ΣΤΕΛΙΟΣ ΧΡΥΣΙΝΗΣ - ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΜΑΕΣΤΡΟΣ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Του Κώστα Μπαλαχούτη
Αρκετές είναι οι περιπτώσεις καλλιτεχνών, όπου κάποια φυσική ατέλειά τους τους, στάθηκε αφορμή και αιτία, να κερδίσουν την συμπάθεια του κοινού και να διαγράψουν λαμπρή πορεία, χωρίς να παραγνωρίζουμε το ταλέντο και τις ικανότητές τους. Η Μαριάννα Χατζοπούλου μεσουράνησε στα τέλη του '50 και στις αρχές του '60 ως «τυφλό αηδόνι» ενώ ο Σπύρος Ζαγοραίος, εδώ και δεκαετίες, έχει για σήμα κατατεθέν του το ψεύτικο-συμπληρωματικό χέρι που δίνει άλλη διάσταση στα «μάγκικα» και «αλέγκρα» τραγούδια του. Ο ίδιος έκανε σουξέ με τη σύνθεσή του Είμαι ανάπηρος και έχω ανάγκη απ' την αγάπη σου. Ελάχιστες όμως είναι οι φορές όπου ένας δημιουργός και μαέστρος ξεπερνά τα εμπόδια της φύσης και σηματοδοτεί σαν φάρος φωτεινός τις εξελίξεις στο αντικείμενό του, ανακαλύπτοντας νέα ταλέντα και δίνοντάς τους βήμα να εκφραστούν και παράλληλα «συμμαζεύοντας» και βελτιώνοντας τις καταθέσεις των ομότεχνών του. Ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, οι Ray Charles, Stevie Wonder, Sammy Davis Jr., Αndrea Boccelli, που λειτουργούν -ειδικά οι δύο πρώτοι- σαν συνθέτες και στιχουργοί, ήταν και είναι πάνω απ' όλα ερμηνευτές των πονημάτων τους ενώ ο Μπαγιαντέρας πρώτα καθιερώθηκε ως μουσικοσυνθέτης και στη συνέχεια στερήθηκε την όρασή του. Εδώ ακριβώς έγκειται και η πρωτοτυπία και πρωτοπορία του Στέλιου Χρυσίνη, που αν και έχασε το φως του από τα πρώτες μόλις στιγμές του στη ζωή κατάφερε για μεγάλο διάστημα, μέχρι και τον πρόωρο θάνατό του, να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο «δασκάλου» στη δισκογραφία και γενικότερα στο λαϊκό μας τραγούδι.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1916. Ήταν το τέταρτο παιδί -μετά την Μαρία, τον Βασίλη και τον Παναγιώτη, μιας μεσοαστικής οικογένειας. Οι γονείς του, αρβανίτικης καταγωγής, είχαν μεταναστεύσει από το Κρανίδι Αργολίδας στο μεγάλο λιμάνι. Ο Στέλιος και ο αδελφός του Παναγιώτης-που ήταν μεγαλύτερος του κατά έξι χρόνια- θα χάσουν το φως τους σε μικρή ηλικία. Παρ' όλα αυτά θα αρχίσουν από παιδιά μαθήματα μουσικής όπου και θα επιδείξουν ξεχωριστή κλίση. Διδάχτηκαν βιολί, πιάνο, κιθάρα, λαούτο, μαντόλα, μαντολίνο που τους εξασφάλισαν το εύκολο πέρασμα στους μπουζουκομπαγλαμάδες. Στις αρχές του ΄30 συνοδεύουν, παίζοντας ζωντανά στους κινηματογράφους, τις προβολές των βουβών ταινιών. Ξεχωρίζουν για την ικανότητά τους να αναπαράγουν με πιστότητα, σαν «μαγνητόφωνα», την μουσική και τα τραγούδια από διάφορες παραστάσεις, επιθεωρήσεις, οπερέτες και γίνονται γνωστοί στο κύκλο των μουσικών. Είναι ενδεικτικά τα λόγια του μουσικοσυνθέτη Λευτέρη Γουναρόπουλου: << Τον Χρυσίνη τον πρωτάκουσα στο μπαράκι του Βρυώνη στον Πειραιά το 1932 ή 33. Ήμουν παιδί. Μέσα, πίσω από ένα σιδερένιο στρογγυλό τραπεζάκι, αυτός έπαιζε μπουζούκι και ο Παναγιώτης, ο αδελφός του κιθάρα, κι απ έξω ουρά για να τον ακούσουν. Ουρά σου λέω. Ο Στέλιος ήταν μεγαλοφυής. Έγραψε πράγματα που δεν μπορείς να τα πιάσεις. Κάποια μέρα θα του βγάλουν όλοι το καπέλο. Για μένα ήταν απ' τους καλύτερους>>1.
Το 1934 μπαίνει στην δισκογραφία με το τραγούδι με το Χτες στο βράδυ στον τεκέ μας (Columbia DG 21224), με ερμηνευτή τον Στελλάκη Περπινιάδη. Ένα από τα πιο περίτεχνα χασικλίδικα που γνώρισε απανωτές επανεκτελέσεις και ακόμα και σήμερα παίζεται στα πάλκα. Ακροβατώντας ανάμεσα στο πειραιώτικο ρεμπέτικο και το σμυρνέϊκο ιδίωμα, ο 19άχρονος δημιουργός καταθέτει την επόμενη χρονιά το εκπληκτικό Αργιλέ μου γιατί σβήνεις με την Γεωργία Μυττάκη, την «τρανή» του δημοτικού που έκανε μερικά χαρακτηριστικά περάσματα στο λαϊκό τραγούδι. Θα ακολουθήσουν συμπράξεις με τον περίφημο βιολίστα Δημήτρη Σέμση ή Σαλονικιό (Στ'ορκίζομαι στο κύμα, Χρόνια στις θάλασσες γυρνώ κ.ά) και τον Παναγιώτη Τούντα (Στο είπα περδικούλα μου, Το θαλασσί φουστάνι κ.ά). Συνθέσεις του ερμηνεύουν οι Ρίτα Αμπατζή (Μια μελαχροινή), Στέλιος Κερομύτης (Μ' έκαψες σκύλα), Γιώργος Κάβουρας (Τα ψαράδικα) κ.ά. Ήδη από τα προπολεμικά χρόνια συνεργάζεται με όλες τις δισκογραφικές εταιρείες ενώ έχει εξελιχθεί σε ανιχνευτή ταλέντων, όπου χάρη στην παρέμβασή του περνούν την πόρτα των studio στη Ριζούπολη οι Σταύρος Ρεμούνδος, Λέλα Οικονομίδου, Κώστας Λαίνης, Τασία Βρυώνη κ.ά. Την περίοδο της Κατοχής θα δουλέψει σε ταβέρνες σε συνοικίες της πρωτεύουσας αλλά και σε στέκια στα Μεσόγεια. Με μοναδική άνεση προσαρμόζεται στις απαιτήσεις και ανάγκες της πελατείας τους. Κατέχει καλά τα μυστικά του ευρωπαϊκού, μικρασιατικού, δημοτικού και ρεμπέτικου τραγουδιού που άλλοτε παντρεύει ενώ άλλοτε περνάει με ευκολία απ' το ένα είδος στο άλλο.
ολόκληρο το άρθρο στο μπλογκ
Ρεμπέτικοι Διάλογοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου