Les Bohèmes
Το αντάρτικο των ανέμελων ονειροπόλων
Με μια ενστικτώδικη άρνηση για όλες τις αξίες της αστικής τάξης της εποχής τους, οι μποέμ, καλλιτέχνες και αλήτες, ηδονοθήρες και ρομαντικοί , εμμονικά προκλητικοί και παθιασμένοι, βγήκαν από το χαοτικό σκηνικό των καιρών, αφήνοντας μια ξεχωριστή κληρονομιά: την πεποίθηση ότι το παιχνίδι της ζωής μπορεί να κερδηθεί με το αίσθημα και το συναίσθημα, με την ορμή της επιπολαιότητας, με το θράσος της ανεμελιάς. Και με μια αντιστροφή της καθεστηκυίας τάξης του χρόνου που θέλει το σήμερα να υπάρχει για χάρη του μέλλοντος. Είσαι μποέμ; όλος ο χρόνος είναι δικός σου, αφού το χτες και το αύριο συμπυκνώνονται στην πιο πολύτιμη υποδιαίρεση του, τη στιγμή…..
Αρνούμενοι κάθε αξία που προερχόταν από τους νεόπλουτους αστούς ,ποτισμένοι με αλκοόλ και όπιο ,συνοδευόμενοι από το ίδιο παράτολμες γόησσες, οι μποέμ έχτισαν το θρύλο τους στους δρόμους του Παρισιού την εποχή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Σε καιρούς που το επαναστατικό 1848 είχε πνιγεί στο αίμα και η Βιομηχανική Επανάσταση άλλαζε κατακλυσμιαία τον κοινωνικό ιστό, η αστική τάξη ισχυροποιούσε τη θέση της με σύμμαχο τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα.
Μέσα σ’ αυτό το γκρίζο τοπίο, οι μποέμ ήταν η πιο θορυβώδης παραφωνία στη γαλλική μητρόπολη. Απορρίπτοντας όλη τη φιλοσοφία της άρχουσας τάξης των αστών, την εργασία, το χρήμα, τις οικογενειακές συμβάσεις, προτιμούσαν μια ταραχώδη καθημερινότητα, στην οποία , μεθυσμένοι με κάθε είδος ουσία (κατά την προτροπή του Μποντλέρ ) , αναζητούσαν το μυστήριο και την ποίηση στις κακόφημες συνοικίες της πόλης.
Η λέξη Μποέμ τότε χρησιμοποιούνταν για τους πλανόδιους Τσιγγάνους της Γαλλίας που –υποτίθεται ότι – έρχονταν από τη Βοημία. Στο λεξιλόγιο όμως , των καλλιτεχνικών πρωτοποριών την έβαλε ο Ανρί Μιρζέ , ο συγγραφέας του «Σκηνές μποέμικης ζωής» που διηγιόταν τις γιορτές αυτών των άφραγκων καλλιτεχνών που ζούσαν για την στιγμή και σάρκαζαν την αυταρέσκεια των αστών. Ήταν οι περιθωριακοί που λάτρευαν την ελευθερία και απεχθάνονταν την ασφάλεια. Όσο για την ματαιόδοξη και εκκεντρική εμφάνιση τους , δεν ήταν παρά μια προσωπική δήλωση κήρυξης πολέμου στην ομοιομορφία που έτεινε να επιβάλει η επέλαση της βιομηχανικής επανάστασης. Όπως έγραφε ο Μιρζέ , το να είσαι μποέμ «είναι το πρώτο βήμα για την Ακαδημία, το νοσοκομείο ή το νεκροτομείο ». Τη δική τους ζωή περιέγραψε ο Πουτσίνι στην όπερα « La Boheme » , εμπνευσμένος από τις ιστορίες του Μιρζέ κάνοντας την μποέμικη ζωή γνωστή παντού.
Ποιητές και ζωγράφοι, συγγραφείς και μουσικοί, άνεργοι από πεποίθηση και επιτήδειοι τυχοδιώκτες, συγκροτούσαν ένα αλλόκοτο στράτευμα που πλημμύριζε την Αριστερή Ώχθη του Σηκουάνα. Επίγονοι του Μποντλέρ και του Ουγκό, ριζοσπάστες χωρίς ξεκάθαρη πολιτική συνείδηση , είχαν καταλάβει ότι η Παλινόρθωση βάδιζε με την άνοδο της αστικής τάξης που είχε φέρει η εποχή του κεφαλαίου.
Οι μποέμ, όπως εμφανίστηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα, θεωρήθηκαν ως το δεύτερο κύμα του δανδισμού. Οι αναβιωτές μιας συμπεριφοράς που είχε τις ριζες της στην ανεμελιά των ξεπεσμένων αριστοκρατών. Μιας ομάδας φιλάρεσκων μιμητών του «Ωραίου» Μπρούμελ, που «ζούσαν και πέθαιναν μπροστά στον καθρέφτη» κατά την ειρωνική έκφραση του Μποντλέρ. Οι δανδήδες όμως, ήταν πάντα υποστηρικτές του παλιού κόσμου. Αποστρέφονταν φυσικά την πολιτική, τις επιχειρήσεις, τις οικογενειακές αξίες και δήλωναν και αυτοί καλλιτέχνες και εραστές τις ελευθερίας. Έτσι, το δικό τους «πανηγύρι της ματαιοδοξίας», όπως το ονόμασε ο άγγλος συγγραφέας Ουίλιαμ Θάκερεϊ, ήταν υπόθεση των άσωτων υιών της αριστοκρατίας.
Οι δανδήδες στα ρομαντικά τους έργα υμνούσαν τη διαρκή εξέγερση, αλλά νοσταλγούσαν το Παλιό Καθεστώς. « Πάντα στην αντιπολίτευση, υποχρεωμένοι συνεχώς να εκπλήσσουν, προορισμένοι να είναι αέναα επιτηδευμένοι και εκκεντρικοί» όπως τους περιγράφει ο Αλμπέρ Καμί. Ενώ ο Μποντλέρ συμπληρώνει: «ο δανδισμός ως θεσμός έχει τους δικούς του σκληρούς νόμους, στους οποίους υποτάσσονται όλοι, ανεξάρτητα από το πάθος ή ανεξαρτησία του χαρακτήρα τους». Γι’ αυτό και , παρά την πίστη τους στην εξέγερση, οι δανδήδες τάχθηκαν εναντίων των Ιακωβίνων και συγκρούστηκαν με την τρομοκρατία των επαναστατών. Ο Καμί δεν έχει άδικο όταν σημειώνει πως « η εξέγερση τους τελικά χορταίνει με τον τολμηρό τους εκκεντρισμό».
Όμως σχεδόν ένα αιώνα μετά, το κράτος έχει εδραιωθεί στο πρόσωπο του Λουδοβίκου Ναπολέοντα. Και εδώ «οι παρακινημένοι από την απόγνωση , όσο κι από τη νωθρή επιθυμία», όπως περιέγραψε τους πρόγονους τους ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, οργάνωσαν όχι έναν πόλεμο, αλλά περισσότερο ένα αντάρτικο ονειροπόλων στους αστούς. Άλλωστε απεχθάνονταν το στρατό, έτσι εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου και της Κομμούνας, για να ξαναεμφανιστούν στον πανηδονισμό της Μπελ Επόκ- παρόλο που πολλές καταστροφές κατά τη διάρκεια της Κομμούνας αποδόθηκαν στους μεθυσμένους τυχοδιώκτες που έβγαιναν από τα παλιά λημέρια των μποέμ…
Αυτή τη φορά επανήλθαν ως η χαμένη γενιά των «decadents», των παρακμιακών, που θαύμαζαν την ποίηση του Ρεμπό και του κόμη του Λοτρεαμόν. Ήταν οι «διψασμένοι» όπως αυτοαποκαλούνταν για ποτό, έρωτα και τέχνη. Ήταν αυτοί που επινόησαν το καμπαρέ με αυθόρμητες αυτοσχέδιες παραστάσεις γεμάτες προκλητικά σκέτς. Ήταν οι καλλιτέχνες που από τις θλιβερές παγωμένες σοφίτες , προτιμούν το καταφύγιο του Καρτιέ Λατέν. Τα μερη που προσφέρουν «τέχνη, αλκοόλ, ρηξικέλευθες ιδέες και κίνδυνο σε ισόποσες δόσεις» ,όπως περιγράφει ο Άντριου Χάσει. Εκεί όπου δρούσε, μερικές δεκαετίες πριν ο Πιέρ Φρανσουά Λασενέρ, κατά δήλωσιν του ποιητής, δολοφόνος και δανδής – ο ραφινάτος εγκληματίας που επαιρόταν ότι δεν θα τον στενοχωρούσε να είναι και θύμα αλλά και δήμιος, ώστε να νιώσει την επανάσταση και με τους δύο τρόπους.
Σ’ αυτά τα καταφύγια των μποέμ όπως και στα στενά σοκάκια της Μονμάρτης, θα γίνουν στα τέλη του 19ου αιώνα και οι ταραχές που αποκλήθηκαν «μηδενιστικές» – δεδομένου ότι ο «όχλος» αλητών, καλλιτεχνών και μικροαπατεώνων, ανακατεμένος συγκρουόταν με τις δυνάμεις της τάξης χωρίς κανένα αίτημα.
Οι αυθεντικοί μποέμ θα σβήσουν με τον ερχομό του νέου αιώνα. Αλλά το κληροδότημα τους δεν θα χαθεί εύκολα. Οι ντανταιστές θα πάρουν από αυτούς την άρνηση της εργασίας και τη βίαιη επίθεση στην τέχνη των καιρών μέσα από σκάνδαλα στα καφέ της Ζυρίχης, του Παρισιού και του Βερολίνου.
Οι σουρεαλιστές θα συνεχίσουν να σοκάρουν τους αστούς, επιτιθέμενοι σε όλες τις αξίες της αστικής κοινωνίας με χιούμορ, πολιτική οξύνοια θρασύτητα και παιγνιώδη διάθεση, ακολουθώντας τη συμβουλή του Τζαρά ότι «η ζωή και η τέχνη είναι ένα,ο αληθινός καλλιτέχνης δεν ζωγραφίζει, δημιουργεί άμεσα». Ο ελεύθερος και αντισυμβατικός τρόπος ζωής τους μπίτνικ με τους «μπλουζόν νουάρ», θα θα ξεχυθεί μέσα στα κοινόβια των χίπηδων και στις καταλήψεις των πάνκ του Βερολίνου. Και πάνω απ’ όλα θα παραμείνει ο ριζοσπαστικός αντίποδας στη μετριότητα της ζωής, που υπόσχεται ένα πολιτικό-κοινωνικό σύστημα στηριγμένο στη μισθωτή εργασία- η οποία μετράει την αξία του καλλιτέχνη με τους νόμους της αγοράς.
https://parallhlografos.wordpress.com/2010/12/30/les-bohemes-2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου