Καλό μεσημέρι σ' όλες και όλους !!!
Θα πάω για λίγο στην πατρίδα μου την Ήπειρο στο χωριό μου τους Λιγκιάδες που οι Γερμανοί έκαψαν ζωντανές 86 αθώες ψυχές μαζί και τους δικούς μου ανθρώπους....θέλω να τους χαρίσω το παρακάτω τραγούδι ...θέλω να τους καλέσω να γυρίσουν στη ζωή ..... Άς μη μου διαγράψουν την ανάρτηση οι διαχειριστές ...ας το διαβάσουν όσοι από εσάς θέλουν ....
Διαβάζοντας πριν μερικές μέρες παλιές Γιαννιώτικες εφημερίδες και συγκεκριμένα τον Πρωινό Λόγο ,έπεσα πάνω σ’ένα άρθρο του δάσκαλου Παύλου Γκαλντέμη με τον Τίτλο :
ΜΑΡΙΟΛΑ : Η πολυτάραχη ζωή και το περίφημο τραγούδι της .
Θυμήθηκα τη μητέρα μου που όταν… άρρωστη … προσπαθούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι της και … χωρίς δεύτερη κουβέντα …σιγοτραγουδούσε ,… «άχ…με τι χεράκια να πιαστώ ….πόδια για να’ κουμπήσω…» το συναίσθημα που ένοιωσα δεν περιγράφεται ….πικρό και βαρύ σαν μολύβι ..
Ποιός γάμος και ποιο πανηγύρι στην Ήπειρο δεν ξεκίνησε με το τραγούδι της Μαριόλας .Υπάρχει Ηπειρώτης να μην το γνωρίζει …. είμαι σίγουρος πώς κανένας !!!
Όχι… το τραγούδι «Μοιρολόγι» της Μαργιόλας .. δεν είναι Ηπειρώτικη μαντινάδα ....είναι πόνος και στεναγμός...είναι το δάκρυ του θεού στα βλεφαρά μας ...είναι χρησμός της Δωδωναίας ιέρειας ... είναι η ύψιστη έκφραση το ξέσπασμα της ψυχής του ανθρώπου…. είναι ο πόνος της ανθρώπινης απώλειας που οδηγεί στον θρήνο, στον οδυρμό, στο αναφιλητό …είναι το κάλεσμα της επιστροφής στη ζωή….. είναι ο κόσμος όλος για τους Ηπειρώτες τους παλιούς ...για εκείνους που έζησαν στον πόνο και στην φτώχεια...
MΑΡΙΟΛΑ
Άκουσμα αρχέγονο ,
Φίλημα ερωτικό,
ήχος ελευθερίας ,
ήχος βαρύς …. Βυζαντινός ,
ήχος απαλός…. Γλυκός ,
ήχος της ξενιτιάς … πονεμένος,
Γόνιμη η σάρκα της Ηπείρου,
προσκυνά στο άκουσμα του κλαρίνου,
Τα αισθήματα πνίγονται με δάκρυα,
αναμένουν και συνωμοτούν με την αλήθεια.
Σφίγγει η καρδιά… βοούν τα μύχια της ψυχής,
ένας χαρούμενος κτύπος στο στήθος
υπογράφει συμβόλαιο με τον πανίσχυρο εραστή « το λαούτο»
τη στιγμή της έκστασης … ματώνει ο πόνος … αίμα ..
αίμα κόκκινο ,αίμα πηχτό ,βαθύ , πικρό στα χείλη,
Έτσι επειδή το κείμενο ήταν κακοτυπωμένο ,προσπάθησα ,με ελάχιστες αλλαγές στην ντοπιολαλιά και μόνο και διατηρώντας τη στίξη του κειμένου να αντιγράψω και να αναδημοσιεύσω ολόκληρο το κείμενο του κυρίου Παύλου Γκαλντέμη !!!
MΑΡΙΟΛΑ
«Β’λάρια α α, βελέντζε ε ε ς, ήρθ’ ο Μπασιού ου ουλ’ς..», φώνα¬ζε δυνατά και διαλούσε ο Μπασι¬ούλης απ’ τη Βελτσίστσ, σαν έφτα¬νε στο μεσοχώρι της Κωστάνιανης και κατέβαινε απ’ το φορτηγό του.
«Άιντε, μωρ’ αβανιάρεις...», συ¬μπλήρωνε ο Λυγκίρας, που τελευταία είχε αυτοδιοριστεί ως βοηθός του.
Αρέντα οι χωριανές πήγαιναν ό,τι μάλλινο υφαντό είχαν για τα μαντάνια ή για τη νεροτρουβιά και το παρέδιναν στον Μπασιούλη. Εκεί¬νος, για να μην τα μπερδέψει, έραβε στα πεταχτά με τη σακοράφα ένα κομμάτι ύφασμα στην άκρη του κά¬θε υφαντού και σημείωνε στο δεφτέρι του:
Κόκκινη καινούργια βελέντζα με μπλε μπάλωμα της Ρήνας, πορτοκα¬λί παλιά βελέντζα με κόκκινο μπάλω¬μα της Μαντζιούρως και πάει λέγοντας. Μάζευε τι μάζευε απ' το χωριό μας, πήγαινε και στα γύρω χωριά και γύρναγε στη Βελτσίστα φορτωμέ¬νος, να τα ρίξει στα μαντάνια και στις νεροτρουβιές και σε καμιά εικο¬σαριά μέρες να τα επιστρέψει και να παραλάβει άλλα.
«Γιατί σι λεν Μπασιούλη, ωρέ Γιώργο, αφού Τσίτος γράφεσαι;», τον ρώτησε μια μέρα ο Ντάικος μέ¬σα στο μαγαζί του.
Α, δεν ξέρ’ς; Για, όπως σι λεν' εσένα Ντάικο, καληώρα κι ας γρά¬φεσαι αλλιώς. Ο παππ'ς μ' ο Σπυρου Τσίτος, πούηταν παιδί τ'ς Μαργιό¬λας, ήταν μπάσιος στου χωριό, δημο¬γέροντας δηλαδή, κι απ’ το «μπάσιος» βγήκε το «μπασιούλης».
Ποιανής Μαργιόλας, μολογάς, ωρέ Μπασιούλ’;
Για, τς προσβάβως μ', αυτνής απ’ λεει τοτραγούδ’ «σήκω, Μαργιό¬λα, από τη γη κι από το μαύρο χώ¬μα...» κι μη μ’πεις πως δεν το ’εις ακ’στά;
Καλά κι συ! Τ΄ Μαργιόλα δεν ξέρου; Κι ποιος δεν τ’ν ξερ',
Για, αυτούια απ’τ΄ν Γραμμέν' κατάγονταν κι ήρθε νύφ’στ’ Βελτσίστα, γ’ναίκα τ προοπάππ’ μ’...
Μικρός τότε, είχα πάει στο μα¬γαζί μ' ένα ζευγάρι αυγά, που ύστε¬ρα από πολλά παρακάλια μου’δωσε η μάνα, για ν' αγοράσω τετράδιο για το σκολειό κι έτσι άκουσα τον διάλογο των δύο άντρών. Κι ήταν σαν να ξετύλιξαν ένα μακρύ - μακρύ δίμιτο νήμα κι ένωσαν μ’ αυτό την Κωστά νίανη με το Γραμμένο και τη Βελτσίστα. Πέρασαν τα χρόνια κι ήρθε καιρός να «δεθώ» γερά με το Γραμμένο κι ήρθε η ώρα να πάω δάσκαλος στη Βελτσίστα, χωριά της Μαργιόλας και τα δυο, ξακουστά Κεφαλοχώρια, Βελτσίστα, Κληματιά σήμερα! Όμορφο χωριό, χαμηλοχτισμένο, για ν’ αποφεύγει κρύα και βοριάδες, μέσα στους κήπους και στ' αμπέλια, με τους ξακουστούς πολλούς νερόμυλους, όπου είχε πάει κάμποσες φορές κι η μάνα μας ν’ αλέσει, με τ’αρχαίο μολοσσικό κάστρο και τα δίπατα πετρόχτιστα παλιά σπίτια, ακατοίκητα δυστυχώς τα περισσότερα, με πρώτο και καλύτερο τ' αρχοντικό
του Τσαπαλάμου, υπουργού τ’ Αλή Πασά και πατέρα του Εθνικού Ευεργέτη Γιώργου Σταύρου, σπίτια που σιωπηλά διηγούνται δόξες παλιές και κλαίνε νοσταλγώντας τες.
Τριθέσιο το δημοτικό σχολείο, όπου μεταξύ των άλλων, είχα μαθητή και τον Σπύρο Τσίτο, γιο του συναδέλφου μου Βασίλη Τσίτου, εγγονού, του εγγονού του Βασίλη Τσίτου και της θρυλικής Μαργιόλας. Πώς τηρείται ευλαβικά η ηπειρώτικη παράδοση! Βασίλης Τσίτος εκείνος και Σπύρος ο γιός του, Βασίλης και Σπύρος Τσίτος ετούτοι!
Βαριά ιστορία .
Βελτσίστα! Το χωριό με τη βαριά ιστορία, τη μεγάλη μουσική παράδοση και τους γνήσιους λαϊκούς καλλιτέχνες, που χαν τη μουσική στο αίμα τους, την τέχνη στο πετσί τους, Λάλος (Χαράλαμπος) Φάκος, Τσιόλ’Φάκος, Κίτσιος (Χρηστός) Χαρισιάδης, Αλέκος Φάκος, Τσιόλ’ (Χρηστός) Μπαμπούρας, Τσιόλ’ Τσουρλής, Χρηστός Καρκανάκης, Ιωάννης Μπάλας, Φώτος Ντράμπαλος και τόσοι άλλοι, έκαναν τη ζωή των Βελτσιστινών, και όχι μόνο τραγούδι, όπως οι Κλέφτες οι Βελτσιστ’νοί, η Μαργιόλα, Το μαύρο το μαντίλι μωρ' Λένη, ο Τσουρλής, στο Πάπιγκο στον μαχαλά, παπαδιά κ.α
Όχι! Το σπίτι της Μαργιόλας δεν το βρήκα. Δεν διασώθηκε δυστυχώς και στη θέση του «καμάρωνε» τώρα ένα σύγχρονο σπίτι. Πήγα και ξαναπήγα εκεί και τότε κι αργότερο και πρόσφατα, γιατί το μοιρολόι της Μαργιόλας πάντα μου άρεζε, όσο μπορεί ν’ αρέσει ένα μοιρολόι, μ’ ό,τι αυτό εκφράζει, με συγκινούσε και με συγκλόνιζε!
Η δισέγγονη.
Συνάντησα κάποτε εκεί, στη θέση του παλιού σπιτιού, τη δισέγγονη της Μαργιόλας, Ελένη Τσίτου-Μπαλατσού, μια ογδονταεξάχρονη γριούλα, πολύξερη, με μυαλό «ξυράφι»
και μεγάλη όρεξη γιά διηγήσεις και παλιακές ιστορίες. «Τόν πατέρα μ' τον ήλεγαν Βαγγέλ’, τουν πάππ’ μ' Σπύρο και τουν προσπάππ’ μ' Βασίλ,’ που’χε γ'ναίκα τ' Μαργιόλα, τ'ν προσβάβω μ’, να καταλάβ’ς,,,», άρχισε το ξετύλιγμα του γενεαλογικού της δέντρου η βαβω-Λέν’. Απ’ αυτή, απ την αδερφή της Μαρίνα (77 ετών) και τον αδερφό της Αλεκο (76 ετών) άκουσα την τραγική και δακρύβρεχτη ιστορία της προσγιαγιάς τους Μαργιόλας, όπως την θυμόνται κι εκείνοι απ’ τους γονείς και τους μπαρμπάδες τους.
Εκεί λοιπόν, στον τόπο του παλιού σπιτιού της Μαργιόλας, στη Βελτσίστα, λες και ζούσε στο 1833, τότε που συνέβη το θλιβερό γεγονός, λες και στέκονταν δίπλα στο φρεσκοσκαμμένο μνήμα της Μαργιόλας, «έπίασε» το μελαγχολικό, πονεμένο και μακρόσυρτο μοιρολόι η βάβω-Λέν’ !!
«Σήκω, Μαργιόλα, από τη γη κι από τо μαύρο χώμα,..».
Μοιρολόγαε, το’ κλώθε, το ξανάκλωθε, ανάσαινε βαριά, αναστέναζε βαθιά και σταματώντας κάθε τόσο, μονολόγαε:
«- Να, αυτούγια έπεσε και τ’ν πλάκωσε η γρεντιά κι ήταν μια θεόρατ’ γρεντιά, πέρα - πέρα και χοντρή που δυο άντροι δεν την αγκάλιαζαν ντίπ. Την πρόλαβα κι εγώ στο παλιόσπιτο πεσμένη και τη θμάμαι ακόμα αυτή την παλιογρεντιά...
Να, πέρα εκεί στ’ αμπέλ' την κυνήγησ’ ο σκυλότουρκος να τ’ν ντροπιάσ’..».
Κάπου - κάπου ξεστράτιζε η σκέψη της σ' άλλες παλιές ιστορίες του χωριού, όπως εκείνη
«τς' Λεν’ς, τ'ς ανψιάς τ’ς Μαργιόλας, απ'ρίχ'κι στού γκριμό, να γλιτώσ' από’να παλιοζάγαρου Τουρκάκι, απ’ πάει να τ’ «ντροπιάσ’», πέρα στου καλοχωρίτ'κου, στου λάκκο τ’ς Λέν'ς, απ’ του λέν' ακόμα», κι όπως τ’ν άλλη «με μια αντρογύναικα βελτσιστ’νή, την ξακουστή Βασίλω, από ’ρ'ξε τον Τούρκο στον λάκκο, άμα τς γίγκι φόρτωμα, κι από τότες το λεν' «στ’ Αράπ'τον τοίχο» του μέρους εκείνο!».
,.Και ξανάφερνε την κουβέντα στη Μαργιόλα η βάβω-Λένη: «- Για…, παρακάτ’ εκεί έσφαξ’ τον σκυλότουρκο ου Τσίτος!..» Και, μπλουμ, τα σκόρπια λόγια της έπεφταν σαν λιανολίθαρα και τάραζαν τα νερά της λίμνης των περασμένων και βουλιάζοντας στα μαύρα βάθια της, βάραιναν, γίνονταν κοτρώνια κι ανάγκαζαν τα νερά να χώνονται βίαια σε χωνεύτρες και καταβόθρες, με παράξενους αχούς! Αέρινη, λαμπρή κι ασπροντυμένη αναδύθηκε κι αργόφτερούγισε, πάνω στα πράσινα νερά της, πανώρια μια γυναίκα! Αυτή είναι! Η Μαργιόλα!!!
Κι άλλοτε τα λόγια της βαβω-Λένης, με γρήγορες σαϊτιές περνούσανε.,. υφάδι στο στημόνι, υφαίνοντας σιγά-σιγά πολύχρωμο το χειράμι του θρύλου της Μαργιόλας!
Πήγε να την «ντροπιάσει»
Άριστος τεχνίτης και πρωτομάστορας στους μύλους, στις νερότρουβιές και στα μαντάνια ο βελτσιστ’νός Βασίλης Τσίτος, παντρεύτηκε τη Μαρία Σκόρδου, το γένος Βελογιάννη, από το Γραμμένο, το 1819. «Γραμμένη» και «μαργιόλα» η Μαρία των δεκαεννιά Μαϊων, στάθηκε άξια πλάι στον λεβέντη πρωτομάστορα και ζούσανε ευτυχισμένοι. Γρήγορα ήρθε και η εγκυμοσύνη της κι ήταν οι δυο τους μες στον παράδεισο! Ζηλιάρα τύχη όμως έστειλε «διμούτσουνη οχιά» να τους τρομάξει. Ένας Τούρκος τζανταρμάς από τον εκεί αστυνομικό σταθμό, με φέρσιμο Αγά, που είχε ατιμάσει παλιότερα μια κόρη στο χωριό, λιμπίστηκε τη Μαρία και σαν την είδε μια μέρα μονάχη ν’ αραδίζει για τ’ αμπέλι, τρέχοντας μέσα από αμπέλια και μάντρες, της βγήκε μπροστά κι όρμησε να την «ντροπιάσει»! Έβαλε δυνατή φωνή εκείνη και στη στιγμή τρεις χωριανοί, που έσκαβαν εκεί κοντά, έτρεξαν κοντά της με τα τσαπιά στα χέρια. Ο Τούρκος το'βαλε στα πόδια και τρύπωσε στον σταθμό Τρεμάμενη και πιάνοντας την κοιλιά γύρισε στο σπίτι η Μαργιόλα και σαν γύρισε ο άντρας της απ' τη δουλειά και τη βρήκε σε μαύρο χάλι, έγινε θεριό ανήμερο και δίχως άλλη σκέψη ξεκρέμασε τον τσεφτέ και κίνησε να πάει να σκότωσει τον Τούρκο.
- θα τον περάσω απ' τον γλούπο του ντουφεκιού, ούρλιαξε.
- Για στάσου, ωρέ Βασίλη, τι πας να κάν’ς; Τα ζύγιασεiς καλά; θα μας ξεπαστρέψ’ν όλους οι Τούρκοι. Μπήκαν μπροστά οι δημογέροντες και τον κράτησαν.
- Με πρόσβαλει! θα τουν εκδικηθώ! Πρέπει να τουν σταματήσω, γιατί θα του ξανακάνει το σκλί!
- Κάνε υπομονή. Εμείς θα σε βοηθήσουμε να τον εκδικηθείς, όταν έρθει η ώρα...
Η εκδίκηση
Το καλοκαίρι του 1820 η 20χρονη Μαρία, η Μαργιόλα, όπως την έλεγε ο άντρας της και τη φώναζαν οι φίλες της, γέννησε τον γιο τους Σπύρο, ολοκληρώνοντας την ευτυχία τους. Σαν μπήκε ο καινούργιος χρόνος, το 1821, που έμελε να γίνει σταθμός στην ελληνική ιστορία, ανήμερα των Φώτων, έκαναν τα βαφτίσια με γλέντια και φαγοπότια. Οι βιολιτζήδες κι οι κλαριτζήδες περίσσευαν πάντα στη Βελτσίστα, όπως επίσης και το ρακί με το κρασί κι έτσι το γλέντι ήταν τρικούβερτο.
Σαν τελείωσαν τα γλέντια κι οι χαρές, η δημογεροντία αντάμωσε κρυφά τον Βασίλη και του είπε;
- Ήρθε η ώρα σου! Ο «φίλος σου» είναι μοναχός του στον σταθμό. Πήγαινε και πες του:
στον κάτω μαχαλά σκοτώνονται δυο αδέρφια, τρέξε! Μπροστά ο Βασίλης, πίσω ο Τούρκος τζανταρμάς και παρ' ολίγον βιαστής της Μαργιόλας, τρέχοντας έφτασαν στο κάτω μέρος του χωριού, στα ριζά τ’ αρχαίου κάστρου κι εκεί ο Τσίτος... τον έσφαξε σαν τράγο! Τον γύμνωσε, του πήρε τη στολή και τον παράτησε καταγής με το βρακί μονάχα.
- Ποιος σκότωσε τον Τούρκο τζανταρμά; «Κανείς» δεν ήξερε ν’ απαντήσει, γιατί «κανείς» δεν είδε! Πέρασε ένας ολάκερος χρόνος και κανείς δεν ενόχλησε τον Βασίλη, μέχρι που ήρθε επικήρυξη από την Πόλη, για τον δολοφόνο του Τούρκου. Η εκτέλεση ενός κρατικού οργάνου θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή για την οθωμανική αυτοκρατορία. Οι δημογέροντες θορυβήθηκαν. Η απειλή τους έζωνε και τους ίδιους τώρα, όπως και τον Βασίλη. Κάτι έπρεπε να κάνουν, γι’ αυτό τον κάλεσαν νύχτα και του εξήγησαν: Τα πράγματα δυσκόλεψαν, στράβωσαν. Δεν μπορούμε πια να εγγυηθούμε την ασφάλεια σου. Τα χρήματα της επικήρυξης είναι πολλά κι ο περιορισμός μεγάλος. Ακόμα και κάποιος δικός μας μπορεί να σε καταδώσει ή να σε σκοτώσει, για να εισπράξει την επικήρυξη. Θα σε στείλουμε στη Βλαχία με ψεύτικο όνομα. Να τον στείλουν στη Βλαχιά! Εύκολο να το λες, μα δύσκολο να το κάνεις. Χρειάζονταν χρήματα και τέτοια δεν υπήρχαν. Σκάφτηκαν, σκέφτηκαν, έστυψαν το μυαλό τους και το βρήκαν.
- Θα κάνουμε έρανο, για να επισκευάσουμε, τάχα, τις εκκλησίες τ' Αϊ Θανάση και τον Ταξιάρχη!!!
Έφκιακαν λοιπόν χαρτί για τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων κι αφού πήραν την έγκριση πραγματοποίησαν τον έρανο. Συγκέντρωσαν «καλά» λεφτά. Ένα μικρό μέρος το διέθεσαν για κάποιες μικροεπισκευές, να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου και με τ’ άλλα πήγαν, βρήκαν τον φημισμένο καραβανάρη Ρόβα και τον πλήρωσαν, να πάρει μαζί του στη Βλαχία τον Τσίτο.
Με κλάμα και πόνο πολύ αποχωρίστηκε ο Βασίλης από τη γυναίκα του τον μονάκριβο Σπύρο του και τη μανούλατου.
- Άιντε, ώρα καλή και καλή αντά αντάμωση, τον κατευόδωσε βαρύκαρδα η Μαργιόλα κι έκανε κόμπο την καρδιά της, ν’ αντέξει τη βαρυχειμωνιά του χωρισμού. Στήριγμα της η καλή πεθερά, ελπίδα της ο γιος της. Ζει με την απαντοχή ταυ γυρισμού. Δουλεύει στ’ αμπελάκι της, βοσκάει τις τέσσερις γιδούλες τους, μεγαλώνει το παιδί και καρτερεί..,
«Παρηγοριά έχ’ ο θάνατος και
λησμοσύνη ο χάρος
κι ο ζωντανός ο χωρισμός
παρηγοριά δεν έχει...»
Η αμοιβή του Ρόβα έφτασε μόνο για το ταξίδι ως την Γκιουμουλτζινα, τη σημερινή Κομοτηνή, την άλλοτε βυζαντινούπολη Κουμουντζίνα, όπου «παράτησε» τον Τσίτο. Με τη σκληρή δουλειά εκεί ο Βελτσιστ'νός κέρδισε τα’ απαραίτητα έξοδα και μέσω Βουλγαρίας πέρασε στη Ρουμανία. Εκεί, «παλιά μου τέχνη κόσκινο», καταπιάστηκε με τους μύλους, τις νεροτρουβιές και τα μαντάνια και σαν «ψυχόπιακε» άνοιξε πεντέξι μαγαζιά. Εργάστηκε σκληρά, έβγαλε πολλά λεφτά και σαν έληξε η δεκαετής επικήρυξη, κάθισε δύο χρόνια ακόμα στη Ρουμανία, για καλό και για κακό κι ύστερα από δώδεκα χρόνια πικρoζωής στα ξάλειμμα τα ξένα, καζαντισμένος, το 1833, επέστρεψε στην πατρίδα να σμίξει με την οικογένεια του.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ.
Σαν έφτασε στα Γιάννινα, έστειλε μαντάτο στο χωριό. Την άλλη μέρα τους καρτερεί και τους τρεις αντάμα στην πόλη, να ψωνίσουν ό,τι ποθεί η ψυχή τους και να γυρίσουν παρέα στο χωριό.
Σαν πήγε στη Βελτσίστα το χαρμόσυνο μαντάτο, ξεσηκώθηκε όλο το χωριό. Οι όργανοπαίχτες, οι φιλενάδες της Μαργιόλας κι όλο το σόι, στον δρόμο την καρτέρεσαν καί σαν γύρισε απ’ τη δουλειά, της ανήγγειλαν το καλό χαμπέρι.
- Ερχεται ο Τσίτος απ' τη Βλαχιά!Ερχεται ο Τσίτος!
Πανηγύρι στο χωριό, πασκαλιά μεγάλη, μέσα σ' άνοιξη γλυκεία, σε Μάη ανθισμένο!
Πέφτη βραδιό, όλο χαρά, λούστηκε κι άλλαξε η Μαργιόλα, ξάγκλισε τα μαλλιά της και τα'πλεξε κόσες μακριές, τοίμασε τη φορεσιά, που'χε φορέσει νύφη, τοίμασε και τον Σπύρο της και την καλομάνα πεθερά κι έπεσαν από νωρίς να Κοιμηθούν, για να ξυπνήσουν στ' άφεγγα, να κινήσουν για τ' Αϊάννα.
ΑΔΙΚΗ ΜΟΙΡΑ
Μα η ζηλιάρα μοίρα της άλλα της μελέταγε κι εξύφαινε κρυφά στα σκοτεινά παλάτια της.
Μέσα στο, ύπνο τον βαρύ και στο γλυκό της όνειρο, μια μεγάλη γρεντιά εσπασε κι ένα κομμάτι της σκεπής - σταλίκια κι ασπρόπλακες βαριές - έπεσε και πλάκωσε τη Μαργιόλα! Μισοπεθα-μένη, την άλλη μέρα οι συγγενείς, με την ψυχή στο στόμα, την πήγαν μ ένα ξυλοκρέβατο στη Ζίτσα σ' έναν πρακτικό γιατρό, μα γιατρειά δε χώραγε. Όσο την πρόλαβε το βράδυ ο άντρας της.
-Δώδεκα χρόνια στη Βλαχία και μια βραδιά στο σπίτι ξεστόμισε και τι βραδιά, μαυροβραδιά! Αναθεματίζοντας τη βάσκανη μοίρα τους. Δικασμένοι και στεγνωμένοι απ' τον δωδεκάχρονο χωρισμό, έσκυψαν να πιουν νερό μα... η βρύση στέρεψε! Τ' αντρόϋνο ξεχωρίστηκε οριστικά! Θρήνος και κοπετός στην κηδεία της 33χρονης Μαργιόλας. Η χαρά της αντάμωσης έδωσε τη θέση της στην ανείπωτη λύπη, στον αβάσταχτα πόνο και την απελπισίιά. Αποσβολωμένος ο δεκατριάχρονος Σπύρος απόμεινε να κοιτάει τα σφαλιστά ματακια της μανούλας του.
Να, σαν ν’ ακούω τον διάλογό τους,,.
- Γία ποιον να κλάψω, μάνα μου.
και να μοιρολογήσω;
Για σε που φεύγεις ξαφνικά και πας στον άλλο κοσμο,
μήνα για μας που μένουμε η μοίρα να μας δέρνει.
Ουδέ για μένα, γιόκα μου,να κλάψεις, να δακρύσεις,
ουδέ για σας που μένετε εδώ στον πάνω κόσμο,
γιατί λυπάται η Παναγιά κι είναι μεγάλο κρίμα!
Μέσα στον μεγάλο πόνο του ο Τσιτος κάλεσε τους οργανοπαίχτες του χωριού, με πρώτον και καλύτερον τον περίφημο Λάλο Φάκο, προσωπικόν βιολιτζή και τραγουδιστή του Αλή Πασιά και άλλων Πασιάδων που πέρασαν από τη διοίκηση των Γιαννίνων, που είχε και το χάρισμα του στιχοπλόκου και παράγγειλε:
-Αν καταφέρετε να φτιάξετε ένα τραγούδι για τη Μαργιόλα μου, που θα μου ξαλαφρώσει την καρδιά μου, πάνω στο φρεσκοσκαμμένο μνήμα της!
Σήκω, Μαριόλα μ’,(ρούσα) απ’ τη γη κι από το μαύρο χώμα,
Μαριώ - Μαριόλα μου.
Με τι ποδάρια ( η μαύρη ) να σ’κωθώ, και χέρια ν’ ακουμπήσω,
ψυχή, καρδούλα μου.
Κάνε τα νύχια σου τσαπιά, τις απαλάμες φκυάρια,
Μαριώ - Μαριόλα μου.
Ρίξε το χώμα από μεριά, την πλάκα ‘πο την άλλη,
ψυχή, καρδούλα μου.
Σήκω να δεις τον Τσίτο σου απόρχεται απ’τα ξένα.
Μαργιο-Μαργιόλα μου,
σήκω να δεις τον αντρα σου, τρεις μούλες φορτωμένες.
- Δεν εχω μάτια (η μαύρη) να τον δώ και να τον συναντήσω,
ψυχή,καρδούλα μου,
δεν έχω μάτια να τον δω, στόμα να τον φιλήσω
- Σήκω, Μαργιόλα (ρούσα) απ’ τη γη κι από το μαύρο χώμα,
Μαργιο-Μαργιόλα μου,
σήκω να δεις τον άντρα σου και το παλικαράκι.
- Δεν έχω πόδια (η μαύρη) να σ’κωθώ, χεράκια ν' ακουμπήσω
ψυχή καρδούλα μου.
Πάρε, Βασίλη, το παιδί και γύρνα κει στα ξένα, στα έρημα,
τα ξάλειμμα δεν τα 'χω μαθημένα,
ψυχή καρδούλα μου.
Η συγκίνηση, το κλάμα, το μοιρολόι κι οι φωνές όλου αυτού του κόσμου, γύρω από το μνήμα της άτυχης γυναίκας δεν μολογιούνται. Στέναξε η βαθύκρημνη Βελτσίστα κι οι θεόρατες πέτρες τ' αρχαίου κάστρου ράγισαν!
Έναν χρόνο έμεινε στο χωριό ο Βασίλης, μετά τον αναπάντεχο χαμό της Μαργιόλας και κάθε μέρα πήγαινε στον τάφο της, έκλαιγε και με σπαραγμό της φώναζε;
Σήκω, Μαργιόλα, από τη γη κι από το μαύρο χώμα.
Μαργιο- Μαργιόλα μου, ψυχή καρδούλα μου,
Μα η άμοιρη Μαργιόλα του απαντούσε...
Με τι ποδάρια να σ’κωθώ και χέρια ν'ακουμπήοω.. .
Κι ο σπαραχτικός τους διάλογος, διάλογος ζωής και θανάτου, επαναλαμβανότον καθημερινά δίχως αποτέλεσμα, αφού εκείνη είχε διαβεί «της Άρνης τα βουνά, της Άρνης το λαγκάδια» κι εκεί «αρνιέται η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, αρνιούνται και τ' αντρόγενα και πια δεν ανταμώνουν,,,».
Είχε ήδη πιει νερό απ’ την κρουσταλλένια βρύση της αλησμονιάς. Το χάσμα μεταξύ ζωής και θανάτου αγεφύρωτο και το ανακάλημα της νεκρής αδύνατο. Παρά τις συμβουλές του άντρα της, να κάνει τα νύχια της τσαπιά, τις απαλάμες φκιάρια στάθηκε αδύνατο να λευτερωθεί απ’ τη σφιχτή αγκαλιά της μαύρης γης! Προσπαθώντας εκείνος να λησμονήσει τον πόνο του κα να κατορθώσει να συνεχίσει τη ζωή, αγόρασε χάνι στα Γιάννινα, το χάνι στον μύλο της Παλιουρής, τον βακούφικο μύλο της Βελτσίστας καί τον μύλο του Μπέμπεργα, προς το Ράικο. Μάταια όμως. Τον «σήκωνε» ο τόπος, γι' αυτό πήρε τον Σπύρο κι έφυγε πάλι για τη Βλαχιά. Ύστερα από χρόνια κι ατυχείς επιχειρήσεις του γιου του,επέστρεψαν ξανά στο χωριό, όπου ο Σπύρος παντρεύτηκε κι έγινε Μουχτάρης στο χωριό. Κι ήταν άντρακλας ο Σπύρος, ο γιος της Μαργιόλας,
Τα τελευταία χρόνια
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Σπύρος Τσίτος ορίστηκε υπεύθυνος του εθνικού αγώνα, για τη μεγάλη μέρα του ξεσηκωμού, στρώνοντας έτσι τον δρόμο να διαβούν αργότερα τα αντάρτικα σώματα του Πουτέτση, του Κρομμύδα, του Βάντζου και του Μπαλντά.
Ενενηντατριάχρονο και γέροντα άρρωστον πια, τον έβαλαν καβάλα στ άλογο τα παιδιά του και τον έφεραν στα Γιάννινα, στις 21 Φεβρουάριου 1913, κι είδε κι’ έζησε, στα στερνά του, την πολυπόθητη τη λευτεριά! Είχε μάλιστα και τη χαρά να φωτογραφηθεί «μετά των επισήμων», φωτογραφία που την είχε δει παλιά στο χάνι του Τσίκα στα Γιάννινα, ο εγγονός του Αλεκος Τσίτος.
Ευτυχισμένος και πλήρης ημερών «πήγε» να βρει τους γονιούς του, τη Μαργιόλα και τον Βασίλη Τσίτο, στίς 9 Μαρτίου 1913, αφήνοντας πίσω παιδιά, εγγόνια και μια πικρή ιστορία, την ιστορία της μάνας του, μαζί με το πονεμένο της μοιρολόι.
Το μοιρολόι που από τα σαράντα της Μαργιόλας κι ύστερα, οι γυναίκες του χωριού το’λεγαν σε κάθε ευκαιρία, παρέες - παρέες κι όλες μαζί, αλλά και στα πανηγύρια το παράγγελναν οι χωριανοί, άντρες και γυναίκες. Έγινε, σύντομα, ο ύμνος της Βελτσίστας. Γρήγορα διαδόθηκε στα γύρω χωριά, σ' όλη την Ήπειρο κι ακόμα παραπέρα κι έμελλε ν' αγαπηθεί και να υιοθετηθεί από όλον τον κόσμο και να γίνει τελικά η κορωνίδα του Ηπειρώτικου μοιρολογιου, γιατί εκφράζει αυθενπκα τον ανθρώπινο πόνο, τη λύπη, το πένθος, που δυστυχώς βιώνουμε κάποτε όλοι στη ζωή. Ασφαλώς, «τρέχοντας» το μοιρολόι από στόμα σε στόμα, απ' το’να μέρος στ’ άλλο, φιλτραρίστηκε, σμιλεύτηκε, τροχίστηκε κι έγινε ομορφότερο.
Ήδη το 1866 η «Μαργιόλα» ήταν ευρύτερα γνωστή, αφού τη βρίσκουμε στη συλλογή του Γ. Χασιώτη (Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων, Αθήναί 1866, σελ. 172} με τον τίτλο ΜΑΡΟΥΑΑ, γεγονός που αποδεικνύει ότι το πραγματικό όνομα της Μαργιόλας ήταν ΜΑΡΙΑ κι όχι Λαμπρινή, όπως ισχυρίζονται μερικοί. Λαμπρινή ήταν τ' όνομα της πεθεράς της. Αυτό βεβαιώνει και μαρτυρά και η προαναφερ θείσα δισέγγονη της Μαργιόλας Ελένη Τσίτου-Μπαλατσού.
Στη διάδοση του τραγουδιού συνετέλεσε ασφαλώς και η δισκογράφησή του, στα μέσα της δεκαετίας του 1940. Κι είναι σύνηθες στην Ήπειρο -παράδοξο και παράξενο αλλού- η «Μαργιόλα» να τραγουδιέται όχι μόνο στις λύπες, αλλά και στους γάμους και στα πανηγύρια και μάλιστα πρώτο πρώτο τραγούδι! -τη «Μαργιόλα»- παραγγέλλει στους οργανοπαίκτες ο Ηπειρώτης και ακούγοντάς την βιώνει τον δικό του πόνο, τη δική του λύπη, το μεράκι του, το παράπονο ή το δράμα του. Ξεσπάει» ξαλαφρώνει, λυτρώνεται αλλά και ...χαίρεται! Η «Μαργιόλα» είναι η έκφραση του πονεμένου λαού μας. Ο πόνος του Τσίτου είναι πόνος του καθενός. Η Μαργιόλα της Βελτσίστας φορτώθηκε και κουβαλάει τον συσσωρευμένο και συμπυκνωμένο πόνο του λαού. Έγινε σύμβολο, πρόσωπο θρυλικό, λαϊκή ηρω- ίδά!
Χαλάλι τους οι τριάντα λίρες που έλαβαν, ως αμοιβή, από τον Τσίτο ο Λάλος Φάκος κι η κομπανία του, με τις οποίες έχτισαν καινούργια μπαλκονάτα σπίτια - γεγονός εντυπωσιακό για κείνη την εποχή - αφού σ’ αυτούς χρωστάμε τούτο το αριστούργημα, τούτη την υπέροχη ελεγεία, που έμεινε με τον τίτλο «Μαργιόλα» κι άντεξε στον χρόνο, μπήκε στη ζωή μας και επηρεάζει ακόμα και τους σύγχρονους μουσικούς και νέους καλλιτέχνες, γιατί είναι ποτισμένο με δάκρυ κοφτερό, γιατί είναι γέννημα του πόνου του θανάτου!
Σαν αρχαία τραγωδία
Το παθιάρικο μοιρολόι, παραπέμπει ευθέως σ’ αρχαία τραγωδία, Η μελωδία του, ο ηχός του, η έξυπνη επένδυση, όχι μόνο με λυπητερή, αλλά και χαρούμενη μουσική και προπάντων η πεντατονία του, που σύμφωνα με τους μουσικολόγους επιβιώνει μονάχα στο δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου και ταυτίζεται με τον λεγόμενο δώριο τρόπο των αρχαίων Ελλήνων, την κατ' εξοχήν ελληνική αρμονία, φορτίζουν ακόμα περισσότερο τους πονεμένους και ταιριασμένους στίχους κι εκείνο που γεννιέται τελικά είναι τόσο σπουδαίο και μεγάλο που ανακατεύει και συνταράζει απ’ τα βάθη την ψυχή, όπως ανακατεύει, θολώνει και τρικυμίζει τη θάλασσα ο βοριάς! Ακούς τη «Μαργιόλα» απτους τραγουδιστές Κυριάκο Χαλκιά, Λάμπρο Χαλκιά, Στέλιο Μπέλλο, Γώργο Τράκη, Κώστα και Νίκο Χαλιγιάννη, Πέτρο Τζουμα, Σάββα Σιάτρα, Γιώργο Κούρτη, Δημήτρη Βάγια, Αντώνη Κυρίτση, Γιάννη Φάκο, Βαγγέλη Αρβανίτη, Βασίλη Κέγκο, Κώστα Τζίμα κι ανατριχιάζεις και βουρκώνεις.
Κι έχει ο καθένας τους κάτι το εντελώς ξέχωρο, το δικό του χάρισμα στην ερμηνεία του αγαπημένου τραγουδιού.
0 Κυριάκος Χαλκιάς, με την ξεχωριστή χροιά της φωνής του, δίνει ένα καθαρά δωρικό ύφος στο τραγούδι, ο Σιάτρας, έχοντας ιδιαίτερους συγγενικούς δεσμούς με τη Βελτσίστα, το ραντίζει με αγάπη, πόνο και πάθος και το κάνει πιο βιωματικό, ο Κυρίτσης το παρουσιάζει ρωμαλέο, ο Κούρτης με τη λαγαρή φωνή του, αναδεικνύει τον συμπυκνωμένο λυρισμό του, μαζί δε με τον Δημητρη Βάγια και τον Αλέκο Κώστα, υπό τον ήχο του κλαρίνου του Ναπολέοντα Δάμου, σε μια σπάνια ακυκλοφόρητη ηχογράφηση, εδώ και τρίανταπέ ντε χρόνια, αναδεικνύουν κι αποτυπώνουν ανάγλυφα τη μαγεία της ηπειρώτικης πεντατονίας. Είναι τρεις καθαρές φωνές με ηπειρωτική χροιά, σε μια αμιγώς δωρική εκτέλεση.
Μια άλλη ερμηνεία, εκείνη του λαϊκού καλλιτέχνη - βιολιτζή και τραγουδιστή - Κώστα Χαλιγιάννη, που βίντεοσκοπήθηκε από τη Δόμνα Σαμίου, το 1976 στον Παρακάλαμο, χαρακτηρίζεται ως μία από τις πλέον αυθεντικές και ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, που συγκινεί ακόμα και τους μη μουσικόφιλους.
Ο Κώστας Χαλιγιάννης είναι ο αυθεντικός εκφραστής ταυ λαού μας, Ακούγοντάς τον είναι σαν ν' ακούς να τραγουδάει ο ίδιος ο λαός ως ένας άνθρωπος!
Σίγουρα, αν τον γνώριζε ο Παλαμάς θα τον χαιρέταγε:
«Γεια σου, Κώστα Χαλιγιάννη,της δοξαριάς τεχνίτη κι αφέντη του βιολιού όπως χαιρέτησε και τον Θανάση Μπαταρία.
Κι ο Μπέλλος; Ο πρωτοπόρος καθηγητής, σπουδαίος μελωδός και θεματοφυλακας του γνήσιου δημοτικού τραγουδιού, προικισμένος με φωνή γλυκειά, βελούδινη, «πλατεία, απαλή και παθιάρικη», όπως λέει ο ευαίσθητος Γραμμενιάτης γιατρός και συγγραφέας Κώστας Ντούλας στα «Μανουσάκια» του (1979), πλαταίνει τον στίχο, απλώνει με χάρη τη μελωδία και στάζει μες στην καρδιά το βάλσαμο και στην ψυχή το μύρο. Αυτό το ξεχωριστό δίδυμο Μπέλλος - Χαλκιάς, που είναι το καλύτερο, όχι μόνο στον Ηπειρωτικό αλλά στον πανελλαδικό χώρο, στην ερμηνεία του δημοτικού τραγουδιού, συχνά κάνει «κοψίδια» την καρδιά του Ηπειρώτη με τα μοιρολόγια και ιδιαίτερα με τη «Μαργιόλα», συνεχίζει ο Ντούλας. «Αυτός, παιδί μου, δεν έχει ανθρώπινη φωνή, έχει μπιρμπίλι (αηδόνι) στον λαιμό» μου’πε κάποτε μια γε- ρόντισσα στο χωριό μου, ακούγοντας τον Μπέλλο να λέει τη «Μαργιόλα», Αηδόνι και μάλιστα πρώτο, τον αποκαλει κι ο Ντούλας και μεταφέροντας τον στίχο του Μαλακάση λέει πως με το τραγούδι του «ξυπνάει πουλιά του παραδείσου κι αηδόνια στα κλαδιά»!
Μια επιστολή
Ο ίδιος ο Μπέλλος, ο αοιδός που δεν ξεπεράστηκε ακόμη, αυτός που διέδωσε και διέσωσε, όσο ελάχιστοι, κι ανέβασε στο βάθρο που του πρέπει το παραδοσιακό Ηπειρώτικο τραγούδι, αναφερόμενος στη δική του δισκογράφηση της Μαργιόλας», γράφει σε επιστολή του, που είχε την καλοσύνη να μου στείλει: «Το τραγούδι της «Μαργιόλας» έχει μεταφορική σημασία για μένα.
Τραγουδώντας το ξεχειλίζει από τα βάθη της ψυχής μου ο πόνος, η Θλίψη, η πίκρα, ο λυγμός, ο στεναγμός. Κλαίω και πονώ για τον θάνατο του αδερφού μου Νίκου, που απ' τον ανταρτοπόλεμο «βρέθηκε» στη Βαρσοβία, παντρεύτηκε Πολωνίδα, έζησε και πέθανε εκεί μακριά, απ’ όπου τον μετέφερα στην Ελλάδα καί τον έθαψα στην Παραμυθιά. Έτσι μου «βγήκε» αυτό το πονεμένο μοιρολόι Κι όταν ο δημιουργός, ο τραγουδιστής εν προκειμένω, μπολιάζει στο έργο του το προσωπικό του βίωμα, τον ψυχικό του πόνο, τότε το τραγούδι δυναμώνει, γίνεται αντιπροσωπευτικότερο, νοστιμότερο, ουσιαστικότερο, αμεσότερο. Στην Παραμυθιά έθαψε τον αδελφό του, στην αγαπημένη του πατρίδα, για την οποία είπε το άλλο θλιβερό και «υπέροχο» μοιρολόι.
«ΠαραμυΘιά, γιατί φορείς το μαύρα.,» με αβάσταχτο πόνο και σπαραγμό, για τους σαρανταενιά πατριώτες που εκτέλεσαν οι Γερμανοί το 1943,
Κι αυτή η «Μαργιόλα» του Μπέλλου αν δεν κάνω λάθος, είναι η μοναδική «εκτέλεση» στην οποία το α΄ ημιστίχιο. (Σήκω, Μαργιόλα, από τη γη) αποδίδεται σε ρυθμό μοιρολογιού και το β' ημιστίχιο (κι από το μαύρο χώμα) σε χορευτικό ρυθμό (Ζα γορίσιο).
Πέρα όμως από τους γνωστούς και καταξιωμένους αυτούς τραγουδιστές κι άλλοι καλλιτέχνες, λιγότερο γνωστοί, τραγούδησαν τη «Μαργιόλα» με αυθεντικό και πολύ ιδιαίτερο τρόπο, όπως ο βελτσιστινός Τσιόλης (Χρήστος) Φάκος.
«Όπως τ’ν τραγούδαγε ο Τσιο-Φάκος δεν τ’ ματάειττε άλλος,..», λέει με νοσταλγία η Μαρίνα Τσίτου-Μαγγλογιάννη που ζει στη Ζίτσα και την προανάφε ρα. «Άκουγες τον Φάκο κι έκλαίγεις.Ανάσταινει πεθαμένους! Θυμάμαι σαν τώραγια ήμαν μκρή τσιουπρούλα - και τ' χόρευει μια όμορφ’ Αραχωβιτσ'νή κι τ'ς έφ'κι του τακούν’ στου χουρό! Γιατί, να ξέρ’ς, η «Μαργιόλα» τραγουδιέτει κι σι χορευτικό Ζαγορίσιου – ε’κτός από μοιρολόι, Πουλύ καλά τ’ν έλεγει κι ο Μήτσιο Καραγιάννης από δω απού τ' Ζί'τσα. Την«έπαιρνει» με’ του κλαρίνο, σταμάταγει και τ’ν τραγούδαγε. Και να δεις τι ( συγκινητικό πράμμα ζήσαμαν στην κηδεία τα’. Την ώρα που τουν έβγαζαν απ’τού σπίτ’, στου μαγνητόφουνου ακουγόταν η φωνή τ’, να λέει τ’ «Μαργιόλα», όπως είχε αφήκ’ παραγγελιά ου ίδιους!».
Η κυρα-Μαρίνα
Η ίδια η κυρά Μαρίνα, η έβδομηνταεπτάχρονη δισέγγονη της Μαργιόλας, θυμάται πως πεντάχρονη στον πόλεμο του 40, πήγε με την οικογένειά της στοπατρικό της Μαργιόλας στο Γραμμένο, στον θείο της κι ανιψιό της Μαργιόλας Νάκο Σκόρδο, που’χε το σπίτι στη θέση Ρούγα.
Μέχρι τον φεγγίτη του αταβάνωτου σπιτιού και τον φούρνο, που έριξαν ψωμί (15 καρβέλια) θυμάται! Φυλάει δε, ως πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο, ένα χάλκινο σκεύος που το λένε βισαλίδα και ψήνουν σ’ αυτό τηγανίτες, το οποίο είχε φέρει απ’τη Βλαχία, για τη Μαργιόλα του, ο προσπαππούς της Βασίλης Τσίτος!
Οι κλαρινίστες
Εκτός από τον Καραγιάννη ονομαστοί δεξιοτέχνες κλαρινίστες που «έπαιξαν» τη «Μαργιόλα» και παίζουν ακόμα πολλοί απ’ αυτούς, είναι ο Τάσιος Χαλκιάς, ο Λάμπρος Χαλκιάς, ο Πέτρος Λουκάς - Χαλκιάς, ο Κίτσος Χαρισιάδης, ο Δημήτριος Μπαμπούρας, ο Θύμιος Καρκανάκης, ο Βασ. Σούκας, ο Μπαλαμάτσης, ο Μπαντίδος, ο Αρ.Ζαγοράς, ο Παντελής κι ο Ναπολέων Ζούμπας, ο Σταύρος κι ο Γρήγοηρης Καψάλης, ο Μήτσιος Δήμος κ.ά.
Κι είναι το κλαρίνο που αρχίζει πρώτο τον λυπητερό σκοπό, «από χαμηλά», σκούζει γλυκά, «ψηλώνει» σιγά-σιγά και κατόπι το «χαμηλώννει», μέχρι που «το σβήνει» σχεδόν, για να ξεκινήσει αμέσως ο τραγουδιστής «Ωρέ, σηκω, Μαργιόλα, από τη γη….», για να μερακλώσουν οι ακροατές, να συμμετάσχουν στο δρώμενο, να θυμηθούν «τα πεθαμένα τους», να συγκινηθούν, να κλάψουν, να βιώσουν το πλούσιο σε συναισθήματα τραγούδι, το εμβληματικό αυτό ηπειρώτικο μοιρολόι.
Επίλογος
Καλύτερο επίλογο δεν θα μπορούσα να βρω από το ίδιο το μοιρολόι το οποίο κατέγραψε και δημοσίευσε, όπως προαναφέρθηκε, ο Γ.X. Χασιώτης, το 1866, τριαντατρία μόλις χρόνια από τον τραγικό θάνατο της Μαργιόλας (Μαρίας - Μαρού- λας).
Κι ήταν, στ’ αλήθεια μεγάλη η έκπληξη κι η χαρά, όταν ερευνώντας το θέμα, «βρήκα» τούτο το «μαργαριτάρι», το οποίο το ταυτίζω και νομίζω πως δεν κάνω λάθος - με το γνωστό μοιρολόι της Μαργιόλας.
Η ΜΑΡΟΥΛΑ
Σηκού, Μαρου - μόη Μαρούλα μου,σήκου,
Μαρούλα,
αχ τη γης,σηκού, σκορπά(ει) το χώμα, -
Μαρούλα μου
κάνε τα νύχια σου τσαπιά της απαλάμαις φκιάρια
ρίξε το χώμα σε μεριά,τη μπλάκα ’ς άλλην άκρα
σήκου, Μαρούλα, κι άλλαξε,και βάλε της αρμάταις,
σήκου να στρώσης τον οντά πέρα στο σιανισίνι
σήκου ν' ανάψης τη φωτιά,να βράσης τους καφέδες.
Δημοσίευση: Χρήστος Πέτρου/facebook/Παλιές φωτογραφίες της Ελλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου