Του Γ.Παπαδάκη από την Ελευθεροτυπία της 24-3-2010.
Ο Μπάμπης Γκολές είναι ένας από τους «μαΐστορες» (θα λέγαμε) των επανεκτελέσεων παλιών λαϊκών τραγουδιών. Άλλη μια φορά επιβεβαιώνει τις φωνητικές του αρετές αλλά και την προσήλωσή του στο γράμμα των παλαιών εκτελέσεων. Ο νέος του δίσκος περιλαμβάνει πολλά τραγούδια, που δεν έχουν ξαναηχογραφηθεί στη νεότερη εποχή (όπως μας πληροφορεί το ένθετο). Κι ακόμα επιχειρεί ένα ατυχές «άνοιγμα» στο είδος του τραγουδιού που ονομάζουμε (αδοκίμως) «ελαφρό».
Όσον αφορά την κάπως παράδοξη αυτή ιδέα, πρόκειται για μία τακτική που από καιρό όχι μόνο ο Μπάμπης Γκολές, αλλά και άλλοι συνάδελφοί του εφαρμόζουν αναζητώντας τα λιγότερο γνωστά (στη γλώσσα της πιάτσας ονομάζονται «αφάγωτα») προκειμένου να τα σερβίρουν στα... ρεστοράν της δισκοπαραγωγής. Δεν θα έλεγα πως η λογική αυτή είναι και τόσο καλλιτεχνική, αφού, εδώ που τα λέμε, η σπανιότητα και το... «ανηχογράφητο» των τραγουδιών αυτών δεν είναι κάτι τυχαίο. Κάποιος λόγος υπάρχει, που δεν ξαναηχογραφήθηκαν. Ίσως κάτι που τείνει να μετατρέψει δικαίως τα αλησμόνητα σε λησμονημένα.
Έπειτα, η αναζήτηση του «ανέκδοτου», του «σπάνιου» κτλ. ενδιαφέρει πρωτίστως τον ερευνητή και τον συλλέκτη. Ο ερμηνευτής υποτίθεται ότι επιλέγει με καλλιτεχνικά κυρίως κριτήρια. Αν ένα τραγούδι δεν πέρασε και δεν έμεινε στη μνήμη των κατοπινών γενεών, αξίζει να το τιμήσουμε με επανεκτελέσεις και επανεκδόσεις μόνο αν πιστεύουμε πως είναι κάτι καλλιτεχνικώς αξιόλογο που αδικήθηκε. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να συμβαίνει με τα πιο πολλά νεοηχογραφημένα, τάχα μη λησμονημένα, του δίσκου.
Ποιος θυμάται άραγε το τραγούδι «Ένα μικρό ναυτόπουλο, αγάπησε και κλαίει», σε μουσική και στίχους Καίτης Ραζή και Λάμπρου Σαββαΐδη; Ή το απίθανο «Θα σε πάω στο φεγγάρι», από όπου και οι ανωτέρας ποιότητος στίχοι: «Θα σου χτίσω ένα σπίτι/ στον Ερμή στην Αφροδίτη/ και στον Κρόνο μια βιλίτσα / να γλιτώσουμε απ' το νοίκι». Τέτοια αξίζει να θυμόμαστε;
Απ' την άλλη, οι πειραματισμοί του Μπάμπη Γκολέ με τα λεγόμενα ελαφρά και ελαφρολαϊκά δεν έπιασαν, κατά τη λαϊκή έκφραση, πολλά ψάρια. Κατά τη γνώμη δεν έπιασαν ούτε χάννο. «Το τραγούδι του τσιγγάνου», π.χ. του Τώνη Μαρούδα (1950), ξαφνιάζει και μάλλον το γέλιο προκαλεί με τα σοροπιαστά μπους φερμέ της εισαγωγής (μμμμμμ!!) σε πρώτο ηχητικό πλάνο, κιόλας, ώστε και να θέλει κανείς, να μην μπορέσει να συγκρατήσει συνειρμούς προς μουγκανητά και μυκηθμούς. Τα φωνητικά, εν γένει, είναι κάπως φαιδρά, ενώ οι «τζαλγκάντες» στο «Αδύνατον να κοιμηθώ» κάνουν το τραγούδι σχεδόν πανηγυριώτικο νεο-δημοτικό-καψούρικο, παρά ένα ελαφρολαϊκό της εποχής του Μουζάκη.
Όσα από τα λαϊκά ή λαϊκοφανή θα 'λεγε κανείς πως ταιριάζουν στον τρόπο που τραγουδά ο Γκολές, δεν πιστεύω ότι αποτελούν ή αποτέλεσαν στην εποχή τους κάτι ξεχωριστό κι ας φέρουν υπογραφές όπως του Χιώτη, του Καπλάνη, του Σκαρβέλη κ.ά. Δεν μας αποκαλύφθηκε, δηλαδή, ένα «χαμένο», «ξεχασμένο» ή αδικημένο τραγούδι ανάλογης αξίας με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» ή με το «Κάποια μάνα αναστενάζει». Αντιθέτως, μάλιστα, το τραγούδι του Τσιτσάνη «Αραμπέλα» σε «ενορχήστρωση» Κώστα Καραγιάννη και «ερμηνεία» Ειρήνης Δασκαλάκη μόνον ως παρωδία και μάλιστα κακόγουστη μπορεί κατά τη γνώμη μου να ακουστεί. Απερίγραπτο, ιδίως το πέραν των ορίων του γελοίου αξιολύπητο μελοδραματικό πεποιημένο «πάθος» της τραγουδίστριας. Ένα αισθητικό «Βατερλό» που εκθέτει, πιστεύω, τον έτσι κι αλλιώς σε επικίνδυνη αισθητική ισορροπία ακροβατούντα Μπάμπη Γκολέ.
Ο Μπάμπης Γκολές είναι ένας από τους «μαΐστορες» (θα λέγαμε) των επανεκτελέσεων παλιών λαϊκών τραγουδιών. Άλλη μια φορά επιβεβαιώνει τις φωνητικές του αρετές αλλά και την προσήλωσή του στο γράμμα των παλαιών εκτελέσεων. Ο νέος του δίσκος περιλαμβάνει πολλά τραγούδια, που δεν έχουν ξαναηχογραφηθεί στη νεότερη εποχή (όπως μας πληροφορεί το ένθετο). Κι ακόμα επιχειρεί ένα ατυχές «άνοιγμα» στο είδος του τραγουδιού που ονομάζουμε (αδοκίμως) «ελαφρό».
Όσον αφορά την κάπως παράδοξη αυτή ιδέα, πρόκειται για μία τακτική που από καιρό όχι μόνο ο Μπάμπης Γκολές, αλλά και άλλοι συνάδελφοί του εφαρμόζουν αναζητώντας τα λιγότερο γνωστά (στη γλώσσα της πιάτσας ονομάζονται «αφάγωτα») προκειμένου να τα σερβίρουν στα... ρεστοράν της δισκοπαραγωγής. Δεν θα έλεγα πως η λογική αυτή είναι και τόσο καλλιτεχνική, αφού, εδώ που τα λέμε, η σπανιότητα και το... «ανηχογράφητο» των τραγουδιών αυτών δεν είναι κάτι τυχαίο. Κάποιος λόγος υπάρχει, που δεν ξαναηχογραφήθηκαν. Ίσως κάτι που τείνει να μετατρέψει δικαίως τα αλησμόνητα σε λησμονημένα.
Έπειτα, η αναζήτηση του «ανέκδοτου», του «σπάνιου» κτλ. ενδιαφέρει πρωτίστως τον ερευνητή και τον συλλέκτη. Ο ερμηνευτής υποτίθεται ότι επιλέγει με καλλιτεχνικά κυρίως κριτήρια. Αν ένα τραγούδι δεν πέρασε και δεν έμεινε στη μνήμη των κατοπινών γενεών, αξίζει να το τιμήσουμε με επανεκτελέσεις και επανεκδόσεις μόνο αν πιστεύουμε πως είναι κάτι καλλιτεχνικώς αξιόλογο που αδικήθηκε. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να συμβαίνει με τα πιο πολλά νεοηχογραφημένα, τάχα μη λησμονημένα, του δίσκου.
Ποιος θυμάται άραγε το τραγούδι «Ένα μικρό ναυτόπουλο, αγάπησε και κλαίει», σε μουσική και στίχους Καίτης Ραζή και Λάμπρου Σαββαΐδη; Ή το απίθανο «Θα σε πάω στο φεγγάρι», από όπου και οι ανωτέρας ποιότητος στίχοι: «Θα σου χτίσω ένα σπίτι/ στον Ερμή στην Αφροδίτη/ και στον Κρόνο μια βιλίτσα / να γλιτώσουμε απ' το νοίκι». Τέτοια αξίζει να θυμόμαστε;
Απ' την άλλη, οι πειραματισμοί του Μπάμπη Γκολέ με τα λεγόμενα ελαφρά και ελαφρολαϊκά δεν έπιασαν, κατά τη λαϊκή έκφραση, πολλά ψάρια. Κατά τη γνώμη δεν έπιασαν ούτε χάννο. «Το τραγούδι του τσιγγάνου», π.χ. του Τώνη Μαρούδα (1950), ξαφνιάζει και μάλλον το γέλιο προκαλεί με τα σοροπιαστά μπους φερμέ της εισαγωγής (μμμμμμ!!) σε πρώτο ηχητικό πλάνο, κιόλας, ώστε και να θέλει κανείς, να μην μπορέσει να συγκρατήσει συνειρμούς προς μουγκανητά και μυκηθμούς. Τα φωνητικά, εν γένει, είναι κάπως φαιδρά, ενώ οι «τζαλγκάντες» στο «Αδύνατον να κοιμηθώ» κάνουν το τραγούδι σχεδόν πανηγυριώτικο νεο-δημοτικό-καψούρικο, παρά ένα ελαφρολαϊκό της εποχής του Μουζάκη.
Όσα από τα λαϊκά ή λαϊκοφανή θα 'λεγε κανείς πως ταιριάζουν στον τρόπο που τραγουδά ο Γκολές, δεν πιστεύω ότι αποτελούν ή αποτέλεσαν στην εποχή τους κάτι ξεχωριστό κι ας φέρουν υπογραφές όπως του Χιώτη, του Καπλάνη, του Σκαρβέλη κ.ά. Δεν μας αποκαλύφθηκε, δηλαδή, ένα «χαμένο», «ξεχασμένο» ή αδικημένο τραγούδι ανάλογης αξίας με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» ή με το «Κάποια μάνα αναστενάζει». Αντιθέτως, μάλιστα, το τραγούδι του Τσιτσάνη «Αραμπέλα» σε «ενορχήστρωση» Κώστα Καραγιάννη και «ερμηνεία» Ειρήνης Δασκαλάκη μόνον ως παρωδία και μάλιστα κακόγουστη μπορεί κατά τη γνώμη μου να ακουστεί. Απερίγραπτο, ιδίως το πέραν των ορίων του γελοίου αξιολύπητο μελοδραματικό πεποιημένο «πάθος» της τραγουδίστριας. Ένα αισθητικό «Βατερλό» που εκθέτει, πιστεύω, τον έτσι κι αλλιώς σε επικίνδυνη αισθητική ισορροπία ακροβατούντα Μπάμπη Γκολέ.
Δε θα ήθελα να εναντιωθώ στα παραπάνω χρησιμοποιώντας παρόμοιο ύφος καθότι γνωρίζω τον Γ.Παπαδάκη κατ'ολίγον και δεν επιθυμώ θερμά ενδεχομένως επεισόδια... Παρ'όλα αυτα για μία ακόμα φορα μου φαίνεται υπερβολικός και κακεντρεχής και και και...
Βρήκαμε δηλαδή τον "φταίχτη" και τον βαράμε !! Αν είναι δυνατόν...
Θα έρθουμε μετα απο 30 -τουλάχιστον- χρόνια καρριέρας να "την πούμε" στο Γκολέ ότι γράφει δίσκους εμπορικούς ;; Για όνομα !!!
Αν κάτι αναγνωρίζουμε και βγάζουμε το καπέλλο στον καλο φίλο Μπάμπη, είναι ο αυθορμητισμός του, το πηγαίο του, οι καλές του προθέσεις και ο επαγγελματισμός του !! Αν τον κρίνουμε σαν καλλιτέχνη με τα κριτήρια της λόγιας α λα Γκρέκ χαζοκουλτούρας, που θέλει (και γουστάρει σαν τρελλή...) να κριτικάρει το λαϊκό τραγούδι, με μέτρα και σταθμα της λόγιας μουσικής, όπως στο καλο την αντιλαμβάνεται ένας κριτικός που κινείται σε τέτοιους χώρους, μπορούμε να καταλήξουμε σε πολλα και διαφορετικά αποτελέσματα, που μουσικά όμως δεν στέκουν...
Ισως όμως στην περίπτωση αυτης της κριτικής, πάλι ενεργοποιήθηκε το θυμικό πιο πολυ απο την επαγγελματική ενασχόληση... μια ενασχόληση που στην περίπτωση άχρωμων, άοσμων και άπατων στην κυριολεξία δίσκων του Νικολόπουλου, τους έρανε με ροδοπέταλα και στην περίπτωση Ρεμπέτικης Κομπανίας (άφωνων) μαθητών και μαθητριών λυκείου, επίσης απογείωσε αξιοποιώντας ένα απίστευτο "στοκ" απο καλολογικά στοιχεία !!
Στο ρεμπέτικο φορουμ που βρήκα το παραπάνω, δίνει επίσης ο αναρτήσας tritsibidas μια πολυ καλη απάντηση, στην οποία επαυξάνω και να ένα σημείο που μου άρεσε περισσότερο :
Ασφαλώς, ο Γκολές δεν περίμενε να πιάσει τώρα κανέναν χάννο, αφού από χρόνια έχει πιάσει μεγάλα και ακριβά ψάρια, ροφούς, τσιπούρες, συναγρίδες. Είναι από τους χορτασμένους, από αυτούς που πιάνουν ψάρια ακόμη και στη μπανιέρα όταν ψαρεύουν, είτε δολώνουν με σκουλήκι «φαραώ» είτε με ζυμάρι (είτε με ρεμπέτικα, δημοτικά, ελαφρά, σοβαρά, σαχλαμάρες, αδιάφορα, δυνατά, ασήμαντα). Η υπεροχή του καλλιτέχνη αυτού συνίσταται στον τρόπο σερβιρίσματος και όχι στο περιεχόμενο, μπορεί δηλαδή και με ευτελή υλικά να βγάλει τον «ροφό», να μαγέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου