Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Ειρήνη Κονιτοπούλου, η αρχόντισα των Κυκλάδων



Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1931 στην Κεραμωτή της Νάξου.
Από πολύ μικρό παιδί κάθε καλοκαίρι πήγαινε με τους γονείς της στο χωριό της μητέρας της, την Κεραμωτή, ενώ μόνιμη διαμονή είχε στην Αθήνα.
Στην Αθήνα έμενε στα Κάτω Πατήσια, στα Τουρκοβούνια, στον Άγιο Θωμά στην Άνω Κυψέλη. Αυτά συνέβαιναν πριν τον Πόλεμο.


Αφού έπιασε ο Πόλεμος πήγανε οικογενειακώς στην Κεραμωτή. Με την άφιξη των Ιταλών στο νησί έφυγαν και πήγαν στον Κινίδαρο, το Γλινάδο, τη Χώρα και με την απελευθέρωση από τους Γερμανούς εγκαταστάθηκαν στο χωριό του πατέρα της, τον Κινίδαρο.
Σαν κοπελίτσα πήγε στην Αθήνα. Πήγε πάλι κάτω, ξαναήρθε, πήγαινε, ξαναρχότανε.
Σχολείο δεν πήγε. Τον καιρό που ήτανε στην Κυψέλη, ήτανε μικρή, αλλά ο πατέρας της είχε μανία, με όλη την ταλαιπωρία του ήθελε να μάθει γράμματα και την είχε βάλει σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο, στην Άνω Κυψέλη στου Καρούση. Εκεί ότι έμαθε. Πήγε μέχρι τη Β’ τάξη; Μετά, το 1940, έφυγε με την οικογένειά της για τη Νάξο. Επιστρατεύτηκαν όλοι οι άντρες για τον πόλεμο. Μείνανε οι γέροι κι οι γυναίκες στα χωριά. Δεν είχε πέσει ακόμα η πείνα και πήγε στην Κεραμωτή στην Γ’ τάξη.
Από τότε που θυμάται ο πατέρας της έπαιζε βιολί. Ήτανε η δουλειά του. Δούλευε τότε την ημέρα εργάτης και τις «καλές μέρες» δούλευε και σε μαγαζί ή σε γάμους ή γιορτές.
Τραγούδαγες από μικρή;
Πολλές φορές όταν τραγούδαγα μικρή μόνη μου χόρευα και πολλές φορές μου ‘ρχότανε κλάμα σ’ ορισμένα τραγούδια, έτσι όπως τα λαϊκά, ού, ου… συγκινιόμουνα πάρα πολύ. Το τραγούδαγα μόνη μου και δεν μ’ ένοιαζε άμα μ’ ακούγανε. Δεν τραγούδαγα για να μ’ ακούσουνε. Τραγούδαγα γιατί το τράβαγ’ η ψυχή μου. Μου άρεσε αυτό το πράγμα τότε.
-Σ’ έπαιρνε κοντά στις δουλειές του;
Όταν ήμουνα μικρό και τύχαινε να τους έχουνε καλέσει, γιατί τότε θυμάμαι οι γάμοι γινόντουσαν μες στο σπίτι, και μ’ έπαιρνε. Ήτανε ο θείος μου ο Φλώριος, αδελφός του πατέρα μου, πού ‘παιζε σαντούρι, αδερφός του πατέρα μου, ο θείος μου ο Δημήτρης ο Φυρογένης στο λαούτο, αδερφός της μάνας μου κι ήτανε και κάποιος άλλος, Αυγουστής, ο μπάρμπας μου γιατί όλοι από την οικογένεια του μπαμπά μου όλοι ξέρανε να τραγουδήσουνε και να παίξουνε, να το πιάσουνε το όργανο και να το παίξουνε και χωρίς να ‘χουνε και μάθει ας πούμε. Και στο χορό ήτανε το κάτι άλλο η οικογένεια αυτή. Και τα παιδιά τους όλοι, όλοι. Και μ’ έπαιρνε μαζί. Ήμουνα πολύ γουστόζικο παιδί και τόσο μικρό και δεν εντρεπόμουνα κι όλα. Με κάνανε τέτοιο γούστο κι οι θείοι μου κι ο μπαμπάς μου και με βάνανε να χορέψω. Μ’ έπαιρνε πάντα μαζί του.
Όταν ήμασταν στην Αθήνα, πριν φύγουμε για τη Νάξο, θυμάμαι πράγματα από 4 χρονώ, ο πατέρας μου έπαιζε και πάντα είχε κάποιο μαθητή κάποιο παιδί από τη Νάξο και του μάθαινε βιολί και πάντα υπήρχε αυτό το πράμα μέσ’ το σπίτι. Ή άμα θέλανε να πάνε Κυριακή ή σε καλές μέρες, σε γιορτές στη δουλειά να παίξουνε ο θείος μου ο Φλιώριος  (αδερφός του πατέρα μου) με το σαντούρι, ο θείος μου ο Μήτσος με το λαούτο κι ένα παιδί που έπαιζε κλαρίνο, τον είχε βρει ο μπαμπάς μου σ’ ένα φυλάκιο του στρατού που ήτανε στη Νέα Κυψέλη παίζανε στη Λαμπρινή σ’ ένα μαγαζί τότε του Αρτέμη από την Κωμιακή. Τότε τα μαγαζιά ήτανε μικρά με βαρέλια μέσα. Τότε δεν υπήρχε το Σάββατο, ήτανε η Κυριακή. Τις Απόκριες κατεβαίνανε στου Ψειρή στο μαγαζί ενός Φιλωτίτη.
Εγώ δεν είχα τραγουδήσει σ’ αυτά τα μαγαζιά, ήμουνα πολύ μικρή, αλλά στο χορό με βάζανε όπου δουλεύανε σε κανα σπίτι, σε κανα γάμο, και με κοιτάζανε όλοι.
Την Πρωτομαγιά κάθε χρόνο στη Φιλαδέλφεια, γινότανε από τέρμα Πατησίων, όλο μέχρι τη Φιλαδέλφεια, που ήτανε χωράφια και στήνανε πάντα, κάθε χρόνο κάτι σαν τέντες κι έπαιζε ο μπαμπάς μου με τους δικούς του, με την κομπανία του κι εκεί λοιπόν με βάζανε και χόρευα. Μια φορά, αυτό δεν το ξεχνάω, που ο κόσμος είχενε σταματήσει να με βλέπει που ήμουνα τόσο μικρή και χόρευα τόσο καλά. Και θυμάμαι που με ‘χανε κεράσει εκείνα τα παστοκύδωνα, τα τρίγωνα. Τότε πρέπει να ήμουνα στα 5, 6 χρονώ.
Και μετά που μεγάλωσα, από 14 χρονών και μετά δεν ήθελε να πηγαίνω όταν ήτανε σε δουλειά. Δεν ξέρω πως την είχανε αυτή τη δουλειά τότες. Ήτανε άσκημο πράμα και δεν θέλανε τα παιδιά τους να ‘χουνε τέτοια επαφή με τα όργανα και το τραγούδι.
Τότες δεν υπήρχανε γυναίκες να τραγουδάνε ειδικά στο δικό μας το χωριό.
Στην Αθήνα ήτανε η Ρόζα και κανα δυο άλλες και θυμάμαι που τα συζητάγανε.
Μπορεί να ήμουνα μικρό, αλλά έπαιρνε τ’ αυτί μου και μ’ άρεσε να κάθομαι ν’ ακούω.
Επαγγελματικά δεν τραγούδησα καθόλου στο χωριό.
Όταν λοιπόν εγκαταστάθηκα στην Αθήνα το 1952 με ’53 μπήκα στο ραδιόφωνο και το 1955 παντρεύτηκα.



https://xoroballomata.wordpress.com/2011/05/05/%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85-%E2%80%93-%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BA%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου