Αυτός είναι ο τίτλος μιας εργασίας του J.L.Hondros, η οποία περιέχεται στον τόμο «Η Ελλάδα 1936-44», του Μορφωτικού Ινστιτούτου ΑΤΕ, Αθήνα 1989, σελ. 262-76.
Βασισμένος σε αρχειακό υλικό ο Hondros προσπαθεί να φωτίσει τις σχέσεις των Άγγλων με τα ΤΑ, αλλά και τις σχέσεις των ελλήνων αξιωματικών της Μ. Ανατολής με αυτά.
Η πρώτη διαπίστωση του συγγραφέα είναι ότι
Η Μ. Βρετανία ήταν πρόθυμη, με αυτές τις συνθήκες, να αφήσει ανοιχτή την πόρτα στα Τάγματα Ασφαλείας για όσο χρονικό διάστημα δεν ήταν δυνατόν να εξουδετερωθεί πολιτικά το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Η πόρτα αυτή παρέμεινε ανοιχτή μέχρις ότου υπεγράφη η συμφωνία της Καζέρτας, στις 26 Νοεμβρίου (Σημ. καλύβας: Πρόκειται για αβλεψία – 26 Σεπτεμβρίου είναι το σωστό). Τότε έκλεισε.
Oι Άγγλοι είχαν προετοιμάσει το έδαφος «για κάθε ενδεχόμενο». Έτσι, τον Ιούλιο του 1944 φρόντισαν να περάσουν μια τροπολογία στη συμφωνία της Τεχεράνης (Νοέμβριος 1943), σχετικά με την τύχη των πάσης φύσεως συνεργατών του Άξονα. Γράφει ο Hondros:
Οι βρετανοί αρχηγοί επιτελείων (…) λόγω του οξύτερου πολιτικού τους αισθητηρίου, ζήτησαν να παραδοθούν στις κυβερνήσεις τους για να καταταγούν στις ένοπλες δυνάμεις ή σε τάγματα εργασίας «όσοι διαπιστώνονταν μετά από διεξοδικές έρευνες ότι ήταν κατάλληλοι». Οι ΗΠΑ δέχτηκαν αυτή την πρόταση. Από τα έγγραφα δεν προκύπτει κατά πόσον οι βρετανοί αρχηγοί επιτελείων είχαν υπόψη τους την κρίση με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, αλλά αυτή η απόφαση θα νομιμοποιούσε και θα διευκόλυνε την ενσωμάτωση στελεχών των Ταγμάτων Ασφαλείας στον αναδιοργανωμένο ελληνικό στρατό.
Πότε και πως «καταδίκασαν» οι Άγγλοι τα ΤΑ;
Σύμφωνα με το συγγραφέα, ο Σιάντος ζήτησε από το Φόρειν Όφις (και από τους Έλληνες πολιτικούς) να καταδικάσουν τα ΤΑ, ήδη από το τέλος του 1943. Αλλά…
…Ο Σοφούλης αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να παρεμποδίσει τη στρατολόγηση των ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας και οι ελληνικές και βρετανικές αρχές προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο.
Ο Γουντχάουζ, από την Ελλάδα, συνιστούσε καταδίκη, γιατί σε ενάντια περίπτωση η αγγλική στάση θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως έμμεση έγκριση και ενθάρρυνση των δοσιλόγων στρατιωτικών. Τελικά,
Από το Κάιρο, μόνο στις 6 Ιανουαρίου του 1944 ήρθε η χλιαρή δήλωση του βασιλιά ότι οι ταγματασφαλίτες θα έχαναν την ελληνική υπηκοότητα αν δεν διέκοπταν στη δραστηριότητά τους.
Στις αρχές Μαρτίου 1944, παρά την επέκταση των δραστηριοτήτων εναντίον της Αντίστασης, που περιλάβαινε και εκτελέσεις για αντίποινα, δεν είχε ακόμη γίνει επίσημη καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας. Στις 11 Μαρτίου, ο λόρδος Moyne, βρετανός πρεσβευτής στο Κάιρο, ανέφερε στον Ήντεν ότι το πρόβλημα της επίσημης καταγγελίας είχε συζητηθεί στο SOC που συμφώνησε ότι μια ιδιαίτερη δήλωση «δεν θα ήταν ενδεδειγμένη αλλά περιπτωσιακές αναφορές, που θα περιλαμβάνονταν σε διακήρυξη γενικότερου χαρακτήρα με θέμα τις ελληνικές υποθέσεις, θα ήταν χρήσιμες». Ένα μήνα αργότερα, ο B. Lockhart ανάφερε στον Ήντεν την «πιεστική ανάγκη» να υπάρξει κάποια επίσημη καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας, αλλά η πρότασή του προσέκρουσε στην άρνηση του B. Bracken, υπουργού Πληροφοριών και στενού συνεργάτη του πρωθυπουργού Τσώρτσιλ. Η βρετανική προπαγάνδα που απευθυνόταν στον ελληνικό λαό, εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί σχετικά ήπιους χαρακτηρισμούς και φράσεις, όταν αναφερόταν στα Τάγματα Ασφαλείας. Μάλιστα, το BBC έπαψε να επικρίνει τα Τάγματα Ασφαλείας τον Μάιο όταν διεξαγόταν η διάσκεψη του Λιβάνου.
Δεν είναι ανεξήγητη αυτή η Βρετανική στάση απέναντι στα ΤΑ, αν αναλογιστούμε τις σχέσεις των Βρετανών με το ΕΑΜ, στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα:
- Ο εμφύλιος μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ (τον οποίο υποστήριζαν αναφανδόν οι Άγγλοι) έληξε στις 28 Φεβρουαρίου 1944, με ουσιαστική ήττα του ΕΔΕΣ και περιορισμό του στην Ήπειρο.
- Στις 10 Μαρτίου το ΕΑΜ ανήγγειλε το σχηματισμό της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), δηλαδή προσωρινής Κυβέρνησης, κατά το πρότυπο της Τιτοϊκής πρακτικής στη Γιουγκοσλαβία.
- Τον Απρίλιο του 1944 έγινε (από το ΕΑΜ) η στάση της Μέσης Ανατολής, σε στρατό και στόλο, η οποία κατεστάλη (από αγγλικές και ελληνικές δυνάμεις) με μεγάλη δυσκολία.
- Την ίδια περίοδο στη Ρούμελη διαλύθηκε βίαια το Σύνταγμα 5/42 της ΕΚΚΑ και δολοφονήθηκε ο αρχηγός του συνταγματάρχης Ψαρρός.
- Μετά τη διάσκεψη του Λιβάνου (Μάιος 1944) το ΕΑΜ αποκήρυξε τους εκπροσώπους του και απέρριψε τη συμφωνία που είχε υπογραφεί από αυτούς.
Ο συνταγματάρχης Γούντχαουζ, όμως, τάχθηκε εναντίον της διακοπής των σχέσεων. Τον Ιούνιο, όταν έφτασε στο Κάιρο, υπογράμμισε ότι αν αποφασιζόταν η διακοπή των σχέσεων, η Βρετανία θα χρειαζόταν τα Τάγματα Ασφαλείας, αλλά έως ότου ληφθεί αυτή η απόφαση, θα έπρεπε, κατά την άποψή του, να διατηρήσει η Βρετανία την πόρτα ανοιχτή για τα Τάγματα Ασφαλείας.
Η άποψη των Βρετανών για τα ΤΑ διαμορφωνόταν από εκθέσεις όπως αυτή του συνταγματάρχη Barnes, ο οποίος ήταν αντικαταστάτης του Γουντχάους – και έγραφε τον Απρίλιο του 1944:
Είμαι σίγουρος ότι θα ταχθούν ολόψυχα στο πλευρό οποιασδήποτε συμμαχικής δύναμης που θα εισβάλει στην Ελλάδα. Συνεπώς, μολονότι αποδεδειγμένα εργάζονται για τους Γερμανούς, πιστεύω ότι θα έπρεπε να αποφύγουμε να τους καταδικάσουμε δημοσίως με τρόπο που να κλείνει αμετάκλητα το δρόμο για μελλοντική συμφιλίωση. Υπάρχουν καλά και κακά στοιχεία στα τάγματα του Ράλλη.
Τις απόψεις αυτές ενίσχυσαν οι απευθείας επαφές των άγγλων με τους διοικητές των ΤΑ Ντερτιλή και Παπαγεωργίου, οι οποίοι, σύμφωνα με τα αρχειακά υλικά, πρότειναν να συνεργαστούν με τους Βρετανούς στη φάση της απελευθέρωσης. Ωστόσο, σημειώνει ο Hondros, τα έγγραφα που αναφέρονται σε αυτό το θέμα είναι λίγα και δεν συμβάλλουν στην κατανόηση αυτής σχέσης. (Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για εργασία του 1989).
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι Βρετανοί είχαν να επιλέξουν (18 Ιουνίου 1944), σύμφωνα με την Πολιτική Υπηρεσία Πληροφοριών τους ένα από τα ακόλουθα τέσσερα σενάρια:
- Να διατηρήσουν την ισορροπία μεταξύ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και ΤΑ, με αποτέλεσμα την συνέχιση της μεταξύ τους διαμάχης.
- Να υποστηρίξουν πλήρως το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και να καταδικάσουν τα ΤΑ, με αποτέλεσμα (σύμφωνα με την έκθεση) την «εγκαθίδρυση βραχύβιας δικτατορίας της Αριστεράς»
- Να ενθαρρύνουν έμμεσα τα ΤΑ και να καταγγείλουν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Μειονέκτημα αυτού του ενδεχομένου, το οποίο θα υποστήριζαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, η αντίθεση της Σοβιετικής Ένωσης.
- Καταγγελία των ΤΑ και των «εξτρεμιστών» του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, «οι ενέργειες των οποίων κατέστησαν δυνατή τη συγκρότηση των ταγμάτων*», συνδυασμός ο οποίος θα προσέλκυε τα μετριοπαθή στοιχεία και των δύο πλευρών.
Η απόφαση αυτή υποχρέωνε τον Έλληνα πρωθυπουργό να καταδικάσει δημόσια τα Τάγματα Ασφαλείας, στις 6 Σεπτεμβρίου 1944, μέσω του BBC. Αλλά μέχρι να διευθετηθούν οι λεπτομέρειες της συνεργασίας με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κατά τη φάση της απελευθέρωσης, η βρετανική στάση απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας παρέμενε αμφίσημη.
(…)
Ο Παπανδρέου, στη δήλωσή του της 6ης Σεπτεμβρίου, με την οποία καταδίκαζε τα Τάγματα Ασφαλείας, ζήτησε από τους Ταγματασφαλίτες να επανορθώσουν, προσχωρώντας στους συμμάχους, αλλά δεν έδωσε σαφείς οδηγίες. Το BBC μετέδωσε ακολούθως μία έντονη δήλωση που δεν επέτρεπε καμία αμφιβολία ότι η Βρετανία καταδίκαζε τα Τάγματα Ασφαλείας. Η πόρτα έκλεινε, όπως φαίνεται.
…και έκλεισε οριστικά για τα ΤΑ στις 26 Σεπτεμβρίου, όταν υπογράφτηκε η Συμφωνία της Καζέρτας. Οι Άγγλοι είχαν πλέον βρει τον απαραίτητο Δούρειο Ίππο που θα τους επέτρεπε την απρόσκοπτη έλευση και εγκατάσταση της κυβέρνησης Παπανδρέου στην Αθήνα, μαζί με τις δυνάμεις που θα την συνόδευαν. Και αυτός ο Δούρειος Ίππος δεν ήταν άλλος από τον πραγματικό τους εχθρό, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, το οποίο είχαν ήδη αποφασίσει να καταστρέψουν – σε τόπο και χρόνο που θα επέλεγαν οι ίδιοι, όπως είχε σημειώσει ο Τσώρτσιλ. Όπερ και εγένετο, λίγες μόνο εβδομάδες αργότερα, στα Δεκεμβριανά.
Αφού είχαν έτσι τα πράγματα, τα ΤΑ ήταν πρακτικά άχρηστα για τους Άγγλους. Εκείνο που τους ενδιέφερε πραγματικά (πριν το Δεκέμβρη) ήταν να μην πέσουν τα όπλα που κατείχαν τα ΤΑ στα χέρια του ΕΛΑΣ. Γι αυτό και προσπάθησαν, Σκόμπυ και Παπανδρέου, οι ταγματασφαλίτες να παραδοθούν σε αυτούς και όχι στον ΕΛΑΣ, ήδη από τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1944. Αλλά δεν υπήρχαν οι απαραίτητες δυνάμεις για κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα τις αιματηρές συγκρούσεις και τις εκατόμβες των νεκρών στη νότια Πελοπόννησο. Για εκείνη την περίοδο (του Σεπτεμβρίου), μετά τα γεγονότα του Πύργου, υπάρχει μια διαταγή η οποία, όπως αναφέρει ο Hondros, απαγόρευε σε κάθε βρετανό σύνδεσμο να δεσμευθεί ή να διαπραγματευθεί με τα Τάγματα Ασφαλείας. Παράλληλα,
στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές θα έπρεπε να δοθεί στους Ταγματασφαλίτες μυστικά η δυνατότητα να λιποτακτήσουν με τα όπλα τους και να προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ, είτε συντεταγμένοι σε σώματα είτε ως άτομα, για να πάρουν μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών.
Κάτι τέτοιο, όπως είναι γνωστό, δεν έγινε.
Αντίθετα, μεσολάβησε η συμφωνία της Καζέρτας, την οποία υπέγραψαν ο Παπανδρέου, ο Ζέρβας, ο Σκόμπυ και ο Σαράφης, στις 26 Σεπτεμβρίου:
Η συμφωνία προέβλεπε την υπαγωγή του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ υπό τις διαταγές του Σκόμπυ και του Σπηλιωτόπουλου, που αναγνωρίστηκε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Αθήνα και την Αττική. Στη συμφωνία, τα Τάγματα Ασφαλείας χαρακτηρίστηκαν «όργανα του εχθρού» και ορίστηκε ότι, αν δεν παραδίδονταν με τον τρόπο που είχε περιγράψει ο Σκόμπυ, θα έπρεπε να «τύχουν μεταχείρισης που αρμόζει σε εχθρικά στρατεύματα». Μετά την Καζέρτα, ο Σκόμπυ διέταξε τους αξιωματικούς του να ενεργήσουν ως «μεσολαβητές» και να προστατεύσουν κατά το δυνατόν τους Ταγματασφαλίτες από την εκδίκηση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Οι ταγματασφαλίτες θα έπρεπε να αφοπλισθούν και να τεθούν υπό περιορισμό, έως ότου αποφασίσει η ελληνική κυβέρνηση τι έχει σκοπό να τους κάνει.
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι Άγγλοι «έκλεισαν την πόρτα» στα ΤΑ μονάχα μετά την Καζέρτα – προσπαθώντας πάντως να κρατήσουν και μια πισινή – για κάθε ενδεχόμενο. Αλλά, στην πράξη, η πόρτα για τα ΤΑ εξακολούθησε να μένει ανοιχτή και μετά την Καζέρτα, γιατί υπήρχε ένας άλλος παράγοντας που την κρατούσε ανοιχτή: οι αξιωματικοί των ελληνικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής. Και όχι μόνο την κρατούσαν ανοιχτή για τα ΤΑ, αλλά και
με μια μεγάλη επιγραφή, που τα καλωσόριζε, αναρτημένη επάνω στο κατώφλι.
Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Βεντήρης, για παράδειγμα, επέκρινε την καταδίκη των ΤΑ. Εκτός από την κοινή αντικομμουνιστική θεώρηση των πραγμάτων, σημαντικά στελέχη των ΤΑ όπως οι συνταγματάρχες Παπαθανασόπουλος και Κουρκουλάκος ήταν συνεργάτες του τον Οκτώβρη του 1943, σε επαφή και συνεργασία με τον Βρετανό σύνδεσμο λοχαγό Don Stott. Το ότι ο ίδιος βρέθηκε στη Μέση Ανατολή (όπου αναδιοργάνωσε την ελληνική δύναμη μετά την καταστολή της ανταρσίας του ΕΑΜ) και οι άλλοι στα ΤΑ προφανώς το θεωρούσε απλή σύμπτωση και μη σημαντικό γεγονός, ενόψει του αναγκαίου και υπέρ πάντων (κατ’ αυτόν) αγώνα εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Με τις απόψεις αυτές, σημειώνει ο Hondros, συμφωνούσαν οι Έλληνες συνάδελφοί του. Ιδιαίτερα οι αξιωματικοί της Ορεινής Ταξιαρχίας, για την οποία βρετανοί αξιωματικοί πρότειναν να διαλυθεί, για να μην πέσει λάδι στη φωτιά, αλλά προσέκρουσαν στην αδιάλλακτη άρνηση του Τσώρτσιλ, ο οποίος ήταν ο μοναδικός ίσως από τους εμπλεκόμενους παίκτες στο ελληνικό πρόβλημα που ήξερε τι ακριβώς ήθελε – και πως θα το πετύχαινε: η Ορεινή Ταξιαρχία όχι μόνο δεν διαλύθηκε, αλλά πρωταγωνίστησε λίγες εβδομάδες αργότερα, στα Δεκεμβριανά.
Και οι ίδιοι οι Ταγματασφαλίτες; Γράφει ο Hondros:
…συνέχιζαν να θεωρούν τους εαυτούς τους πατριώτες.
Οι επικεφαλής τους έλεγαν στους άνδρες τους ότι η καταδίκη από τον Παπανδρέου ήταν προσχηματική. Και ακόμα
Ο Πλυτζανόπουλος υπογράμμισε με έμφαση στο ακροατήριό του ότι είχε στην κατοχή του έγγραφα της ελληνικής κυβέρνησης που ήταν πρόθυμος να αποκαλύψει στους συγκεντρωμένους άντρες του. Σύμφωνα με αυτά τα έγγραφα, αποδεικνυόταν ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε διαφορετικές απόψεις και επιθυμίες όσον αφορά τα Τάγματα Ασφαλείας.
Αλλά, σημειώνει ο συγγραφέας, τα προσπελάσιμα έγγραφα των Βρετανών και των Αμερικανών δεν επαρκούν για να παρακολουθήσουμε επισταμένως την εξέλιξη της σχέσης Ταγματασφαλιτών και ελλήνων αξιωματικών στην Ιταλία και τη Μέση Ανατολή. Εκτός του ότι ο Παπανδρέου δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στον Βεντήρη (λόγω της καταδίκης εκ μέρους του των ΤΑ, στην οποία ο Βεντήρης αντιδρούσε), το Νοέμβριο του 1944
…το OSS ανέφερε ότι «ανώτεροι έλληνες αξιωματικοί» ισχυρίζονταν ότι ο Βεντήρης και ο Σπηλιωτόπουλος προετοίμαζαν τη συγκρότηση ενός σώματος το οποίο θα αποτελείτο από πρώην Ταγματασφαλίτες και άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας. Η έκθεση αυτή επιβεβαιώθηκε αμέσως μετά τη σύγκρουση που έγινε στις 3 Δεκεμβρίου στην Πλατεία Συντάγματος.
Ο Ηondros υποστηρίζει ότι οι Βρετανοί δεν είχαν ιδέα γι’ αυτό, ότι έγινε χωρίς την γνώση και την έγκρισή τους.
Ήταν μια περίοδος διαψεύσεων, για πολλούς. Γράφει ο Hondros:
Η πολιτική του αφοπλισμού και της κράτησης προκάλεσε σοκ σε πολλούς Ταγματασφαλίτες, καθώς είχαν πιστέψει στην προπαγάνδα του Ράλλη που ισχυριζόταν πως οι σύμμαχοι ενέκριναν τη δράση των Σωμάτων Ασφαλείας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η άποψη ενισχύθηκε από την άρνηση των Βρετανών να προβούν σε επίσημη καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας κατά το διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου. Από τον Ιανουάριο του 1944 ως την υπογραφή της συμφωνίας της Καζέρτας, όπως συνεπέραινε σχετική αναφορά του OSS, η άρνηση των Βρετανών να καταγγείλουν τα Τάγματα Ασφαλείας «είχε ως αποτέλεσμα να ενταθεί η ήδη βαθιά δυσπιστία που έτρεφε η Αριστερά» έναντι της Βρετανίας.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν έδειξαν ότι η δυσπιστία αυτή ήταν απολύτως δικαιολογημένη: οι Βρετανοί θα έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να εγκαταστήσουν στην Ελλάδα μια δική τους κυβέρνηση, μετά την απελευθέρωση, κρατώντας την Ελλάδα στη δική τους σφαίρα επιρροής. Τους διευκόλυνε βέβαια στον ύψιστο βαθμό η ανερμάτιστη και επαμφοτερίζουσα πολιτική του ΚΚΕ, το οποίο παράσυρε στην καταστροφή και την ήττα και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
–
* βλέπουμε ότι αυτό το ερμηνευτικό σχήμα δεν είναι του Στάθη Καλύβα, τελικά…
Πηγή
(δείτε και τα σχόλια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου