Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Αναφορά στον Πρόδρομο

Στα τέλη της δεκαετίας του σαράντα κάποιοι φίλοι θέλησαν να γνωρίσουν τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, το νέο μεγάλο όνομα στο λαϊκό τραγούδι τότε, και τον κάλεσαν στο καφενείο της γειτονιάς τους. Εκείνος δέχτηκε την πρόσκληση και παράγγειλε, λέει, μεζέδες για ούζο, το πιοτό που του άρεσε. Έτσι κι έγινε, και στο καφενείο μαζεύτηκε όλη η γειτονιά για τον ακούσει -μαζί κι ο νεαρός Στέλιος Καζαντζίδης που τον είχε πρότυπο. Ο Τσαουσάκης κάθισε και ήπιε μαζί τους και τους μίλησε για το κροσέ, ένα είδος γροθιάς με το οποίο κατάφερνε να ρίχνει κάτω τους τσαμπουκάδες.
Ο Καζαντζίδης διηγήθηκε την ιστορία για να δυσφημίσει τον Τσαουσάκη. Να τον βγάλει μέθυσο και ασυνάρτητο, όμως εμένα η ιστορία αυτή μου αρέσει. Και μου λέει κάτι και για τους δυο.
Ο Τσαουσάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1919 και το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Μουτάφογλου. Το παρατσούκλι Τσαουσάκης του κόλλησε στον στρατό, γιατί ήταν λοχίας. Στην Ελλάδα ήρθαν μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Ορφάνεψε νωρίς από πατέρα. Φτώχεια. Ο Πρόδρομος, πριν γνωρίσει τον Τσιτσάνη κι αρχίσει το τραγούδι, έκανε μεροκάματα σαν χαμάλης στο λιμάνι και πάλευε επαγγελματικά. Το πρώτο τραγούδι που φωνογράφησε ήταν το Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά το 1949. Αρχικά το τραγούδι είχε χασικλίδικους στίχου:
Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά
πιες κι ένα ποτηράκι
κι αν θες να πιεις και ναργιλέ
περίμενε λιγάκι.
Μετά τον πόλεμο η λογοκρισία είχε ατονήσει και ηχογραφήθηκαν μερικά από τα ωραιότερα χασικλίδικα τραγούδια (Η δροσούλα του Τσιτσάνη, Μάγκας βγήκε για σιργιάνι του Καλδάρα, Όταν καπνίζει ο λουλάς του Μητσάκη). Όμως τότε, στα μέσα στο ‘46 άρχισε πάλι να λειτουργεί και αναγκάστηκαν να αλλάξουν τα λόγια την τελευταία στιγμή. Έτσι ο Τσαουσάκης δεν ηχογράφησε ποτέ χασικλίδικους στίχους.
Δεν ήταν εύκολη η ζωή στο πάλκο εκείνα τα χρόνια. Ευαίσθητα ή ασθενικά παιδιά δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Νταβατζήδες, πρεζόνια, πουτάνες, χασικλήδες, κνίτες, χίτες, μαχαιροβγάλτες κάθε είδους, ευέξαπτα παλικάρια της γειτονιάς, μαζεύονταν στα μαγαζιά κι είχαν λυμένο το ζωνάρι τους. Είναι γνωστή η ιστορία του Μάνου Χατζιδάκι: Το διπλανό τραπέζι παρεξηγήθηκε για αδιευκρίνιστους λόγους κι αν δεν κατέβαινε από το πάλκο ο Μάρκος, που ήταν μεγαλόσωμος και χειροδύναμος, την είχε πολύ άσχημα. Κι ο Γενίτσαρης τραγουδούσε με το περίστροφο κάτω από την καρέκλα. Έτσι είχαν τα πράγματα. Γι’ αυτό και του Τσαουσάκη του χρησίμευε το κροσέ.
Είναι πραγματικά άδικο οι περισσότεροι να ξέρουν τον Τσαουσάκη για το Πιτσιρικάκι του Ροβερτάκη, ενώ έχει πει τα ωραιότερα και σημαντικότερα τραγούδια του Τσιτσάνη, όπως το Χωρίσαμε ένα δειλινό, Πέφτουν της βροχής οι στάλες, Γιατί με ξύπνησες πρωί, Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα, Γιατί με ξύπνησες πρωί, Ο Νικόλας ο χαράς, το περίφημο Παίξε Χρήστο το μπουζούκι, Το Πικραμένο αγόρι, που άρεσε τόσο στον Χατζιδάκι, ώστε το διασκεύασε δυο φορές, και βέβαια το 1948 την Συννεφιασμένη Κυριακή με την Μπέλλου και τον συνθέτη να του κάνουν β΄ φωνές. Είπε 70 σχεδόν τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη σε πρώτη εκτέλεση. Και βέβαια τραγούδησε και άλλους συνθέτες όπως τον Σπύρο Περιστέρη, Ι. Παπαϊωάννου, Απ. Καλδάρα, Στ. Χρυσίνη, Θόδωρο Δερβενιώτη, Κυριαζή, Κλουβάτο, Πετσά, Μπάμπη Μπακάλη, είπε το πρώτο τραγούδι του Γ. Ζαμπέτα το ‘53, Μουφλουζέλη, Άκη Πάνου, Μπουρνέλη, μερικά αλανιάρικα του Δ. Ευσταθίου και άλλους.
Είναι άδικο που το ευρύτερο κοινό αγνοεί σήμερα τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, αλλά δεν είναι και παράξενο. Ο αποστασιοποιημένος τρόπος που λέει τα τραγούδια του μοιάζει εντελώς ξένος στην εποχή μας. Η λαίλαπα Καζαντζίδης, αυτός ο υπερβολικά συναισθηματικός τρόπος ερμηνείας, έχει κυριαρχήσει ολοκληρωτικά. Όλοι οι λαϊκοί έτσι προσπαθούν να τραγουδούν. Μπορεί στην ηθοποιία οι μεγαλειώδεις χειρονομίες, οι δυνατές εκφράσεις, οι μεγάλες κραυγές να θεωρούνται παλιομοδίτικες και οι ηθοποιοί να προσπαθούν να παίζουν χαμηλότονα, με σιωπές και ανεπαίσθητες κινήσεις – στο τραγούδι αντίθετα έχουν ακόμα πέραση οι λιγωμένοι αναστεναγμοί, ο έντονος χρωματισμός των λέξεων και των νοημάτων, το φλογερό πάθος. Κι αναρωτιέται κανείς, αν οι σημερινοί τραγουδιστές μας λένε έτσι τραγούδια που μιλάνε για εφηβικού διαμετρήματος έρωτες, πώς θα τραγουδούσαν άλλα, δυσκολότερα και βαρύτερα θέματα -σαν αυτά που τραγούδησε ο Πρόδρομος Τσαουσάκης.
Λιτός, αδρός, αποστεωμένος.. Έτσι τραγουδούσε. Έτσι τραγουδούσε πριν από αυτόν ο Μάρκος, έτσι τραγούδησε μετά ο Μπιθικώτσης. Αυτός θεωρούνταν τότε αντρικός τρόπος ερμηνείας. Το πάθος ήταν για τις γυναίκες. Τραγούδια που απαιτούσαν πολλά γυρίσματα της φωνής, όπως το Περιπλανώμενο κορμί, τα λέγανε οι τραγουδίστριες. Οι άντρες τραγουδούσαν στακάτα, ξερά, δεν άφηναν τη φωνή τους να σέρνεται. Αυτό ήρθε μετά, όταν ο Καζαντζίδης μιμήθηκε τον τρόπο ερμηνείας της τότε γυναίκας του, της Γκρέυ. Και φυσικά θριάμβευσε. Ο Καζαντζίδης είναι άλλη ιστορία. Ο Τσαουσάκης κρατάει από την ίδια ρίζα που κρατάει κι ο Μπιθικώτσης -ο Μάρκος είναι ρίζα και καρπός μαζί. Άρεσε στον Μπιθικώτση ο Πρόδρομος. Το 1953 του έδωσε να πει το Ξένο σπίτι, ξένες πόρτες ένα ωραίο ζεϊμπέκικο σε στίχους του Τσάντα-Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Για τον Πρόδρομο προορίζονταν και άλλα δυο τραγούδια του: το Πώς μπορεί να καταντήσει το καλλίτερο παιδί και το πασίγνωστο Τρελοκόριτσο. Ο Μπιθικώτσης αποφάσισε τελικά να τα πει ο ίδιος. Ήταν αυτά τα πρώτα τραγούδια που φωνογράφησε, η αρχή της ένδοξης πορείας του.
Είδα πριν από ένα ή δύο χρόνια τον Τσαουσάκη στην τηλεόραση, σε κείνη την αποτυχημένη εκπομπή της ΕΤ1, το «Σε χρόνο τιβί». Αποτυχημένη γιατί, ενώ υποτίθεται ότι θα παρουσίαζε το πλούσιο, καθώς λέμε, αρχείο της ΕΡΤ, κατέληξε να είναι μια εκπομπή τύπου «Σύν και πλην». Χασμουρητό. Κουλτουριάρικο χασμουρητό φυσικά. Τέλος πάντων, σε μια από τις αναλαμπές εκείνης της εκπομπής μας έδειξαν τον Πρόδρομο να κάθεται σε μια καρέκλα και να λέει ότι δεν θα μπορούσε να τραγουδήσει ποτέ όρθιος για λόγους αξιοπρέπειας, εκτός πια κι αν έπρεπε να εμφανιστεί σε κάποιο αναψυκτήριο που δεν θα υπήρχε χώρος για να καθίσει. Λίγα δευτερόλεπτα κράτησε η σκηνή που έχει αποτυπωθεί σε φιλμ, γιατί τότε δεν υπήρχαν ακόμα βίντεο.
Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης ερχόταν τα καλοκαίρια στα Γιάννενα. Οι παλιοί τον θυμούνται. Τραγουδούσε συνήθως στον μόλο, στου Μακρή. Τ’ απόγευμα έπινε ούζα δίπλα στην λίμνη. Μου έχουν πει ότι είχε κι ένα μπαγλαμά εκείνες τις ώρες και δοκίμαζε τα τραγούδια για το βράδυ. Σήμερα στα τσιπουράδικα και τις ταβέρνες της πόλης ακούς συχνά τα τραγούδια του κι έχει ακόμα πολλούς θαυμαστές όλων των ηλικιών.
Έπινε πολύ. Ο γιος του ο Δημήτρης, όταν τον ρωτάνε σχετικά οι δημοσιογράφοι, λέει ότι ο πατέρας του δεν έπινε ποτέ ξεροσφύρι, αλλά πάντα με μεζέ -δεν ήταν δηλαδή αλκοολικός. Ίσως. Πέθανε από καρδιά στα εξήντα του χρόνια. Στο στούντιο μπήκε για τελευταία φορά το 1976, τρία χρόνια πριν τον θάνατό του και τριάντα μετά την πρώτη του ηχογράφηση. Σε εκείνες τις τελευταίες ηχογραφήσεις η φωνή του ακούγεται τραγικά σπασμένη, διατηρεί όμως στο ακέραιο το ηχόχρωμά της. Κι αν την παρακολουθήσεις σ’ όλη της την διαδρομή, η φωνή αυτή θα σου αποκαλύψει μια παράλληλη ιστορία, μυστική, σχεδόν απόκρυφη. Προσωπική και συλλογική.


υγ
Στα σχόλια συμμετέχει η εγγονή του Πρόδρομου !!
υγ2
Τα περι Καζαντζίδη δεν τα υιοθετούμε χωρις διασταύρωση ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

cretan music - mantinades