Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Το «Χάραμα» του Τσιτσάνη


Κείμενο: Σώτος Αλεξίου*

Το  καλοκαίρι του 1969, ο Τσιτσάνης γυρίζει από την Αμερική  ξεθεωμένος από την κούραση  Δούλευε στο κέντρο Ελληνική Σπηλιά, της Νέας Υόρκης. Οι  τελευταίες 15 μέρες  ήταν πολύ κουραστικές, γιατί  η Στέλλα Γκρέκα  που ήταν μαζί του έφυγε, γιατί είχε άλλες υποχρεώσεις και η γυναίκα που είχε το μαγαζί για να τον ξεκουράζει, και για τα σεγκόντα,  έφυγε  και αυτή  και έμεινε μόνος. Γυρνώντας  στην Ελλάδα  κλείνεται στο σπίτι του στην Γλυφάδα και δεν απαντά στο τηλέφωνο. Το φθινόπωρο αρχίζει να δουλεύει στο πάλκο  αλλά δεν αισθάνεται άνετα και σε λίγο αποχωρεί. Είναι η εποχή που ο κόσμος σπρώχνεται από τη «χούντα» στα χλιδάτα μαγαζιά της παραλίας, Πάμελα, Νεράιδα και άλλα.

Ο Κίμων  Φαραντζής, από το 1964  είναι ο δημιουργός και ο επιχειρηματίας του νυχτερινού κέντρου, με ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, το Χάραμα. Ανοίγει με τον Παπαϊωάννου και την Στέλλα Γκρέκα, και μέχρι το 1969 διατηρεί μια σταθερή και  συγκεκριμένη πελατεία. Λάτρεις του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Η φοιτητική νεολαία σιγά - σιγά αρχίζει να το ανακαλύπτει. Ο Κίμων είχε μια παλιά ιστορία με τον Παπαϊωάννου  από τα χρόνια της κατοχής και το 1964 πείθει τον Παπαϊωάννου  να έρθει στο μαγαζί που θα ανοίξει... Ο Γιάννης  συμφωνεί και αποφασίζουν να ονομάσουν το μαγαζί Χάραμα, από το ομώνυμο τραγούδι του Γιάννη «Πριν το χάραμα  μονάχος εξεκίνησα...» Τα δυο τελευταία χρόνια το μαγαζί «έπεσε» και όταν ο Φραντζής έμαθε ότι ο Τσιτσάνης έφυγε από το πάλκο, του έκανε πρόταση να έρθει στο Χάραμα με τον Παπαϊωάννου.
Ο Τσιτσάνης ήταν όπως πάντα διστακτικός, ο Κίμων όμως τον πείθει και ξεκινάνε τη σεζόν με ταμπέλα «Τσιτσάνης-Παπαϊωάνου». Τη συνάντηση του Παπαϊωάννου με τον Τσιτσάνη  πρώτος την επιχείρησε σε μια άλλη δύσκολη εποχή, το 1956, ο Μαργωμένος στο Φαληρικό. Μαζί τους είχαν και την Άννα Χρυσάφη. Τότε το πείραμα πέτυχε και για ένα διάστημα το Φαληρικό γνώρισε της παλιές δόξες του.
Αποδείχτηκε τώρα ότι και η κίνηση αυτή του Κίμωνα ήταν σοφή.  Ο κόσμος άρχισε  να ανηφορίζει προς την Καισαριανή και κάθε μέρα που περνούσε η φήμη του μαγαζιού όλο και μεγάλωνε. Το Χάραμα είχε γίνει ο τόπος αναφοράς του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, το πρόσωπο μιας Ελλάδας που χάνονταν  και η αύρα μιας αναπνοής που λαχάνιαζε κάτω από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσαν οι πρωταγωνιστές καθισμένοι στις ξύλινες και άβολες καρέκλες του  πάλκου. Η φοιτητική  νεολαία πάντα παρούσα και εκδηλωτική. Ο Τσιτσάνης και ο Παπαϊωάννου είναι οι απόλυτοι άρχοντες του κέντρου. Στιγμές από το ένδοξο  παρελθόν διαδραματίζονται κάθε βράδυ. Τα πιάτα στοίβα στην πίστα και πάνω τους ο Γιάννης να αυτοσχεδιάζει. Ο  Τσιτσάνης  σοβαρός και απόμακρος πάνω στο πάλκο να κεντάει με τις πενιές του. «Στο μαγαζί»,  θα μου πει ο Κίμων,  «είχαμε και δυο γυναίκες. Ο καθένας είχε τη γυναίκα δίπλα του για τα σεγκόντα».


Την ίδια εποχή η Σωτηρία Μπέλου μόνη της, τα  κουτσοκαταφέρνει σε μια μικρή απόμερη ταβέρνα στην  Κολοκυνθού, την  Ύδρα. Θαμώνες της ταβέρνας και εκεί νέοι άνθρωποι, κυρίως φοιτητές. Κάπου - κάπου όμως, παράμερα σε καμιά γωνιά, θα διακρίνεις και κάποιον ηλικιωμένο, νοσταλγό περασμένων εποχών. Η κοινή πορεία Τσιτσάνη - Παπαϊωάννου έληξε τραγικά με το θάνατο του Γιάννη το 1973. Ο θάνατος βρήκε το Γιάννη  χαράματα γυρνώντας από το Πανόραμα, που δούλευε, στο σπίτι.  Ο Τσιτσάνης έγραψε ένα σπαραχτικό ζεϊμπέκικο για το αδικοχαμένο φίλο και συνεργάτη.
Από το 1973 και μετά αρχίζει μια άλλη περίοδος για το Χάραμα, αλλά και για τον Τσιτσάνη. Το Χάραμα είναι το κύριο στέκι της νεολαίας. Δεν αργούν όμως να το ανακαλύψουν, οι δημοσιογράφοι, οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες  που μετά τη μεταπολίτευση, με το σαρωτικό ζεϊμπέκικο του Ανδρέα  και το  περίφημο απόφθεγμα του Τσαρούχη: «Ο Τσιτσάνης μας θυμίζει πως έχουμε πολιτισμό», το Χάραμα αποκτά μια άλλη λάμψη, που διαρκεί 10 χρόνια και κάτι. Το δίδυμο Τσιστάνης - Μπέλου εξάπτει τη φαντασία του κόσμου. Όμως η συμβίωση με την Μπέλου όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν και τόσο εύκολη. Δε νοείται διανοούμενος ή καλλιτέχνης που θα περάσει από την Αθήνα, να μην επισκεφτεί το Χάραμα. Δίπλα του κατά καιρούς κάθισαν η Αλεξάνδρα, η Χαρούλα Λαμπράκη και τελευταία η Ελένη Γεράνη με τον Ηλία Μακρή.
Η  Καισαριανή και το Χάραμα ήταν μια σημαντική περιοχή για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Δημιούργησε και έζησε ευτυχισμένα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Εκεί, στο Χάραμα, ηχογραφήθηκε ζωντανά και ο διπλός δίσκος το Χάραμα, για την Unesco, που κυκλοφόρησε από μια μικρή εταιρεία τη Tζίνα Venus. Σπάνιο και συλλεκτικό κομμάτι για τους λάτρεις του Τσιτσάνη,  που την  επιμέλεια του δίσκου  έκανε ένα από τα  πιο σημαντικά πρόσωπα στη λαϊκή δισκογραφία, ο Διονύσης Μηλιόπουλος, διευθυντής της Κολούμπια από το 1956. Εδώ όμως, την εποχή αυτή, ένιωσε και την πιο μεγάλη του στεναχώρια, όταν κάποιοι για προσωπικούς αποκλειστικά λόγους αμφισβήτησαν κάποιους στίχους από τραγούδια του.
Έλεγε παντού:
Να τους χαρίσω όσα τραγούδια θέλουν, έχω τόσα πολλά γράψει. Κανείς δεν μπορεί να μειώσει το έργο μου. Δεν είμαι μουσικός 10, 20, 40 τραγουδιών. Κανείς όμως δεν μπορεί να μου πάρει τραγούδι με το έτσι θέλω.
Πολλοί λένε, πως δεν γράφετε συχνά τώρα τραγούδια. Γιατί δεν γράφετε πιο συχνά;
Γιατί; Για ποιον; Δεν υπάρχει ενδιαφέρον. Ας πάρουν οι νέοι τα τραγούδια μου και να τα αναπτύξουν και ας κάνουν όχι ένα, αλλά πολλά συμφωνικά έργα. Τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα. Εγώ έγραφα και δεν έδινα σημασία τι έλεγαν και τι κουτσομπόλευαν οι άλλοι. Εγώ έγραφα και όλοι περίμεναν τι θέμα θα βγάλει ο Τσιτσάνης για να ασχοληθούν και αυτοί μετά... Δεν υπάρχει συναγωνισμός τώρα, δεν υπάρχει κίνητρο, άλλαξε η εποχή, άλλαξαν οι άνθρωποι, άστα...
Αλλά και η επιλογή σου να  βγάλεις νέα τραγούδια σε μια μικρή εταιρεία,  τι θέλει να πει;
Τίποτα ήξερα τη Ζίνα είναι πατριώτισσά μου από τα Τρίκαλα, αγαπούσε τα τραγούδια μου με έναν συγκινητικό τρόπο και  όταν βρέθηκε η ευκαιρία κάναμε το δίσκο.
Η  Ζίνα  Κοτσίδου, η ιδιοκτήτρια της εταιρείας Tζίνα Venus,   μου έχει πει πολλές φορές ότι τα τραγούδια αυτά που έκανε με τον Τσιτσάνη ήταν μόνο μια αρχή: «Ο Βασίλης μου είπε ότι: εγώ ήρθα εδώ και θα σας δημιουργήσω ένα οπλοστάσιο για να έχετε για όλη σας τη ζωή». Δεν προλάβαμε όμως. Κάναμε μόνο το Xάραμα, τη Λιτανεία και ένα δίσκο με την Ελένη Γεράνη.  Κάναμε και ένα δίσκο με τον Ζαχαρία, ένα φίλο του Βασίλη από το Λονδίνο, που δεν κυκλοφόρησε  εδώ. Τον πήρε μαζί του στο Λονδίνο. Εγώ έχω αυτά τα μάστερ γιατί είναι δικές μου παραγωγές. Μετά ο Βασίλης μου τα γέμισε, έπαιξε ο ίδιος πάνω στην ταινία, για να τα κρατήσω και να τα κάνω ορχηστικά. Ίσως κάποια μέρα να τα βγάλω. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει».
Ο Γιάννης έφυγε, ο Βασίλης έφυγε, η Μπέλου έφυγε και αυτή. Η παλιά  είσοδος  για το σκοπευτήριο που οδηγούσε στο κέντρο  άλλαξε... Τίποτα δεν θυμίζει το Χάραμα που αγαπήσαμε και ας πλανάται γύρω ακόμα, το άρωμα του Παπαϊωάννου, της  Μπέλου, του Τσιτσάνη.  Ίσως έφτασε η  ώρα να γίνει το Χάραμα  μουσείο  Ρεμπέτικης και Λαϊκής μουσικής.

* Ο Σώτος Αλεξίου είναι Γλύπτης - Καθηγητής και ο συγγραφέας του βιβλίου ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ «Η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού», εκδόσεις Καστανιώτη.
  Copyright © 2011 Μετρονόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

cretan music - mantinades