμβανόταν στο δίσκο. Κι αν δεν κάνω λάθος, ο Σαββόπουλος ήταν αυτός που μας είπε να τον βγάλουμε έτσι.
Μ. Δ.: Η πρώτη κόπια του δίσκου βγήκε χωρίς το όνομα «Ρεμπέτικη Κομπανία» στο εξώφυλλο. Έγραφε, βέβαια, τα ονόματά μας, αλλά στο οπισθόφυλλο. Κάποια στιγμή παίξαμε στην τηλεόραση και έβαλε ο Γιώργος Παπαστεφάνου υπότιτλο από κάτω «Παίζει η Ερασιτεχνική Ρεμπέτικη Κομπανία». Από ’κεί πήρε το «Ρεμπέτικη Κομπανία» ο Πατσιφάς και το έβαλε στην πρώτη ανατύπωση του δίσκου.
Γ. Κ.: Ο δίσκος στην αρχή πούλησε λίγο, αλλά μετά από κάναν χρόνο άρχισε να πουλάει φουλ. Συνετέλεσε, βέβαια, και το γεγονός πως, επειδή δεν υπήρχε άλλη κομπανία τότε, εμείς μονοπωλούσαμε το ρεμπέτικο στην τηλεόραση. Όταν θέλανε να κάνουνε κάποιο αφιέρωμα, στον Τούντα, στον Μητσάκη, στον Τσιτσάνη, κ.λ.π., φωνάζανε εμάς• δεν υπήρχε κανένας άλλος να φωνάξουνε. Δεν θέλανε τους παλιούς, γιατί εκείνοι παίζανε με ηλεκτρικό ήχο.
Μ. Δ.: Εμείς παίζαμε πάντα «σκέτα», και χωρίς playback.
Το αξιοσημείωτο με ’σάς είναι πως ενώ ήσασταν η παλιότερη κομπανία απ’ όλες όσες δημιουργήθηκαν, είχατε μεγάλη επιτυχία και διάρκεια στον χρόνο, εν τούτοις δεν εμφανιστήκατε ποτέ επαγγελματικά σε μαγαζί.Γ. Κ.: Ως κομπανία, δηλαδή όλοι μαζί, όχι. Αν και όλοι, εκτός από ’μένα, έχουν δουλέψει -εννοώ μεμονωμένα- σε μαγαζιά. Κάναμε όμως πάρα πολλές συναυλίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό: Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, ΗΠΑ, κ.α.
Μ. Δ.: Να φανταστείς ότι, αν θέλαμε, θα μπορούσαμε να κάνουμε τρεις συναυλίες την ημέρα, που λέει ο λόγος. Αλλά δεν γινόταν, βέβαια, και να παρατήσουμε τις δουλειές μας.
Γ. Κ.: Οι συναυλίες γίνονταν κυρίως καλοκαίρι, γιατί τότε μπορούσαμε όλοι. Εγώ, ας πούμε, μόνον καλοκαίρι γινόταν να πάρω πολυήμερη άδεια από την εφημερίδα.
Θέλω να μου πείτε και για τους υπόλοιπους μουσικούς που με τον καιρό στελέχωσαν τη Ρεμπέτικη Κομπανία.Γ. Κ.: Η πρώτη σύνθεση ήταν ο Μανώλης, ο Δημήτρης κι εγώ. Μετά μπήκε ο Ανδρέας Τσεκούρας, που τότε ήταν φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, και λίγο αργότερα ο Γιώργης Σιδερής. Επίσης, κάποιο φεγγάρι έπαιξε μαζί μας και ο Γιώργος Μαγκλάρας, ο βιολιστής.
Μ. Δ.: Ο Γιώργης Σιδερής είναι φίλος δικός μου από το Ηράκλειο, γιατρός. Σήμερα είναι διευθυντής του Ακτινολογικού Διαγνωστικού στο Σισμανόγλειο. Όταν ακόμα ήμασταν φοιτητές -ο Γιώργης στη Θεσσαλονίκη κι εγώ στην Αθήνα- και ανεβοκατεβαίναμε στην Κρήτη, τον γνώρισα στο καράβι. Έπαιζα μπουζούκι, ήρθε και μου είπε ότι παίζει κι αυτός, εν πάση περιπτώσει κολλήσαμε. Μέχρι που, με μια παρέα φοιτητών της Νομικής, παίρναμε το πρωινό τρένο από την Αθήνα και πηγαίναμε αυθημερόν στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Γιώργης και οι άλλοι μάς περιμένανε στην ταβέρνα για να παίξουμε. Για τέτοιες τρέλες μιλάμε. Όταν έγιναν οι σεισμοί του ’78 στη Θεσσαλονίκη ο Γιώργης ήτανε ειδικευόμενος γιατρός. Και τσακώθηκε χοντρά με έναν διευθυντή για κάποιο ζήτημα που αφορούσε στους σεισμοπαθείς, οπότε τα μάζεψε και κατέβηκε στην Αθήνα. Αφού, λοιπόν, βρήκε κάποιο νοσοκομείο εδώ για να κάνει την ειδικότητα, έγινε και μέλος της Κομπανίας.
Γυναίκες δεν πέρασαν από την κομπανία;
Γ. Κ.: Στο αρχικό σχήμα της Ρεμπέτικης Κομπανίας δεν είχαμε τραγουδίστρια. Εκτός από μια παλιά μου συμμαθήτρια, που συμμετείχε στον πρώτο δίσκο. Ήταν μοδίστρα και τη λέγανε Χαρούλα Μουστρούφα, εμείς όμως το κάναμε Χαρούλα Εμμανουήλ, για πιο εύηχο. Πολύ καλή τραγουδίστρια, συμμετείχε σε τρεις δίσκους μας, δεν θέλησε όμως να συνεχίσει στο τραγούδι.
Γ. Κ.: Στο αρχικό σχήμα της Ρεμπέτικης Κομπανίας δεν είχαμε τραγουδίστρια. Εκτός από μια παλιά μου συμμαθήτρια, που συμμετείχε στον πρώτο δίσκο. Ήταν μοδίστρα και τη λέγανε Χαρούλα Μουστρούφα, εμείς όμως το κάναμε Χαρούλα Εμμανουήλ, για πιο εύηχο. Πολύ καλή τραγουδίστρια, συμμετείχε σε τρεις δίσκους μας, δεν θέλησε όμως να συνεχίσει στο τραγούδι.
Τι άλλες ανακατατάξεις έγιναν στη σύνθεσή σας;
Μ. Δ.: Κάποια στιγμή απεχώρησαν ο Σιδερής με τον Τσεκούρα. Δεν μαλώσαμε, απλώς είχαν άλλες αντιλήψεις για το τραγούδι (ήθελαν να παίζουμε ροκ με το μπουζούκι, και τέτοια), οπότε έφυγαν. Στη θέση τους πήραμε τον -μηχανολόγο και καθηγητή στη μέση εκπαίδευση- Γιάννη Καρβέλη, που έπαιζε μπουζούκι, και τον Γιώργο Παπαδάκη, που έπαιζε ακορντεόν. Τον Παπαδάκη τον είχαμε γνωρίσει όταν κάναμε μια τηλεοπτική εκπομπή για το Παρασκήνιο. Εκτελούσε τότε χρέη ηχολήπτη στη CINETIC, αλλά έγραφε και μουσικές για τον κινηματογράφο και το θέατρο.
Μ. Δ.: Κάποια στιγμή απεχώρησαν ο Σιδερής με τον Τσεκούρα. Δεν μαλώσαμε, απλώς είχαν άλλες αντιλήψεις για το τραγούδι (ήθελαν να παίζουμε ροκ με το μπουζούκι, και τέτοια), οπότε έφυγαν. Στη θέση τους πήραμε τον -μηχανολόγο και καθηγητή στη μέση εκπαίδευση- Γιάννη Καρβέλη, που έπαιζε μπουζούκι, και τον Γιώργο Παπαδάκη, που έπαιζε ακορντεόν. Τον Παπαδάκη τον είχαμε γνωρίσει όταν κάναμε μια τηλεοπτική εκπομπή για το Παρασκήνιο. Εκτελούσε τότε χρέη ηχολήπτη στη CINETIC, αλλά έγραφε και μουσικές για τον κινηματογράφο και το θέατρο.
Πάντως, θυμάμαι και άλλες τραγουδίστριες να είναι μαζί σας επί σκηνής.
Μ. Δ.: Επί Παπαδάκη φωνάξαμε σε κάποιες συναυλίες την Κατερίνα Σκορδαλάκη να τραγουδήσει μαζί μας.
Μ. Δ.: Επί Παπαδάκη φωνάξαμε σε κάποιες συναυλίες την Κατερίνα Σκορδαλάκη να τραγουδήσει μαζί μας.
Γ. Κ.: Πριν απ’ αυτό που λες θυμάμαι πως κάναμε κάτι με τη Γλυκερία.
Μ. Δ.: Α, ναι. Το 1979 κάναμε τρεις πολύ μεγάλες συναυλίες στο Ολυμπιά, ένα τεράστιο θερινό θέατρο στην Κλωναρίδου, στα Πατήσια. Παίξαμε μαζί με τον Ρούκουνα, τον Μοσχονά, τη Γεωργακοπούλου, τον Κυριαζή, τη Γλυκερία και τον Νίκο Παπάζογλου. Είχε μεγάλη επιτυχία. Μετά απ’ αυτό πήραμε, όπως σου είπα, την Κατερίνα Σκορδαλάκη. Αν δεν κάνω λάθος, την είχαμε ένα καλοκαίρι μαζί μας. Η Σκορδαλάκη είχε τραγουδήσει πολύ ωραία ένα σταφιδιανό σε έναν δίσκο του Νίκου Ξυλούρη.
Γ. Κ.: Και μετά πήραμε την Κατερίνα Κόρου, η οποία πρωτοβγήκε στο τραγούδι με ’μάς. Ήταν ακόμα φοιτήτρια στη Νομική τότε και έγραφε κάτι ελαφρολαϊκά τραγούδια, που αργότερα τα είπαν σε δίσκους ο Σαλαμπάσης, ο Πανταζής κ.ά. Σε ’μάς όμως έλεγε ρεμπέτικα και σμυρναίικα.
Όταν κάνατε συναυλίες φυσικά αμειβόσασταν, έτσι;
Μ. Δ.: Τον πρώτο καιρό δεν παίρναμε λεφτά. Όμως μας βάλανε χέρι οι άλλοι ότι χαλάμε την πιάτσα, έτσι, από ένα σημείο και μετά, παίρναμε αμοιβή. Δεν τους «γδέρναμε», πάντως.
Μ. Δ.: Τον πρώτο καιρό δεν παίρναμε λεφτά. Όμως μας βάλανε χέρι οι άλλοι ότι χαλάμε την πιάτσα, έτσι, από ένα σημείο και μετά, παίρναμε αμοιβή. Δεν τους «γδέρναμε», πάντως.
Ποια πιστεύετε ότι ήταν η χρυσή εποχή της Ρεμπέτικης Κομπανίας;
Γ. Κ.: Το 1978, τότε που βγάλαμε τον δεύτερο δίσκο. Γιατί μετά από ’μάς βγήκε η Αθηναϊκή και η Οπισθοδρομική Κομπανία. Αλλά και τα Παιδιά Από Την Πάτρα, στο κάπως πιο μοντέρνο. Τα παιδιά ήτανε επαγγελματίες, παίξανε παντού, σε μαγαζιά κ.λ.π, ήταν μοιραίο να μας προσπεράσουν. Με την ευκαιρία, να σου πω ότι θεωρώ τον Δημήτρη Χατζηδιάκο -της Αθηναϊκής Κομπανίας- εξαιρετικό συνθέτη.
Γ. Κ.: Το 1978, τότε που βγάλαμε τον δεύτερο δίσκο. Γιατί μετά από ’μάς βγήκε η Αθηναϊκή και η Οπισθοδρομική Κομπανία. Αλλά και τα Παιδιά Από Την Πάτρα, στο κάπως πιο μοντέρνο. Τα παιδιά ήτανε επαγγελματίες, παίξανε παντού, σε μαγαζιά κ.λ.π, ήταν μοιραίο να μας προσπεράσουν. Με την ευκαιρία, να σου πω ότι θεωρώ τον Δημήτρη Χατζηδιάκο -της Αθηναϊκής Κομπανίας- εξαιρετικό συνθέτη.
Πότε βγήκαν οι επόμενοι δίσκοι σας;
Γ. Κ.: Ο δεύτερος δίσκος βγήκε το ’78 και είχε τίτλο Πώς Θα Περάσει Η Βραδιά. Ο τρίτος το ’82 και λεγόταν Η Ρεμπέτικη Κομπανία Με Τον Δημήτρη Κοντογιάννη. Κι αυτό γιατί ο Δημήτρης είχε γίνει φίρμα τότε, τραγουδούσε στου Σαμπάνη, ένα κορυφαίο μαγαζί της εποχής. Μετά τον τρίτο δίσκο, στην ουσία σταματήσαμε.
Γ. Κ.: Ο δεύτερος δίσκος βγήκε το ’78 και είχε τίτλο Πώς Θα Περάσει Η Βραδιά. Ο τρίτος το ’82 και λεγόταν Η Ρεμπέτικη Κομπανία Με Τον Δημήτρη Κοντογιάννη. Κι αυτό γιατί ο Δημήτρης είχε γίνει φίρμα τότε, τραγουδούσε στου Σαμπάνη, ένα κορυφαίο μαγαζί της εποχής. Μετά τον τρίτο δίσκο, στην ουσία σταματήσαμε.
Στον τρίτο δίσκο έγινε η περίφημη στουντιακή συνεύρεσή σας με τον Γιώργο Κόρο και τον Άκη Πάνου. Θέλω να μου την περιγράψετε.
Γ. Κ.: Τον Κόρο τον γνωρίζαμε, όχι μόνο επειδή πηγαίναμε στα δημοτικά και στα πανηγύρια, αλλά και γιατί ήταν η κόρη του στην κομπανία. Ήθελαν και δυο-τρία κομμάτια βιολί, έτσι ήταν φυσικό να τα παίξει εκείνος. Η σύμπραξη με τον Άκη, όμως, έγινε από σπόντα. Εγώ έκανα παρέα μαζί του από τη δεκαετία του ’70. Μια μέρα, λοιπόν, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να πάμε να πιούμε καμμιά μπίρα. Όταν του είπα ότι δεν μπορώ γιατί έχω πρόβα, μου απάντησε «Έχεις πρόβα κι εμείς είμαστε στην απόξω; Δεν θέλετε καμμιά βοήθεια; Κι εμείς παίζουμε όργανα», ξέρεις πώς μίλαγε ο Άκης. Εγώ δεν το πίστεψα ότι θα ερχόταν να παίξει μαζί μας, ήταν πολύ στα πάνω του εκείνη την εποχή. Είχε κάνει το Παρών, είχε κάνει τον δίσκο με τον Νταλάρα, τον παρακαλάγανε όλοι να τους δώσει τραγούδια και δεν τους έδινε. Σε μας ήρθε πάντως, αυτοβούλως, και έπαιξε κιθάρα σε τρία τραγούδια.
Γ. Κ.: Τον Κόρο τον γνωρίζαμε, όχι μόνο επειδή πηγαίναμε στα δημοτικά και στα πανηγύρια, αλλά και γιατί ήταν η κόρη του στην κομπανία. Ήθελαν και δυο-τρία κομμάτια βιολί, έτσι ήταν φυσικό να τα παίξει εκείνος. Η σύμπραξη με τον Άκη, όμως, έγινε από σπόντα. Εγώ έκανα παρέα μαζί του από τη δεκαετία του ’70. Μια μέρα, λοιπόν, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να πάμε να πιούμε καμμιά μπίρα. Όταν του είπα ότι δεν μπορώ γιατί έχω πρόβα, μου απάντησε «Έχεις πρόβα κι εμείς είμαστε στην απόξω; Δεν θέλετε καμμιά βοήθεια; Κι εμείς παίζουμε όργανα», ξέρεις πώς μίλαγε ο Άκης. Εγώ δεν το πίστεψα ότι θα ερχόταν να παίξει μαζί μας, ήταν πολύ στα πάνω του εκείνη την εποχή. Είχε κάνει το Παρών, είχε κάνει τον δίσκο με τον Νταλάρα, τον παρακαλάγανε όλοι να τους δώσει τραγούδια και δεν τους έδινε. Σε μας ήρθε πάντως, αυτοβούλως, και έπαιξε κιθάρα σε τρία τραγούδια.
Μ. Δ.: Το ένα από τα τραγούδια που έπαιξε ήταν το Τι Να Πω Και Τι Να Γράψω Στο Άψυχο Χαρτί, του Δερβενιώτη, δεν θυμάμαι ποια ήταν τα άλλα δύο. Θυμάμαι, όμως, πως όταν κάναμε τις πρόβες είχε λουστράρει πολύ ωραία μια κιθάρα που είχε φτιάξει ο ίδιος. Και δεν την έδινε στο Δημήτρη να παίξει επειδή φορούσε πουκάμισο με κουμπιά και φοβόταν ότι θα την γρατσουνίσει!
Πώς έγινε και διαλυθήκατε, τελικά;
Μ. Δ.: Διαλυθήκαμε με την έννοια ότι σιγά σιγά σταματήσαμε να κάνουμε συναυλίες. Γιατί στις ταβέρνες εξακολουθήσαμε να πηγαίνουμε και να παίζουμε. Άλλωστε, οι προσωπικές μας σχέσεις ποτέ δεν διαταράχθηκαν• είμαστε πάντα φίλοι.
Μ. Δ.: Διαλυθήκαμε με την έννοια ότι σιγά σιγά σταματήσαμε να κάνουμε συναυλίες. Γιατί στις ταβέρνες εξακολουθήσαμε να πηγαίνουμε και να παίζουμε. Άλλωστε, οι προσωπικές μας σχέσεις ποτέ δεν διαταράχθηκαν• είμαστε πάντα φίλοι.
Γ. Κ.: Αρκετά χρόνια αργότερα -το ’99- μαζευτήκαμε ξανά όλοι όσοι είχαμε συμμετάσχει κατά καιρούς στη Ρεμπέτικη Κομπανία και ηχογραφήσαμε τον τέταρτο δίσκο στο σπίτι μου, με ηχολήπτη τον Νίκο Διονυσόπουλο. Ο δίσκος είχε τίτλο Συγγενείς Και Φίλοι, και συμμετείχαν πολλοί φίλοι μας: η Δόμνα Σαμίου, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Δημήτρης Λίβανος, ο Νίκος Κακούργος, κ.ά.
Μ. Δ.: Και είναι μάλλον καιρός να κάνουμε κάτι για να ξανακυκλοφορήσει αυτός ο δίσκος, που εδώ και χρόνια είναι εξαφανισμένος.
Τελειώνοντας, έχετε κάτι να συμπληρώσετε στα όσα ειπώθηκαν;
Γ. Κ.: Ναι. Επειδή μας έχουν συνδέσει με μια συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και με μια συγκεκριμένη άποψη, θέλω να διευκρινίσω -και μιλάω μόνο για λογαριασμό μου- ότι εγώ πάντα πήγαινα στα μαγαζιά. Άκουγα και Καζαντζίδη, και Γαβαλά, και Αγγελόπουλο, και όχι μόνο. Πήγαινα στα σκυλάδικα, στη λεωφόρο Καβάλας, στη Θηβών, στην Αχαρνών, στα Αραπάκια• παντού. Μ’ αρέσανε, λοιπόν, τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά, αλλά μ’ άρεσαν και έτσι όπως τα παίζανε, με τύμπανα, με ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσα. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον ηλεκτρικό ήχο. Λένε ότι εμείς κάναμε αναβίωση του ρεμπέτικου. Όντως, κάναμε αναβίωση, αλλά την κάναμε μ’ έναν πιο ακαδημαϊκό και εγκυκλοπαιδικό τρόπο. Την ουσιαστική αναβίωση του ρεμπέτικου πρώτος την έκανε ο Τσιτσάνης το ’60, όταν ήταν μαέστρος στην Columbia και φώναξε τους παλιούς ρεμπέτες να ξαναπαίξουνε τα τραγούδια τους. Τη δεύτερη αναβίωση την κάνανε οι ίδιοι οι λαϊκοί τραγουδιστές του ’60: ο Απόστολος Νικολαΐδης, π.χ., είπε πολύ ωραία ρεμπέτικα το ’70, με ηλεκτρικό ήχο. Δεν ήμασταν, δηλαδή, μόνο εμείς που αναβιώσαμε το ρεμπέτικο.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗΣ ΚΟΜΠΑΝΙΑΣΣτις αρχές του ’73 απολύθηκα από τον στρατό και ήρθα να εγκατασταθώ μόνιμα στην Αθήνα. Βρήκα τον Γιώργο, τον Μανώλη, αλλά και μια ευρύτερη παρέα ανθρώπων, οι οποίοι παίζανε ερασιτεχνικά στις ταβέρνες, μαζεύανε δίσκους και γενικά ψάχνανε το ρεμπέτικο και την ιστορία του. Σιγά σιγά, γιατί εγώ δεν τα ήξερα τα ρεμπέτικα, άρχισα να παίζω κιθάρα και να τραγουδάω μαζί τους. Μέχρι τότε είχα κυρίως τον ήχο του δημοτικού στ’ αυτιά μου, αλλά και αυτόν του Νέου Κύματος, ως νέος της εποχής. Πρέπει να ομολογήσω ότι τα ρεμπέτικα δεν μου άρεσαν στην αρχή, τα εύρισκα πολύ «βαριά». Δεν μπορούσα ακόμα να κατανοήσω την αξία τους. Θυμάμαι, πάντως, τις συναυλίες που κάναμε τότε, γιατί μόνο συναυλίες κάναμε, δεν παίξαμε ποτέ σε μαγαζί επαγγελματικά ως Ρεμπέτικη Κομπανία. Γυρίσαμε όλο τον κόσμο μ’ αυτές τις συναυλίες, πήγαμε αρκετές φορές στην Ευρώπη και δύο φορές στην Αμερική (ΗΠΑ και Καναδά). Κάναμε και τέσσερεις δίσκους. Μέσω της Κομπανίας μπήκα γερά μέσα στο ρεμπέτικο, έμαθα πάρα πολλά τραγούδια. Στην πορεία έκανα και την επιλογή μου: ενώ ο Μανώλης ήταν αφοσιωμένος στη σχολή του Μάρκου (και ακόμα είναι, νομίζω), εμένα μου άρεσε πιο πολύ η «δημοτική» σχολή του ρεμπέτικου, Ρούκουνας, Μοσχονάς, Κάβουρας, Νταλγκάς κ.λ.π. Σε κάθε περίπτωση, το ρεμπέτικο είναι μεγάλο σχολείο, με την έννοια του να ακούς τους παλιότερους και να προσπαθείς να καταλάβεις τον τρόπο που τραγουδούν.
Η Ρεμπέτικη Κομπανία έκλεισε τον κύκλο της κάποτε, όπως έκλεισε τον κύκλο του και το ίδιο το ρεμπέτικο, το οποίο υπήρξε σε μια πολύ συγκεκριμένη εποχή, γνώρισε ακμή και παρακμή, είχε δικό του αισθητικό τρόπο, δική του θεματολογία και προσέγγιση. Δεν μπορείς σήμερα να γράψεις ένα καινούργιο τραγούδι με τον τρόπο τού «τότε» και να πεις «αυτό είναι ρεμπέτικο». Αν το κάνεις θα είσαι ψεύτης. Στις μέρες μας, πάντως, τα ρεμπέτικα έχουν παιχτεί σε κάμποσες σύγχρονες εκτελέσεις από νέους μουσικούς• έχει καλυφθεί μια πολύ μεγάλη γκάμα επανεκτελέσεων. Όπως θα ’λεγε και ο Διονύσης Σαββόπουλος «Για πενήντα χρόνια, άιντε καθαρίσαμε».
Γ. Κ.: Ναι. Επειδή μας έχουν συνδέσει με μια συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και με μια συγκεκριμένη άποψη, θέλω να διευκρινίσω -και μιλάω μόνο για λογαριασμό μου- ότι εγώ πάντα πήγαινα στα μαγαζιά. Άκουγα και Καζαντζίδη, και Γαβαλά, και Αγγελόπουλο, και όχι μόνο. Πήγαινα στα σκυλάδικα, στη λεωφόρο Καβάλας, στη Θηβών, στην Αχαρνών, στα Αραπάκια• παντού. Μ’ αρέσανε, λοιπόν, τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά, αλλά μ’ άρεσαν και έτσι όπως τα παίζανε, με τύμπανα, με ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσα. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον ηλεκτρικό ήχο. Λένε ότι εμείς κάναμε αναβίωση του ρεμπέτικου. Όντως, κάναμε αναβίωση, αλλά την κάναμε μ’ έναν πιο ακαδημαϊκό και εγκυκλοπαιδικό τρόπο. Την ουσιαστική αναβίωση του ρεμπέτικου πρώτος την έκανε ο Τσιτσάνης το ’60, όταν ήταν μαέστρος στην Columbia και φώναξε τους παλιούς ρεμπέτες να ξαναπαίξουνε τα τραγούδια τους. Τη δεύτερη αναβίωση την κάνανε οι ίδιοι οι λαϊκοί τραγουδιστές του ’60: ο Απόστολος Νικολαΐδης, π.χ., είπε πολύ ωραία ρεμπέτικα το ’70, με ηλεκτρικό ήχο. Δεν ήμασταν, δηλαδή, μόνο εμείς που αναβιώσαμε το ρεμπέτικο.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗΣ ΚΟΜΠΑΝΙΑΣΣτις αρχές του ’73 απολύθηκα από τον στρατό και ήρθα να εγκατασταθώ μόνιμα στην Αθήνα. Βρήκα τον Γιώργο, τον Μανώλη, αλλά και μια ευρύτερη παρέα ανθρώπων, οι οποίοι παίζανε ερασιτεχνικά στις ταβέρνες, μαζεύανε δίσκους και γενικά ψάχνανε το ρεμπέτικο και την ιστορία του. Σιγά σιγά, γιατί εγώ δεν τα ήξερα τα ρεμπέτικα, άρχισα να παίζω κιθάρα και να τραγουδάω μαζί τους. Μέχρι τότε είχα κυρίως τον ήχο του δημοτικού στ’ αυτιά μου, αλλά και αυτόν του Νέου Κύματος, ως νέος της εποχής. Πρέπει να ομολογήσω ότι τα ρεμπέτικα δεν μου άρεσαν στην αρχή, τα εύρισκα πολύ «βαριά». Δεν μπορούσα ακόμα να κατανοήσω την αξία τους. Θυμάμαι, πάντως, τις συναυλίες που κάναμε τότε, γιατί μόνο συναυλίες κάναμε, δεν παίξαμε ποτέ σε μαγαζί επαγγελματικά ως Ρεμπέτικη Κομπανία. Γυρίσαμε όλο τον κόσμο μ’ αυτές τις συναυλίες, πήγαμε αρκετές φορές στην Ευρώπη και δύο φορές στην Αμερική (ΗΠΑ και Καναδά). Κάναμε και τέσσερεις δίσκους. Μέσω της Κομπανίας μπήκα γερά μέσα στο ρεμπέτικο, έμαθα πάρα πολλά τραγούδια. Στην πορεία έκανα και την επιλογή μου: ενώ ο Μανώλης ήταν αφοσιωμένος στη σχολή του Μάρκου (και ακόμα είναι, νομίζω), εμένα μου άρεσε πιο πολύ η «δημοτική» σχολή του ρεμπέτικου, Ρούκουνας, Μοσχονάς, Κάβουρας, Νταλγκάς κ.λ.π. Σε κάθε περίπτωση, το ρεμπέτικο είναι μεγάλο σχολείο, με την έννοια του να ακούς τους παλιότερους και να προσπαθείς να καταλάβεις τον τρόπο που τραγουδούν.
Η Ρεμπέτικη Κομπανία έκλεισε τον κύκλο της κάποτε, όπως έκλεισε τον κύκλο του και το ίδιο το ρεμπέτικο, το οποίο υπήρξε σε μια πολύ συγκεκριμένη εποχή, γνώρισε ακμή και παρακμή, είχε δικό του αισθητικό τρόπο, δική του θεματολογία και προσέγγιση. Δεν μπορείς σήμερα να γράψεις ένα καινούργιο τραγούδι με τον τρόπο τού «τότε» και να πεις «αυτό είναι ρεμπέτικο». Αν το κάνεις θα είσαι ψεύτης. Στις μέρες μας, πάντως, τα ρεμπέτικα έχουν παιχτεί σε κάμποσες σύγχρονες εκτελέσεις από νέους μουσικούς• έχει καλυφθεί μια πολύ μεγάλη γκάμα επανεκτελέσεων. Όπως θα ’λεγε και ο Διονύσης Σαββόπουλος «Για πενήντα χρόνια, άιντε καθαρίσαμε».
για την υπόδειξη ευχαριστω την Eva !!
2 σχόλια:
Να 'σαι καλά που το αναδημοσίευσες. Η αρχική ηλεκτρονική δημοσίευση δεν υπάρχει πια.
Ναι;;
Οντως και εγω τωρα που το διαβαζω ειναι αψογο!!!
Δημοσίευση σχολίου